Η συζήτηση που άνοιξε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή, για τη λειτουργία της δημοκρατίας και των αντιπροσωπευτικών θεσμών, με πρώτο το ίδιο το κοινοβούλιο, έρχεται ύστερα από μακρά σειρά δράσεων της κυβέρνησης που δεν περιορίζονται μόνο στην κοινοβουλευτική λειτουργία. Επεκτείνεται σε πολλούς θεσμούς και κυρίως στην κοινωνία. Η αυταρχική αντίληψη της κυβέρνησης και η σταθερή ροπή της προς την καταστολή είναι, πλέον, εμπεδωμένο φυσιογνωμικό της στοιχείο και απ’ αυτή την άποψη όφειλε να το θέσει η αξιωματική αντιπολίτευση, να γίνει θέμα συζήτησης, να τοποθετηθούν και τ’ άλλα κόμματα. Και παρά τις δυσκολίες που δημιουργεί η πανδημία, ακόμη και τον κίνδυνο να κατηγορηθεί η αντιπολίτευση ότι αγνοεί τους υγειονομικούς κανόνες – ήδη, έτσι απάντησε ο πρόεδρος της Βουλής κ. Τασούλας και σ’ αυτή τη βάση εφόρμησαν δεξιοί αρθρογράφοι και τρολ – σωστά τέθηκε το ζήτημα.
Μόνιμη η ροπή
Αυτή η μόνιμη τάση προς τον αυταρχισμό και την καταστολή διαχέεται, με αξιοπρόσεκτη επιμέλεια, παντού. Τελευταίο παράδειγμα είναι το νομοσχέδιο για την τοπική αυτοδιοίκηση, απίθανα περιοριστικό, ασφυκτικό κάθε ίχνους δημοκρατίας, έκφρασης ομάδων πολιτών, κάθε μορφής τοπικότητας. Οι ρυθμίσεις για τη συνεπιμέλεια είναι το άλλο παράδειγμα που αποκαλύπτει μια αυταρχική αντίληψη, οπισθοδρομική με αισθητό ακόμη και τον μισογυνισμό. Το νομοσχέδιο για τα εργασιακά είναι το άλλο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, εδώ της νεοφιλελεύθερης δεξιάς. Λίγο καιρό πριν ψηφίστηκε ο “αστυνομικός νόμος” για τα πανεπιστήμια. Και λίγο πριν ο περιβόητος νόμος για το περιβάλλον που τον αποκάλεσαν δίκαια αντιπεριβαλλοντικό, καθώς πυρήνας του είναι η αντίληψη ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι επενδυτικό αντικίνητρο.
Μπορεί να προχωρήσει κανείς όσο θέλει, τα παραδείγματα αφθονούν. Αυτή την εβδομάδα είχαμε το βίαιο σφράγισμα με τσιμεντόλιθους του “Εμπρός”, πράξη που αποκτά το πλήρες περιεχόμενό της αν τη δούμε στο πλαίσιο της αδυσώπητης στάσης έναντι του πολιτισμού. Είχαμε και τις εξετάσεις για την απόδοση ιθαγένειας όπου περισσεύει ο ρατσισμός και φτάνει στα όρια του σαδισμού. Τα καθημερινά δολοφονικά push back που κάνουν τη χώρα δακτυλοδεικτούμενη, παγκοσμίως. Έχουμε το απαύγασμα αυταρχισμού και βίας με την απόπειρα –προς το παρόν– κατακρήμνισης ενός υποδειγματικά λειτουργικού κοινωνικού παραδείγματος όπως το ΚΕΘΕΑ. Μην ξεχάσουμε και την αφαίρεση δικαιωμάτων ελέγχου εργαζομένων όπου μπορεί. Τελευταίο παράδειγμα –ακολουθούν άραγε και εναπομείνασες επιχειρήσεις με πλειοψηφία του Δημοσίου;- η κατάργηση των δυο θέσεων αντιπροσώπων των εργαζομένων στο ΔΣ των ΕΛΠΕ. Έχουμε και την υποκριτική δήλωση του πρωθυπουργού για την ημέρα των ΛΟΑΤΚΙ, όταν η ΝΔ δεν είχε ψηφίσει ούτε ένα νομοσχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ που απέδιδε μέρος των δικαιωμάτων τους. Ούτε έχει προχωρήσει τώρα στη διεύρυνσή τους.
Κεντροδεξιοί; Η ιστορία δεν βιάζεται
Παρ’ όλα αυτά και πολλά άλλα ακόμη για τον πρωθυπουργό φιλοτεχνείται η εικόνα του κεντροδεξιού πολιτικού, που έχει τα μάτια του πάντα στραμμένα στο Κέντρο! Η ιστορία, βέβαια, δεν βιάζεται να αποτιμήσει αλλά για το παρόν όλα αυτά θα ήταν κτίσματα στην άμμο αν δεν είχε η κυβέρνηση την αμέριστη βοήθεια της μεγάλης πλειοψηφίας του Τύπου. Πρόκειται για έναν αδυσώπητο συνδυασμό, ΜΜΕ και μια αδίστακτη κυβέρνηση, που όντως θέτει ζήτημα λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών. Πλην, όμως η κυβέρνηση εξασφαλίζει υπεροχή, είτε αυτό προκύπτει δημοσκοπικά είτε από την άμεση εμπειρία μας, καθώς ζούμε σε μια “παγωμένη” λόγω πανδημίας κοινωνία.
Αυτή η υπεροχή, ωστόσο, είναι, κυρίως εξ αιτίας του τρόπου και των μέσων που επιτυγχάνεται, επισφαλής; Έχει όλες τις προϋποθέσεις να αποδειχθεί τέτοια, στη μέση διάρκεια, γι’ αυτό και αναζητάται ευκαιρία εκλογών. Γι’ αυτό και η τακτική των “συνοπτικών” και μη ζωντανών λειτουργιών της Βουλής. Σωστά το είπε αυτό ο Αλέξης Τσίπρας στην ομιλία του, ο πρωθυπουργός δεν εμπιστεύεται την κοινοβουλευτική του ομάδα, σε ορισμένα νομοσχέδια. Η συνεπιμέλεια ήταν το ένα και αποδείχθηκε με την αρνητική ψήφο δυο σημαινόντων γυναικείων στελεχών της, ενώ “κάμφθηκαν” και άλλοι που θα ήθελαν, έπεται το νομοσχέδιο για την κάνναβη, θα έλθει το εργασιακό, ενώ πάντοτε εκκρεμεί το μέγα για τη ΝΔ, ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών. Εν τω μεταξύ, όλα όσα συσσώρευσε στο κοινωνικό σώμα η –αυταρχική, κυρίως– πολιτική της ΝΔ δεν μπορεί να προβλεφθεί πώς και πότε θα εκφρασθούν. Οψόμεθα…
Εξαιρετικά καταστροφική η πρώτη φωτιά, και αποκαλυπτική
Πολύ νωρίς ξεκίνησαν οι φωτιές και δυστυχώς, στην πιο ευάλωτη, ίσως, περιοχή της Αττικής η καταστροφή – 71.000 στρέμματα δάσους, αγροικίες και κατοικίες – είναι εξαιρετικά μεγάλη. Βοηθούντος του ανέμου επεκτάθηκε ακαριαία και γρήγορα απείλησε οικισμούς, οπότε δόθηκε η εντολή εκκένωσής τους. Ευτυχώς δεν υπήρξαν -έως τώρα γνωστά- ανθρώπινα θύματα.
Με την προσοχή που πρέπει να σχολιάζονται τέτοια συμβάντα, ωστόσο, μπορούμε να κρίνουμε πλευρές της επάρκειας και άμεσης αντίδρασης των υπηρεσιών. Πρώτον, δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν έχει αφομοιώσει ότι, λόγω κλιματικής αλλαγής, οι πυρκαγιές αρχίζουν νωρίτερα και είναι καταστροφικότερες. Δεν ευσταθεί η τοποθέτηση του κ. Χαρδαλιά – “είμαστε άτυχοι” – ότι “βρισκόμαστε εκτός της βασικής αντιπυρικής περιόδου”, η οποία άλλωστε έχει ξεκινήσει από την 1η Μαΐου, και για την οποία όπως ο ίδιος μαζί με τον κ. Χρυσοχοΐδη είχαν ανακοινώσει ήταν «πιο έτοιμοι από κάθε άλλη χρονιά». Ούτε, ότι εδώ και χρόνια η ανάπτυξη όλων των εναέριων μέσων γίνεται από τις 25 Μαΐου και μέχρι 15 Ιουνίου. Δεύτερον, παρά τις εύκολες κριτικές στο παρελθόν και διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, η Πολιτική Προστασία, όπως παραδέχθηκε και ο υπουργός αποδείχτηκε ανέτοιμη. Τρίτον, παρά το δημοσιονομικό περιθώριο η Πυροσβεστική δεν ενισχύθηκε επαρκώς αντίθετα από, πχ, την Άμεση Δράση. Τέταρτον, εκθέτει την κυβέρνηση, ύστερα από τα όσα είπε ως αντιπολίτευση για το Μάτι, ιδίως για τη Ρένα Δούρου, να έχει τώρα επικεφαλής της πυροσβεστικής, και άρα των επιχειρήσεων στα Γεράνια, τους ίδιους που τότε είχαν την άμεση ευθύνη, όπως το πόρισμα Μαρνέρη σημειώνει.
Ο καθηγητής Ευθύμης Λέκκας θεωρεί ότι οι επιπτώσεις στο περιβάλλον θα είναι πολλαπλές. Όπως σημειώνει “ο Ανατολικός Κορινθιακός Κόλπος χαρακτηρίζεται όχι μόνο από έντονη σεισμικότητα, αλλά και από ταχείες μεταβολές στο χερσαίο ανάγλυφο που επηρεάζουν και τον θαλάσσιο χώρο”.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή