«Ο Κούντερα δεν πιστεύει ούτε στον άνθρωπο ούτε στο μέλλον του. Κι όμως, αγαπάει τη ζωή. Να γελάει και να την περιγελάει. Οταν τον σκέφτομαι, βλέπω έναν άνθρωπο που γελάει. Υπάρχει ηδονή, απόλαυση, ακόμα και κάποια ομορφιά στην απόλυτη απουσία ελπίδας που τον διακρίνει»
Ο Μίλαν Κούντερα απεχθανόταν καθετί που αρχίζει από «βιο- («βιογράφος», «βιογραφία»), γράφει η δημοσιογράφος και συγγραφέας Φλοράνς Νουαβίλ στο βιβλίο της «Μίλαν Κούντερα, Γράψιμο… Τι ιδέα κι αυτή!», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία σε μετάφραση του Γιάννη Η. Χάρη. Γιατί αποφάσισε να γράψει το βιβλίο αυτό η συγγραφέας και φίλη του μεγάλου Τσέχου συγγραφέα και διανοητή; «Θα βρει λοιπόν κανείς εδώ μερικά τούβλα κάτω από τον χαρτοπόλεμο. Ομορφιές, αινίγματα που συγκεντρώθηκαν με έναν και μόνο σκοπό: να γεννήσουν την επιθυμία να (επαν)ανακαλύψει κανείς έναν από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του 20ού αιώνα. Αυτόν τον μετρ της ειρωνείας και της διάλυσης της αυταπάτης, που δεν έπαψε να μας δείχνει με τι αστεία -σχέδια, ουτοπίες, αιτίες, θρησκείες, πάθη…-τρέφουμε όλα μας τα όνειρα κι όλα μας τα ψέματα».
Η Νουαβίλ «εκτινάσσεται» στον χρόνο, περιγράφει ανάγλυφα τα παιδικά χρόνια του Κούντερα, κάνει στάσεις-σταθμούς στη ζωή του και στους τόπους που έζησε και συνεχώς επιστρέφει στο Παρίσι, στο διαμέρισμα της οδού Ρεκαμιέ όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια και εκεί τον συναντούσε.
Η αρρώστια του, η νόσος Αλτσχάιμερ, είχε επιδεινωθεί τον τελευταίο καιρό. Η Νουαβίλ τον επισκέπτεται και εκείνος τη ρωτά: «Με τι ασχολείστε;» και εκείνη του απαντά: «Ε, λοιπόν, Μίλαν… Γράφω…». Το κατάπληκτο βλέμμα του την ξάφνιασε και η απάντησή του έδωσε τον τίτλο του βιβλίου της: «Γράψιμο… Τι ιδέα κι αυτή!».
Η συγγραφέας ανατρέχει συχνά στα βιβλία του με σπαράγματα που απαντούν στους επικριτές του Κούντερα που του καταλογίζουν ότι επιμένει να διαχωρίζει τη ζωή από το έργο του βασιζόμενοι στο συνεχώς επαναλαμβανόμενο μότο του: «Ξεχάστε τη ζωή μου. Ανοίξτε τα βιβλία μου». Κατά τη Νουαβίλ όλα υπάρχουν στα βιβλία του, η ζωή του έχει διαποτίσει τις σελίδες του.
Και έτσι, «βουτάμε» αρχικά στην παιδική του ηλικία και αναδυόμαστε στο Μπρνο, την πρωτεύουσα της Μοραβίας, την Πρωταπριλιά του 1929, όπου γεννήθηκε. Στην τότε νεοσύστατη Τσεχοσλαβακία ο μελλοντικός συγγραφέας μαθαίνει πιάνο από τον πατέρα του, Λούντβικ, που ήταν μαθητής και φίλος του σπουδαίου συντοπίτη του συνθέτη Λέος Γιάνατσεκ. Ομως μαγεύεται από τη «μεγάλη τετράδα» των Κεντροευρωπαίων συγγραφέων Ρόμπερτ Μουζίλ, Χέρμαν Μπροχ, Βίτολντ Γκομπρόβιτς και Φραντς Κάφκα. Θεωρεί τον εαυτό του κληρονόμο τους και ενστερνίζεται δημιουργικά τα τέσσερα κοινά χαρακτηριστικά τους: «χτίζουν το έργο τους σ’ έναν κόσμο σε απόλυτη εγκατάλειψη, δεν το βάζουν κάτω μπροστά σε τίποτα, όπλο τους είναι ο χλευασμός, θέλουν να είναι απολύτως μοντέρνοι».
Τον Σεπτέμβριο του 1947 γράφεται στο Τμήμα Λογοτεχνίας και Αισθητικής της Σχολής Καλών Τεχνών της Πράγας. Ομως, τον Φεβρουάριο του 1948 όλα αλλάζουν. Γίνεται το «Πραξικόπημα της Πράγας» και η χώρα του πέρασε στο μπλοκ των ανατολικών χωρών που ελέγχει ασφυκτικά η ΕΣΣΔ. Ο Κούντερα καυτηριάζει την ανελευθερία και διαγράφεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Εξήντα χρόνια μετά θα εξομολογηθεί στη Νουαβίλ «όχι ότι πιστεύει ακόμα στον κομμουνισμό αλλά ότι, κατά κάποιον τρόπο, καλά έκανε και πίστεψε. Οτι το κομμουνιστικό όνειρο μεταλλάχθηκε σε ολοκληρωτισμό θα μείνει γι’ αυτόν παντοτινά μια ανοιχτή πληγή».
Πρόσωπο-κλειδί για την «αποκάλυψη» του μετέπειτα αληθινού Μίλαν Κούντερα είναι η δεύτερη σύζυγός του, η εκφωνήτρια ειδήσεων Βέρα Χραμπάνκοβα και μόνιμη δακτυλογράφος των βιβλίων του. Εζησαν μαζί πενήντα χρόνια δεμένοι, ταυτισμένοι και αδιαχώριστοι.
Στα σημαντικά ντοκουμέντα που παραθέτει η Νουαβίλ εμπεριέχονται φάκελοι της μυστικής αστυνομίας που παρακολουθούσε τον Κούντερα με λεπτομερείς περιγραφές, πριν αυτός «αποδράσει» στη Γαλλία. Κατάφερε να φύγει με τη βοήθεια του εκδότη του Κλοντ Γκαλιμάρ που του βρήκε μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Ρεν. Στις 20 Ιουλίου του 1975 ο Μίλαν και η Βέρα ταξιδεύουν με το αυτοκινητάκι τους προς τον ελεύθερο κόσμο. Και από τότε και μετά αρχίζει το δεύτερο μισό της ζωής τους. Εχουν ήδη κυκλοφορήσει στη Δύση τα βιβλία του «Το αστείο», «Γελοίοι έρωτες», «Το βαλς του αποχαιρετισμού», «Η ζωή είναι αλλού». Το 1984 κυκλοφορεί «Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» και η φήμη του Κούντερα εκτοξεύεται σε όλο τον κόσμο. Ακολουθούν «Η τέχνη του μυθιστορήματος», «Η αθανασία», «Οι προδομένες διαθήκες», «Η βραδύτητα», «Η ταυτότητα», «Η άγνοια», «Ο πέπλος», «Συνάντηση», «Η γιορτή της ασημαντότητας». Ολα μεταφρασμένα στα ελληνικά από τον εξαιρετικό μεταφραστή Γιάννη Η. Χάρη, αρθρογράφο επί πολλά χρόνια στην «Εφημερίδα των Συντακτών», που λίγο πριν φύγει από τη ζωή παρέδωσε στην Εστία και τη μετάφραση του βιβλίου της Φλοράνς Νουαβίλ.
Πολλά είναι τα σημεία που κεντρίζουν την προσοχή του αναγνώστη για το έργο και τη φιλοσοφία του Τσέχου συγγραφέα, που επάξια κερδίζει μια θέση στο πάνθεον των μεγάλων Κεντροευρωπαίων συγγραφέων, σ’ αυτό το τόσο καλογραμμένο και διεισδυτικό βιβλίο. Κλείνοντας όμως αυτό το κείμενο διαλέγω τη «συμβουλή σε νέους καλλιτέχνες που αμφιβάλλουν»: «Τι συμβαίνει όταν ένας άντρας ή μια γυναίκα θέλει να κάνει κάτι που δεν είναι σύγχρονο με την εποχή του; Αν ζούσε σήμερα ο Χριστόφορος Κολόμβος θα ήταν διευθυντής σε ταξιδιωτικό πρακτορείο; Ο Σέξπιρ θα έγραφε για το Χόλιγουντ; Πρέπει να συνεχίσει, απλούστατα. Γύρω μου είναι πολλοί νέοι ειλικρινείς και ταλαντούχοι, μια σκηνοθέτρια, ένας δραματουργός, μουσικοί κ.ά., που τραβάν τον διάολό τους για να τα βγάλουν πέρα. Τους συμβουλεύω να διαβάσουν την “Αθανασία”. Για να τους βοηθήσει να συνεχίσουν. Για να πατήσουν καλά στα πόδια τους. Χωρίς να πολυπαίρνουν στα σοβαρά ούτε τον εαυτό τους ούτε τον κόσμο γύρω τους».
Κυριακή Μπεϊόγλου
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ