Macro

Ο αριστερός λαϊκισμός του Τζέρεμι Κόρμπιν

Διαρκώς επιβεβαιωνόμαστε για την κρίση της Ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Μετά τις αποτυχίες του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, του PvdA στην Ολλανδία, του PSOE στην Ισπανία, του SPÖ στην Αυστρία, του SPD στην Γερμανία και του PS στην Γαλλία, το Ιταλικό σοσιαλδημοκρατικό PD σημείωσε [πρόσφατα] την χειρότερη εκλογική του επίδοση στην ιστορία του [1]. Η μόνη εξαίρεση σε αυτό το τοπίο κατάρρευσης προέρχεται από τη Μεγάλη Βρετανία όπου το Εργατικό Κόμμα (Labour Party) υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν βρίσκεται σε άνοδο. Με σχεδόν 600.000 μέλη, αποτελεί αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο κόμμα της αριστεράς στην Ευρώπη.

Πώς όμως ο Κόρμπιν κατάφερε κάτι τέτοιο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι η εκλογή του στην ηγεσία του κόμματος το 2015 εξέπληξε τους πάντες;

Μετά από την ανεπιτυχή απόπειρα της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος να τον ανατρέψει το 2016, η καθοριστική στιγμή εδραίωσης του Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών ήταν η σημαντική άνοδος του κόμματος στις γενικές εκλογές του 2017. Παρόλο που οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα της τάξης των 20 ποσοστιαίων μονάδων στους Συντηρητικούς έναντι των Εργατικών, οι τελευταίοι κατάφεραν και κέρδισαν επιπλέον 32 έδρες, στερώντας στους Συντηρητικούς την απόλυτη πλειοψηφία. Η στρατηγική του κόμματος σε αυτές τις εκλογές αποτέλεσε το κλειδί της επιτυχίας για τον Κόρμπιν.

Η επιτυχία του οφείλεται σε δύο παράγοντες.

Ένα ριζοσπαστικό μανιφέστο

Ο πρώτος παράγοντας έχει να κάνει με ένα ριζοσπαστικό μανιφέστο που ήταν σε αρμονία με μια στάση ενάντια στην λιτότητα και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που βρίσκουμε σε μεγάλα τμήματα της Βρετανικής κοινωνίας. Σε δεύτερο βαθμό, η επιτυχία οφειλόταν στην ισχυρή κινητοποίηση που οργάνωσε το κίνημα Momentum, που δημιουργήθηκε για να στηρίξει την υποψηφιότητα του Κόρμπιν [στις εσωκομματικές διαδικασίες] το 2015.

Αντλώντας έμπνευση από τις μεθόδους του Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ, καθώς και από νέα ριζοσπαστικά σχήματα στην Ευρώπη, το Momentum χρησιμοποίησε διάφορους διαδικτυακούς πόρους για να ανοίξει ευρείς δίαυλους επικοινωνίας που επέτρεπαν σε ακτιβιστές καθώς και αρκετούς εθελοντές να ενημερώνονται για τις εκλογικές περιφέρειες όπου χρειαζόταν να αντλήσουν περισσότερες ψήφους. Ήταν αυτή ακριβώς η απρόσμενη κινητοποίηση που διέψευσε όλες τις προβλέψεις.

Ωστόσο, αυτό έγινε δυνατό χάρη στον ενθουσιασμό που προκάλεσε το περιεχόμενο του μανιφέστο του Κόρμπιν. Ο τίτλος του «για τους πολλούς όχι για τους λίγους» [For the many not the few], υιοθετούσε ένα σύνθημα που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από το κόμμα στο παρελθόν, αλλά τώρα του δόθηκε νέο νόημα, που εγκαθιστούσε μια πολιτική διαίρεση ανάμεσα σε ένα «Εμείς» και ένα «Αυτοί». Αυτό σημαίνει ότι επαναπολιτικοποίησε τον δημόσιο διάλογο, προσφέροντας ταυτόχρονα εναλλακτική απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό όπως τον εισήγαγε αρχικά η Μάργκαρετ Θάτσερ και τον διαμόρφωσε μετέπειτα ο Τόνυ Μπλερ.

Η επανεθνικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών

Τα κύρια σημεία του μανιφέστο ήταν η επανεθνικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών όπως το σιδηροδρομικό δίκτυο, η ενέργεια, το νερό και οι ταχυδρομικές υπηρεσίες, η παύση της περαιτέρω ιδιωτικοποίησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας (NHS) και του εκπαιδευτικού συστήματος, η κατάργηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια και μια σημαντική αύξηση στις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας. Όλα αυτά σηματοδότησαν μια ξεκάθαρη ρήξη με τους Νέους Εργατικούς και τον «Τρίτο Δρόμο» που ακολουθούσαν μέχρι τότε.

Ενώ ο «Τρίτος Δρόμος» είχε αντικαταστήσει την πάλη για ισότητα με την «ελευθερία της επιλογής», το νέο μανιφέστο των Εργατικών απέδωσε και πάλι στο κόμμα τα διαπιστευτήρια του κόμματος της ισότητας. Έμφαση δόθηκε επίσης και στην δημοκρατικό έλεγχο, καθώς τονίστηκε η δημοκρατική φύση των μέτρων που προτείνοντας με στόχο της διαμόρφωση μιας κοινωνίας με περισσότερη ισότητα.

Το μανιφέστο τόνισε επίσης την σημασία της κρατικής παρέμβασης, αλλά ο ρόλος της τελευταίας ήταν η δημιουργία των συνθηκών που θα επιτρέψουν στους πολίτες να αναλάβουν οι ίδιοι την διαχείριση των δημοσίων υπηρεσιών. Αυτή ακριβώς η έμφαση στην περισσότερη δημοκρατία αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του σχεδίου του Κόρμπιν.

«Αριστερός Λαϊκισμός»

Όλα αυτά συνδυάζονται με το πνεύμα που διαπερνά το Momentum, το οποίο προωθεί την ανάπτυξη δεσμών με τα κοινωνικά κινήματα. Εξηγεί δε και τον κεντρικό ρόλο που δίδεται στη μάχη ενάντια σε κάθε μορφή επιβολής και προκατάληψης, από τις οικονομικές σχέσεις μέχρι και τον φεμινισμό, τον αντιρατσισμό και τους αγώνες των ΛΟΑΤ.

Η συνάρθρωση τέτοιων αιτημάτων με αγώνες που αφορούν διαφορετικές μορφές κυριαρχίας είναι αυτή που βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής του Κόρμπιν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο [η στρατηγική αυτή] μπορεί να χαρακτηριστεί και ως «αριστερός λαϊκισμός». Ο στόχος της είναι να προωθηθεί η συνέργεια μεταξύ διαφορετικών δημοκρατικών αγώνων που διατρέχουν την Βρετανική κοινωνία και να μετασχηματιστεί το Εργατικό Κόμμα σε ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα ικανό να χτίσει μια νέα ηγεμονία.

Προφανώς η ευόδωση ενός τέτοιου σχεδίου αποτελεί σημείο καμπής∙ μια καμπή τόσο ριζική όσο εκείνη που πέτυχε η Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Φυσικά, η μάχη για τον μετασχηματισμό των Εργατικών δεν έχει ακόμη κερδηθεί, καθώς η εσωτερική σύγκρουση με τους υποστηρικτές του Μπλερ συνεχίζεται αδιάκοπα. Οι αντίπαλοι του Κόρμπιν έχουν δοκιμάσει με διάφορους τρόπους να τον αμφισβητήσουν. Η πιο πρόσφατη τέτοια απόπειρα ήταν να τον κατηγορήσουν για ανοχή σε αντισημιτικές συμπεριφορές μέσα στο κόμμα.

Η υποστήριξη των εργατικών συνδικάτων

Υπάρχουν επίσης εντάσεις μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν μια πιο παραδοσιακή εκδοχή των Εργατικών και των προασπιστών της «νέας πολιτικής». Οι τελευταίοι φαίνεται πως κερδίζουν, με τους συσχετισμούς δύναμης να γέρνουν προς το μέρος τους. Το πλεονέκτημα του Κόρμπιν όμως, συγκριτικά με άλλα κινήματα όπως οι Ποδέμος και η Ανυπόταχτη Γαλλία (France Insoumise) είναι πως αυτός ηγείται ενός μεγάλου κόμματος που έχει την υποστήριξη των εργατικών συνδικάτων.

Υπό την ηγεσία του, το κόμμα κατάφερε και κινητοποίησε πολίτες που είχαν εγκαταλείψει την πολιτική κατά την περίοδο Μπλερ, ενώ προσέλκυσε ακόμη περισσότερους νέους. Αυτό δείχνει πως παρά τους ισχυρισμούς αρκετών πολιτικών επιστημόνων περί του αντιθέτου, η μορφή κόμμα δεν έχει ξεπεραστεί από τους καιρούς, κι ότι τα κόμματα μπορούν να ανανεωθούν δημιουργώντας σχέσεις με τα κοινωνικά κινήματα. Από την άλλη, η ευρεία δυσαρέσκεια των σοσιαλδημοκρατών ψηφοφόρων έγκειται στο γεγονός ότι τα κόμματα αυτά έχουν προσχωρήσει στον νεοφιλελευθερισμό.

Όταν προσφέρουμε στους πολίτες την προοπτική μιας εναλλακτικής σε συνδυασμό με την δυνατότητα να συμμετέχουν σε έναν γνήσιο αγωνιστικό διάλογο, είναι σίγουρο ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ακουστεί η φωνή τους. Αλλά γι’ αυτό πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε τεχνοκρατική αντίληψη της πολιτικής που την υποβιβάζει σε ζητήματα διαχειριστικού χαρακτήρα και αντ’ αυτού αναγνωρίζει τον αγωνιστικό της χαρακτήρα.

[1] ΣτΜ: Αναφέρεται στις πρόσφατες ιταλικές εκλογές, όπου το PD σημείωσε την χειρότερη επίδοση της ιστορίας του, κερδίζοντας το 18.7% της ψήφου.

Η βελγικής καταγωγής Chantal Mouffe γεννήθηκε το 1943. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτική επιστήμη στο καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβαίν, στο Παρίσι και στο Έσεξ. Είναι καθηγήτρια πολιτικής θεωρίας στο Κέντρο για τη Μελέτη της Δημοκρατίας του Πανεπιστημίου Westminster (Λονδίνο).

Μετάφραση: Λάζαρος Καραβασίλης

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών