Οι τελευταίες ραγδαίες εξελίξεις στη Συρία, που επηρεάζουν τα προβλήματα σε ολόκληρο το μεσανατολικό μέτωπο και την Ανατολική Μεσόγειο, επιβάλλουν με μεγάλη, βέβαια, προσοχή, την εκτίμηση των ισορροπιών της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης στην περιοχή. Αυτό, εξάλλου, έπρεπε να έχει γίνει πριν καιρό, καθώς μιλάμε για ένα ευαίσθητο πεδίο της πολιτικής που —και είναι παράληψη— ποτέ δεν συζητήθηκε σε κάποιο συλλογικό όργανο.
Η κυβέρνηση κληρονόμησε μια εξωτερική πολιτική για την περιοχή αυτή, την οποία δεν μπορούσε και δεν έπρεπε —επομένως— να ανατρέψει, δηλαδή τον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου και βέβαια ΗΠΑ. Υπήρχε, επίσης, η επιλογή της άσκησης, θα λέγαμε, διπλωματίας μέσω των ενεργειακών αποθεμάτων, κυρίως της μεταφοράς τους στην Ευρώπη μέσω του αγωγού East Med. Μόνιμη αφετηρία ήταν η επιδίωξη άσκησης πολιτικής, συνολικά, με βάση τις πάγιες απόψεις της Αριστεράς για τη θέση της χώρας σ΄ αυτή την τριεθνική περιοχή και της σταθερής προσπάθειας να επιλυθούν με διάλογο, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, ζητήματα με τους γείτονες, ενήμεροι ότι αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τον κληρονομημένο άξονα που σημειώσαμε πριν, κυρίως τις σχέσεις με την Τουρκία. Αυτή, όντως, τη «γραμμή» ακολουθεί η ελληνική κυβέρνηση κατά τη θητεία της.
Μερικές φορές, όμως, μοιάζει να μην την προφυλάσσει από τις «ιδιαίτερες επιλογές» συμμάχων, στροφές στην πολιτική τους ή και παιχνίδια. Η απόφαση του κ. Τραμπ, π.χ., να αποσύρει τα στρατεύματα των ΗΠΑ από τη Συρία είναι μια τέτοια περίπτωση. Εμπλέκει στο παιχνίδι δυνάμεις με τις οποίες η Ελλάδα έχει σχέσεις και αυτές τώρα επανατοποθετούνται, όπως είναι φυσικό. Ποια η πρόνοια της κυβέρνησης να κινείται, έτσι ώστε, όταν χρειάζεται, να είναι θωρακισμένη από αναταράξεις, λόγω της πολιτικής άλλων χωρών;
Μ΄ αυτό το σκεπτικό μπορεί να γίνουν μερικές κριτικές παρατηρήσεις. Πρώτον, δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί επ΄ ουδενί η αυτόνομη πολιτική εξομάλυνσης των σχέσεων με την Τουρκία και η επίλυση των διαφορών με διάλογο ως επιλογή με αυτόνομη αξία. Οι δηλώσεις του υπουργού Άμυνας και στρατηγών, μάς βλάπτουν. Φαίνεται ότι οι Τούρκοι δεν τις παίρνουν στα σοβαρά, προς το παρόν. Όμως η αναφορά και μόνο στο ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου από τον εκπρόσωπο των ΑΝΕΛ, που θα εμπόδιζε να έρθει η Συμφωνία των Πρεσπών στην ελληνική βουλή, είναι άκρως επικίνδυνη. Δεύτερον, μπορούν να παγώσουν κάποιες από τις συναντήσεις με προβληματικούς, ως προς τις σχέσεις τους με άλλες χώρες της περιοχής, συμμάχους ή και να ματαιωθούν, ή έστω να είναι τυπικές. Η επίσκεψη του πρωθυπουργού, αυτή τη στιγμή, στην Ιερουσαλήμ εμπίπτει σ΄ αυτό. Τρίτον, η σχέση της χώρας με τις ΗΠΑ απαιτεί επίσης περισσότερη επεξεργασία. Κυρίως δεν πρέπει να επιτραπεί να εκλαμβάνεται ως απειλή άλλου ή εμπόδιο ανάπτυξης σχέσεων με χώρες όπως, π.χ., το Ιράν ή και η Ρωσία, ή επηρεασμού της αυτόνομης πολιτικής μας έναντι, π.χ., της Τουρκίας. Μπορεί ο Τραμπ να λέει ότι δεν θέλει να είναι πλέον οι ΗΠΑ «χωροφύλακας του κόσμου», αλλά έστω και «απρόθυμος» δεν βγάζει τη στολή. Τέταρτον, η επιλογή ότι το ενεργειακό «πιέζει» για λύση του Κυπριακού κ.τ.λ. Έχει μεγάλες απαιτήσεις, διαφορετικά προκαλεί ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και εμπεριέχει κινδύνους. Απαιτεί, όμως, και επίλυση του Κυπριακού και άρα η ελληνική πλευρά, με βάση το ναυάγιο του Κραν Μοντάνα και τη γνώση των παραγόντων που το προκάλεσαν, δεν ακολουθεί τις επιλογές Αναστασιάδη, όταν δεν συμφωνεί.
Συμπερασματικά επιβάλλεται, στο διαταραγμένο και σύνθετο περιβάλλον που κινούμαστε, περισσότερη προσοχή και πρόνοια, περιφρούρηση των αυτόνομων στοιχείων της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, που εργάζεται, και επιτυχώς μάλιστα, για τη σταθερότητα και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.
Παύλος Κλαυδιανός