Macro

Ο δρόμος προς την ατίμωση

«Ηταν ψηλός, με ωραίο παράστημα, σταρένιο δέρμα, πλούσια μαλλιά, και όλα αυτά του χάριζαν πάντα γοητεία. Αν κοιτούσε μια γυναίκα με συγκεκριμένο τρόπο, με συγκεκριμένη πρόθεση, εκείνη ανταποκρινόταν στο βλέμμα του, ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Ετσι ζούσε∙ για χρόνια, για δεκαετίες, αυτή ήταν η ραχοκοκαλιά της ζωής του. Και μετά μια μέρα όλα τελείωσαν. Εντελώς απροειδοποίητα, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Βλέμματα που άλλοτε ανταποκρίνονταν στο δικό του τώρα τον προσπερνούσαν, κατευθύνονταν αλλού, δεν εστίαζαν σ’ εκείνον. Μέσα σε μια νύχτα μετατράπηκε σε φάντασμα. Αν ήθελε γυναίκα, έπρεπε να μάθει να την κυνηγά∙ και συχνά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ήταν υποχρεωμένος να την εξαγοράσει».
 
Κατά την περίοδο που το κίνημα #Μetoo ήταν στην κορύφωσή του σκέφτηκα πολλές φορές την «Ατίμωση» του νομπελίστα και μοναδικού νικητή δύο Booker, Τζ.Μ. Κουτσί. Η πρόσφατη επανέκδοση του βιβλίου -από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση της Χριστίνας Σωτηροπούλου- μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω για το βιβλίο που χάρισε στον Κουτσί το 1999 το δεύτερο Booker, μετά το επίσης βραβευμένο «Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ».
 
Ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας, γλωσσολόγος, κριτικός και μεταφραστής πήρε -δικαίως- το Νόμπελ το 2003 για την προσφορά του στη λογοτεχνία ως «εργώδης αμφισβητίας, αδέκαστος στην κριτική που ασκεί στον αδυσώπητο ορθολογισμό και την εξωραϊστική λογική του δυτικού πολιτισμού». Στη δική μας καρδιά έχει πάρει μια θέση ως ο συγγραφέας που μίλησε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον για το απαρτχάιντ και τις πληγές του. Σε όλα του τα βιβλία μιλάει για τη βαναυσότητα του διχασμού, τη βαρβαρότητα του αποικιοκρατισμού και τα ανθρώπινα όρια που δοκιμάζονται σε δύσκολες καταστάσεις.
 
Στην «Ατίμωση», ένας συγγραφέας και καθηγητής κλασικών σπουδών, ο Ντέιβιντ Λούρι, πηγαίνει ενσυνείδητα σχεδόν προς τη διαπόμπευσή του αφού δεν μπορεί να τιθασεύσει τον πόθο για μια φοιτήτριά του. Είναι ένας νάρκισσος που, όντας γόης νεότερος, θέλει να τρέφεται από την ανταπόκριση των γυναικών αδιακρίτως της ηλικίας και της θέσης τους. Οταν αποκαλύπτεται η σχέση του τον απολύουν ατιμωτικά και εκείνος βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι της κόρης του, της Λούσι, στην εξοχή, με την οποία δεν είχε ποτέ μια άνετη σχέση. Προσπαθεί να φτιάξει γέφυρες, να την πλησιάσει, αλλά η «ατίμωση» πλέον έχει αγγίξει και εκείνη, καθώς μένει έγκυος μετά τον βιασμό της. Ολοζώντανα περνούν από μπροστά μας ο πολιτισμός της Νότιας Αφρικής, η φυλή, η ιστορία του απαρτχάιντ και η εποχή μετά, αλλά και η όπου γης αδικία και αίσθηση του δικαίου, η θέση των γυναικών, η εξουσία των ισχυρών και η κυριαρχία των αρσενικών.
 
Λιτός, βαθύς, έντονα υπαρξιακός και ταυτόχρονα κινηματογραφικός, ο λογοτεχνικός λόγος του Κουτσί ξεδιπλώνει μπροστά σου αριστουργηματικά έναν κόσμο που δεν γνωρίζουμε καλά στη Δύση αλλά μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί του. Ο συγγραφέας μοιάζει να «σπρώχνει τη γλώσσα στα όριά της», για να θυμηθούμε τον Ντελέζ, κρατώντας μια ουδετερότητα απέναντι στο ηθικό και στο ανήθικο, απέναντι στο κανονικό και στο μη κανονικό. Αυτό όμως που φαίνεται προφανέστατα είναι η αγωνία του για το μέλλον, αλλά και σε πιο προσωπικό επίπεδο, οι φόβοι ενός γονέα για το μέλλον του παιδιού του. Το δίπολο της σχέσης πατέρα-κόρης από την αρχαία τραγωδία έως τον Σέξπιρ και τον Τζόις ενσταλάζεται στις σελίδες της «Ατίμωσης».
 
Ο άλλοτε νάρκισσος άνδρας γίνεται πατέρας, σκέφτεται τον πατέρα της φοιτήτριας που είχε εκμεταλλευτεί και η ιστορία του Κουτσί αποκτά συνεχώς όλο και περισσότερες διαστάσεις. Μέσα την αρχική ταπείνωση θα ζήσει κι άλλες για να φτάσει στο μηδέν. Κι έπειτα, χωρίς τίποτα, χωρίς κρυφά χαρτιά, χωρίς όπλα, χωρίς περιουσία, χωρίς δικαιώματα, χωρίς αξιοπρέπεια, θα ξαναρχίσει να υπάρχει. «Σαν σκύλος», θα διαπιστώσει, «ναι, σαν σκύλος».
 
Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσε κανείς να πει γι’ αυτό το σύντομο, αλλά παράξενα εκτεταμένο μυθιστόρημα, για το εύρος των ανησυχιών που ο Κουτσί έχει συνδυάσει άψογα. Υπάρχει πολλή λογοτεχνία και αναφορές σε ποιητές όπως ο Μπάιρον, υπάρχει ένας βαθύς διαλογισμός για ένα άλλο είδος διαβίωσης, για τις ζωές και τα δικαιώματα των ζώων, για την τιμωρία και τη λύτρωση, για την αλαζονεία και την αδιάκριτη ερωτική επιθυμία, και άλλα πολλά που είναι αδύνατον να χωρέσω σε αυτό το κείμενο.
 
Οι ζωές των χαρακτήρων της «Ατίμωσης», που στο τέλος του βιβλίου παραμένουν άλυτες και ημιτελείς, με τα προβλήματα και τις δυνατότητές τους ακόμα ανοιχτά, μένουν μέσα σου για καιρό αποδεικνύοντας ακόμη μια φορά πως η λογοτεχνία είναι το καλύτερο παράθυρο προς τον κόσμο αλλά και ένας δρόμος για να ανακαλύψουμε τον δικό μας εσώτερο εαυτό.
 
Κυριακή Μπεϊόγλου