Η πρόζα της είναι τόσο δυνατή όσο η ιστορία απαιτεί, δεν βαρυφορτώνει αλλά ταυτόχρονα δεν υποτιμά, δεν χειραγωγεί το συναίσθημα, δεν παρουσιάζει τον εαυτό της τέλειο αλλά ούτε και θύμα, υπακούοντας με συνέπεια στις αρχές που η ίδια έθεσε για το μυθιστόρημά της, όπως η αυτοσαρκαστική διάθεση, για παράδειγμα. Ενα μυθιστόρημα με μέτρο συγκινητικό και αστείο, που διαβάζεται με βουλιμία χωρίς αυτό να συνεπάγεται χαμηλής στάθμης ποιότητα.
Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, για πρώτη φορά, κάποιο βιβλίο της Βερόνικα Ράιμο (Ρώμη, 1978). Ο λόγος για το Ας πούμε πως είμαι εγώ, μυθιστόρημα με το οποίο βρέθηκε, παρέα με τη μεταφράστριά του στα αγγλικά, στη μακρά λίστα του Booker Prize International 2024.
Ο πρωτότυπος τίτλος του μυθιστορήματος είναι Niente di vero που κατά λέξη θα αποδιδόταν ως Τίποτα το αληθινό, στο παιγνιώδες ή προβοκατόρικο πνεύμα του οποίου επιλέχθηκε το Ας πούμε πως είμαι εγώ, φράση επιλεγμένη από το βιβλίο. Στέκομαι στον τίτλο επειδή θέλω να σημειώσω αυτή τη διάθεση αυτοϋπονόμευσης από πλευράς Ράιμο, η οποία και διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό το μυθιστόρημά της από το κυρίως σώμα της αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας που είναι αρκετά της μόδας τα τελευταία χρόνια.
Ηδη από τον τίτλο, θέτει το όριο μεταξύ πραγματικότητας και επινόησης, όχι μόνο ως βασικό λογοτεχνικό χαρακτηριστικό, αλλά ακόμα περισσότερο, ως τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το παρελθόν μας, τον τρόπο με τον οποίο συνειδητά ή μη παραποιούμε και προσαρμόζουμε την εμπειρία και το βίωμα στα μέτρα μας. Αλλωστε, επιστρέφοντας στη λογοτεχνία, τι άλλο είναι η μυθοπλασία παρά η απόπειρα για μια καλή –ελπίζει ο εκάστοτε συγγραφέας– κρυψώνα του προσωπικού;
Σε μια εποχή, που η ψηφιακή της εκδοχή φέρνει σε πρώτο επίπεδο την αυτοαφήγηση και η λογοτεχνία, παρότι ως είθισται να συμβαίνει προπορεύτηκε, τώρα ακολουθεί κατά πόδας, η Ράιμο επιλέγει να κάνει μια προειδοποιητική διευκρίνιση, τίποτα το αληθινό, προλέγει, δεν θα βρείτε εδώ, και, άραγε, πότε μια οποιαδήποτε αφήγηση είναι πλήρως ειλικρινής ή ακριβής; Παράλληλα με την αφήγηση της ιστορίας της, ή επεισοδίων αυτής, η Ράιμο πραγματεύεται ακριβώς αυτή τη συνθήκη. Διόλου τυχαία, άλλωστε, δεν τοποθετεί ως πρώτο κεφάλαιο το ακόλουθο: «Οταν σε μια οικογένεια γεννιέται ένας συγγραφέας, λένε πως αυτή η οικογένεια πάει, τέλειωσε. Στην πραγματικότητα, η οικογένεια θα τα καταφέρει μια χαρά, όπως συνέβαινε πάντα, από καταβολής κόσμου, ενώ αυτός που θα ’χει άσχημα ξεμπερδέματα θα ’ναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που θα προσπαθεί μάταια να σκοτώσει μανάδες, πατεράδες και αδέρφια, μόνο και μόνο για να τους ξαναβρεί μπροστά του, αμείλικτα ζωντανούς».
Είναι η κατάρα που οι συγγραφείς κουβαλάνε, κάθε τι που συμβαίνει εντός μυθοπλαστικού πλαισίου να γίνεται δεκτό ως αναπόσπαστο μέρος της βιογραφίας και της κοσμοθεωρίας τους, και όσο το πλαίσιο στενεύει, φτάνοντας στην οικογένεια, τόσο πιο έντονο είναι το φαινόμενο αυτό. Η Ράιμο δεν επιθυμεί να ακολουθήσει έναν παρακαμπτήριο συνηθισμένο δρόμο, δίνοντας άλλο όνομα στην πρωταγωνίστρια ή ακόμα και άλλο φύλο ή διαφορετικά στοιχεία ταυτότητας, έτσι ώστε να μπορεί μέχρι τέλους να υπεραμύνεται της απουσίας ταύτισης ανάμεσα στο συγγραφικό και αφηγηματικό υποκείμενο. Αντίθετα, πρώτα προειδοποιεί και εν συνεχεία τοποθετεί τον εαυτό της στην ιστορία.
Ετσι, ο αναγνώστης αποτρέπεται από το να διαβάσει την ιστορία σκεπτόμενος τι είναι πραγματικό και τι επινοημένο, ως κάποιο αξιολογητικό κριτήριο. Κάτι το οποίο λειτουργεί απελευθερωτικά για το μυθιστόρημα, το οποίο εξαρχής αντιμετωπίζεται, ή οφείλει να αντιμετωπιστεί, ως τέτοιο. Η μυθοπλαστική επινόηση της ζωής της συγγραφέως Ράιμο, ο μικροφοβικός πατέρας, η άκρως ελεγκτική μητέρα, ο επίσης συγγραφέας αδερφός, και τα υπόλοιπα πρόσωπα αλλά και καταστάσεις, αποπνέουν, αντίθετα με όσα ο τίτλος ορίζει, μια έντονη αληθοφάνεια. Και εδώ έγκειται μια από τις κύριες αρετές του Ας πούμε πως είμαι εγώ, το γεγονός πως δεν κλοτσάει τον αναγνώστη έξω από το ρεαλιστικό πλαίσιο εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η πλοκή.
Η Ράιμο πετυχαίνει με σχετική άνεση τη συγχρονία, αναπόσπαστο στοιχείο της συγγραφικής της πρόθεσης, καταφέρνοντας να αποτυπώσει τις τελευταίες τέσσερις και κάτι δεκαετίες σε ένα περιβάλλον που είναι οικείο και στον Ελληνα αναγνώστη. Η πρόζα της είναι τόσο δυνατή όσο η ιστορία απαιτεί, δεν βαρυφορτώνει αλλά ταυτόχρονα δεν υποτιμά, δεν χειραγωγεί το συναίσθημα, δεν παρουσιάζει τον εαυτό της τέλειο αλλά ούτε και θύμα, υπακούοντας με συνέπεια στις αρχές που η ίδια έθεσε για το μυθιστόρημά της, όπως η αυτοσαρκαστική διάθεση, για παράδειγμα. Ενα μυθιστόρημα με μέτρο συγκινητικό και αστείο, που διαβάζεται με βουλιμία χωρίς αυτό να συνεπάγεται χαμηλής στάθμης ποιότητα.
Το Ας πούμε πως είμαι εγώ έρχεται να προστεθεί στην πολύ καλή σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία που απολαμβάνουμε τα τελευταία χρόνια. Ελπίζω, αργά ή γρήγορα, να ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα βιβλία τής Ράιμο. Και αυτή η επιθυμία για περαιτέρω επαφή είναι ίσως η καλύτερη απόδειξη για το πόσο απόλαυσα το βιβλίο αυτό.
Γιάννης Καλογερόπουλος
Επιμέλεια:Μισέλ Φάις