Μεσημέρι Πέμπτης, 12 Αυγούστου 2004. Στο Ολυμπιακό χωριό, παρά τη ζέστη, επικρατεί έντονη κινητικότητα. Μένουν άλλωστε λίγες ώρες μέχρι την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν είναι όμως η τελετή που απασχολεί τα περισσότερα μέλη της ελληνικής αποστολής, αλλά ο συναγερμός που έχει σημάνει. Υψηλόβαθμα στελέχη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και της WADA (Παγκόσµιος Οργανισµός Αντιντόπινγκ) τους έχουν διαμηνύσει ότι η υπομονή τους εξαντλείται. Απαιτούν την άμεση εμφάνιση του Κώστα Κεντέρη και της Κατερίνας Θάνου. Παρά τις επίμονες προσπάθειες, ουδείς μπορεί να τους εντοπίσει. Ξαφνικά, στην είσοδο Α’ εμφανίζονται οι δύο Έλληνες πρωταθλητές. Περιμένουν σκυφτοί, με τα τζόκεϊ κατεβασμένα, μέχρι να ολοκληρωθεί ο έλεγχος των διαπιστεύσεων. «Σαν τρομαγμένα περιστέρια», τους περιγράφει αργότερα ο υπαρχηγός της ελληνικής αποστολής, Μανώλης Κολυμπάδης.
Ένας εθελοντής τους πλησιάζει για φωτογραφία. Η Θάνου χαμογελά αμήχανα, ο Κεντέρης δεν σηκώνει καν το βλέμμα του από το έδαφος. Προφανώς δεν γνωρίζουν ούτε και οι ίδιοι τι να περιμένουν. Έχουν άλλωστε καταγραφεί δύο non-show (δεν εμφανίστηκαν σε δύο διαδοχικές κλήσεις για έλεγχο ντόπινγκ) και ένα τρίτο non-show θα συνεπαγόταν αποκλεισμό τους από τη διοργάνωση. Κάτι που εκείνες τις ώρες φαντάζει ως το πιο καταστροφικό σενάριο, καθώς αμφότεροι συγκαταλέγονται στα ακλόνητα φαβορί για μετάλλιο. Ο Κεντέρης εξάλλου ήταν το καλά κρυμμένο μυστικό της τελετής έναρξης: ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος που θα άναβε τον βωμό. Σύμφωνα με το σχεδιασμό του Δημήτρη Παπαϊωάννου, θα διέσχιζε τα τελευταία μέτρα “ιπτάμενος”, με τη βοήθεια ειδικών σχοινιών. Ο Κεντέρης όμως δεν έμελλε να πάρει μέρος ούτε στην τελευταία πρόβα, ούτε βέβαια και στην τελετή έναρξης. Δεν πρόλαβε καν να περπατήσει στην οδό του Ολυμπιακού χωριού που φέρει το όνομά του, η οποία κατά σατανική σύμπτωση διασταυρώνεται με την οδό Αικατερίνης Θάνου.
Αμέσως μετά την άφιξή τους, οι υπεύθυνοι της ΔΟΕ μαθαίνουν πως οι περιζήτητοι Έλληνες αθλητές έχουν φτάσει στο χωριό και δίνουν εντολή για άμεσο έλεγχο. Ο επικεφαλής μάλιστα της WADA, Ντικ Πάουντ, που εκείνην την ώρα συνομιλεί με δημοσιογράφους σχετικά με την υπόθεση των Αμερικανών που επίσης αρνήθηκαν να περάσουν από έλεγχο, επιβεβαιώνει ότι είναι ζήτημα λεπτών να ελεγχθούν τα δείγματα του Κεντέρη και της Θάνου. Γρήγορα όμως γίνεται ζήτημα ωρών, καθώς οι δύο “χρυσές ελπίδες” της χώρας εξαφανίζονται από το χωριό.
Σύμφωνα με την αρχική εκδοχή οι δύο αθλητές, μετά την πρώτη τους εμφάνιση στο χωριό, πήγαν για μασάζ κι έκλεισαν τα κινητά τους προκειμένου να χαλαρώσουν· σύμφωνα με μιαν άλλη, κατευθύνθηκαν στο σπίτι του Κεντέρη για ένα ντους και αποκοιμήθηκαν λόγω της κούρασης. Στα δημοσιογραφικά γραφεία ήδη από τις πρώτες απογευματινές ώρες κυκλοφορεί η φημολογία ότι οι δύο αθλητές έχουν εμπλακεί σε αυτοκινητιστικό. Ο εκλιπών αθλητικογράφος Φίλιππος Συρίγος κατέθεσε στον εισαγγελέα τη μαρτυρία του για εκείνη τη μέρα, επιβεβαιώνοντας ότι γνώριζε την πληροφορία περί σχεδιαζόμενου τροχαίου αρκετές ώρες πριν αυτό συμβεί.
Όπως κατέθεσαν αργότερα οι εμπλεκόμενοι, ο προπονητής τους Χρήστος Τζέκος θα τους ειδοποιήσει γύρω στις 21:30 κι εκείνοι θα ξεκινήσουν εσπευσμένα άλλη μια φορά για το Ολυμπιακό χωριό. Η προθεσμία εμφάνισής τους για τον έλεγχο είχε βέβαια λήξει από τις 19:15 αλλά, όπως είπαν αργότερα, έσπευσαν προκειμένου να διαφυλάξουν την αθλητική τους υπόληψη. Δυστυχώς όμως για την αθλητική τους υπόληψη και δυστυχέστερα για τα όνειρα των Ελλήνων που αδημονούσαν να ανατριχιάσουν ακούγοντας τον εθνικό ύμνο, η μηχανή του Κεντέρη θα γλιστρήσει στα λάδια που ένας “ασυνείδητος” είχε ρίξει στο δρόμο. Οι αθλητές μεταφέρονται από τη Γλυφάδα στο ΚΑΤ, όπου μεταβαίνει σοκαρισμένος και ο προπονητής τους, Χρήστος Τζέκος. «Η αλήθεια θα λάμψει» λέει στους δημοσιογράφους, οι οποίοι λίγο αργότερα θα πληροφορηθούν από τον πρόεδρο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Στίβου (ΣΕΓΑΣ), Βασίλη Σεβαστή, ότι «ο τραυματισμός των Ελλήνων πρωταθλητών δεν είναι σοβαρός, αλλά παραμένει ασαφές αν θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η ψυχολογική τους κατάσταση δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, οι ιατρικές εξετάσεις συνεχίζονται και θα παραμείνουν στο νοσοκομείο όλη νύχτα». Το ατύχημα επιβεβαιώνεται από τον τότε υπουργό Υγείας, Νικήτα Κακλαμάνη. Το πρωί ο Κεντέρης αποχωρώντας από το νοσοκομείο κάνει τη σιβυλλική δήλωση: «Μετά τη σταύρωση, έρχεται η ανάσταση». Στα χρόνια που μεσολάβησαν χωρίς να ακούσουμε τη φωνή του, δεν μάθαμε ούτε ποιος σταυρώθηκε, ούτε ποιος αναστήθηκε.
Λίγες μέρες μετά, η απουσία του Κεντέρη θα πέσει σαν βαριά και ασήκωτη σκιά πάνω από το κατάμεστο ΟΑΚΑ. Κατά τη διάρκεια του τελικού των 200 μέτρων, οι Έλληνες θεατές σπεύδουν να εκδώσουν αθωωτική απόφαση για τον εκπεσόντα αστέρα, αποδοκιμάζοντας τους αθλητές που έτρεχαν στον τελικό και φωνάζοντας ρυθμικά «Κε-ντέ-ρης, Κε-ντέ-ρης».
Έπειτα από επτά χρόνια, την ετυμηγορία των Ελλήνων φιλάθλων θα συνυπογράψει και το Τριμελές Εφετείο, που κρίνει αθώους τόσο τους δύο Ολυμπιονίκες, Κώστα Κεντέρη και Κατερίνα Θάνου, όσο και τον προπονητή τους Χρήστο Τζέκο για την υπόθεση του τροχαίου, αν και πρωτοβάθμια είχαν καταδικαστεί σε πολύμηνη φυλάκιση. Για την ιστορία, το ίδιο δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Τζέκο για κατοχή παράνομων ουσιών (εφεδρίνη και ανδρογόνα στεροειδή) και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών με τριετή αναστολή. Ο ίδιος διαφήμιζε μέσω της ιστοσελίδας του (που πλέον είναι ανενεργή) την εισαγωγή διατροφικών συμπληρωμάτων για αθλητές.
Η κοινή γνώμη παρακολουθεί μουδιασμένη, αλλά απορροφά τους κραδασμούς πριν καλά καλά επουλωθούν τα θλαστικά τραύματα των δύο πρωταθλητών. Βρισκόμαστε άλλωστε στον κολοφώνα μιας απροσδόκητης ελληνικής belle époque. Ο λαός βιώνει μια κατάσταση συλλογικής μέθης και κανείς δεν μοιάζει διατεθειμένος να φύγει από το πάρτι. Ένα πάρτι που ξεκίνησε όταν η καλλίπυγος τότε Έλενα Παπαρίζου κέρδιζε τη Eurovision, συνεχίστηκε στο Euro με τον Ζαγοράκη να σηκώνει την κούπα στον ουρανό της Λισαβόνας και έμοιαζε να ολοκληρώνεται θριαμβικά με τη διοργάνωση των Ολυμπιακών στην Αθήνα. Εκεί το πάρτι συνεχίζεται, έστω και χωρίς όλους τους επίτιμους καλεσμένους.
Τα μετάλλια έρχονται το ένα μετά το άλλο: 16 συνολικά, 6 εκ των οποίων χρυσά. Όσοι τολμούν να κάνουν λόγο για ντόπινγκ, ακόμη και με τις ενδείξεις πανίσχυρες μπροστά στα μάτια όλων, αντιμετωπίζονται περίπου ως εθνικοί μειοδότες. Το αθλητικό θαύμα που είχε ξεκινήσει από τους Αγώνες της Ατλάντα του 1996 και είχε μεγεθυνθεί στο Σίδνεϊ πρέπει να ολοκληρωθεί εμφατικά στην Αθήνα. Ουδείς βέβαια αναρωτιέται δημοσίως για την απότομη καμπή της σχετικής καμπύλης των μεταλλίων. Πώς γίνεται μια χώρα που κατακτούσε 1-2 μετάλλια (συνήθως κανένα) να εκτοξεύεται ξαφνικά στα 8 το 1996, στα 13 το 2000 και στα 16 το 2004;
Η χρυσή Ολυμπιονίκης Φανή Χαλκιά, μετά την κούρσα των 400 μέτρων μετ’ εμποδίων που την φέρνει στην κορυφή του κόσμου, δίνει εκστασιασμένη τη δική της ερμηνεία: «Ήθελα οι Έλληνες να είναι ψηλά, όπως χιλιάδες χρόνια πριν, έτσι και τώρα. Έτσι και πάντα». Στο φόντο ο Σαββόπουλος τραγουδά «Εθνική Ελλάδος γεια σου». 75.000 θεατές στις κερκίδες παραληρούν. «Είμαστε γεννημένοι για να είμαστε πρώτοι», συνεχίζει η Ολυμπιονίκης. «Και μέσα στα κύτταρά μας κουβαλάμε έστω λίγη από την ιστορία των προγόνων μας». Είναι θέμα DNA λοιπόν. Απλώς άργησε μερικούς αιώνες να βγει στην επιφάνεια. Κανείς δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για τις ερμηνείες. Οι Έλληνες συνωθούνται στους δρόμους ανεμίζοντας τις γαλανόλευκες πάνω από κάμπριο.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, σε κάθε άλλο παρά πανηγυρικό κλίμα, η Φανή Χαλκιά θα ανακοινώσει από το Πεκίνο ότι δεν πρόκειται να λάβει μέρος στους επικείμενους Ολυμπιακούς, καθώς το πρώτο δείγμα της βρέθηκε θετικό στην ουσία μεθυλτριενολόνη (Μ3). Μια ακόμη σύμπτωση: η ίδια ουσία είχε ανιχνευτεί στα δείγματα 14 Ελλήνων αθλητών σε παλαιότερους ελέγχους. «Με θλίβει το γεγονός», δηλώνει από την κινεζική πρωτεύουσα η Χαλκιά. «Δεν μπορώ να υπηρετήσω τη χώρα μου. Είναι μεγάλο το πλήγμα. Είμαι πολύ σοκαρισμένη. Έχουμε καθαρό αθλητισμό και θα το λέω μέχρι να πεθάνω. Δεν σκέφτηκα ούτε μια στιγμή να εγκαταλείψω αυτό που αγαπάω. Θα συνεχίσω, όσο τα πόδια μου είναι γερά και με κρατάνε». Οι πιο παρατηρητικοί θα θυμούνται ότι η Χαλκιά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Εγκατέλειψε τον αθλητισμό και αφοσιώθηκε στα καθήκοντα της υποσμηναγού της Πολεμικής Αεροπορίας και σε περιστασιακές εμφανίσεις σε τηλεοπτικά σόου. Τον Φεβρουάριο του 2016, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων την απαλλάσσει από όλες τις σχετικές κατηγορίες, καθώς κρίνει ότι τόσο η Ελληνίδα πρωταθλήτρια, όσο και ο προπονητής της Γιώργος Παναγιωτόπουλος «έπεσαν θύματα κυκλώματος νοθευμένων σκευασμάτων».
Εκτός από δικαιωμένη στο δικαστήριο, η Ελληνίδα πρώην αθλήτρια και νυν αξιωματικός θα αισθάνεται δικαιωμένη και για τη δήλωσή της σχετικά με τα κύτταρα και την ιστορία των προγόνων μας. Πράγματι, οι πρόγονοί μας ήταν οι πρώτοι διδάξαντες όσον αφορά το ντοπάρισμα. Τότε βέβαια δεν υπήρχε ούτε μεθυλτριενολόνη, ούτε ερυθροποιητίνη, οπότε κατέφευγαν σε πιο φυσικές ουσίες. Οι αθλητές λάμβαναν διατροφικά συμπληρώματα και παρασκευάσματα, στα οποία συμπεριλαμβανόταν συχνά κρέας (ταύρου ή χοίρου), μανιτάρια, ξηρά σύκα αλλά και διάφορα αφεψήματα, οι συνταγές των οποίων παρέμεναν μυστικές για ευνόητους λόγους. Χαρακτηριστικό είναι ότι στους ελπιδοφόρους αθλητές έδιναν το κρέας του τελευταίου κόκορα που επιβίωνε στις κοκορομαχίες, καθώς περιείχε αυξημένη τεστοστερόνη. Υπάρχουν επίσης αναφορές για λήψη ενός μίγματος κρασιού με στρυχνίνη (σε μικρές βέβαια ποσότητες). Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της αρχαιότητας δεν είχε πιαστεί ουδείς. Τα αντιντόπινγκ τεστ ξεκίνησαν αρκετούς αιώνες αργότερα.
Το 1984 στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, οι Έλληνες φίλαθλοι θα βιώσουν το πρώτο ισχυρό σοκ και ουσιαστικά θα μάθουν τι σημαίνει ντόπινγκ (στο περίπου). Το δείγμα της ακοντίστριας Άννας Βερούλη βρίσκεται θετικό σε χρήση ναδρολόνης. Μία από τις ελάχιστες ελπίδες της χώρας για μετάλλιο (ταξίδεψε στις ΗΠΑ ως 1η στο Πανευρωπαϊκό και τους Μεσογειακούς και 3η στο Παγκόσμιο) αποκλείεται από τη συνέχεια των αγώνων. Η επιστροφή της Βερούλη στην Αθήνα συνοδεύεται από έντονη συνωμοσιολογία και διαρροές περί ενδεχόμενης δολιοφθοράς. Στην ίδια ουσία όμως βρίσκεται θετικός και ο αρσιβαρίστας Σεραφείμ Γραμματικόπουλος, ο οποίος επίσης αποκλείεται από τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες, ενώ πριν από τους αγώνες συλλαμβάνονται θετικοί οι αθλητές του στίβου Δημήτρης Δεληφώτης και Κλεάνθης Ιερισσιώτης καθώς και ο αρσιβαρίστας Δημήτρης Ζαρζαβατσίδης. Τα κρούσματα αυτά, με προεξάρχον εκείνο της Βερούλη, προκαλούν έντονες συζητήσεις, οι οποίες ως συνήθως μένουν σε θεωρητικό επίπεδο.
Ο εξειδικευμένος σε θέματα ντόπινγκ γιατρός Σταύρος Χάντζος θα δηλώσει αργότερα ότι το συστηματικό ντόπινγκ στη χώρα μας ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ο Χάντζος επιμένει να απευθύνει μονότονα το ίδιο ερώτημα σε αξιωματούχους και υπευθύνους: «Υπάρχει κρατικό ντόπινγκ στην Ελλάδα, ειδικά κατά την περίοδο 1982-2008;». Όπως σωστά υποθέτετε, απάντηση δεν έχει ακόμα λάβει.
Έκτοτε τα κρούσματα αυξάνονται, αλλά δεν καταγράφονται περιστατικά κατά τη διάρκεια Ολυμπιακών διοργανώσεων. Πολυάριθμοι Έλληνες αθλητές, βέβαια, συλλαμβάνονται ντοπέ πριν ή μετά τους αγώνες, οπότε δεν προσμετρούνται στις συγκεκριμένες λίστες. Φυσικά, η στατιστική δεν αρκεί για να αναδείξει το μέγεθος του προβλήματος, καθώς είναι ακόμα περισσότερες οι περιπτώσεις αθλητών που δεν κατεβαίνουν σε αγώνες προφασιζόμενοι τραυματισμούς, ή διακρίνονται σε περιόδους που τα τεστ δεν ανίχνευαν συγκεκριμένες ουσίες.
Μία από αυτές τις περιπτώσεις αφορά στην περίπτωση της βαδίστριας Αθανασίας Τσουμελέκα, η οποία τερμάτισε πρώτη στα 20 χιλιόμετρα βάδην το 2004. Δείγμα που έδωσε στο Πεκίνο τέσσερα χρόνια αργότερα και είχε βρεθεί καθαρό, επανεξετάστηκε τον Ιανουάριο του 2009. Η πολιτική της κατάψυξης των δειγμάτων ξεκίνησε όταν οι υπεύθυνοι για τους ελέγχους συνειδητοποίησαν ότι το αντιντόπινγκ πάντα θα βρίσκεται ένα βήμα πίσω από το ντόπινγκ. Το κατεψυγμένο δείγμα της Τσουμελέκα περιείχε την ουσία CERA, μια εξελιγμένη μορφή της ερυθροποιητίνης, η οποία αυξάνει τις αντοχές των αθλητών. Τόσο ο ΣΕΓΑΣ όσο και η IAAF (Διεθνής Ομοσπονδία Στίβου) ανακοίνωσαν τον διετή αποκλεισμό της, αλλά η Ελληνίδα πρωταθλήτρια αποσύρθηκε από την ενεργό δράση με μια ηχηρή δήλωση. «Είμαι πολύ δυσαρεστημένη με την κατάσταση που επικρατεί διεθνώς σε θέματα ντόπινγκ. ΕΓΩ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΑΛΛΟ ΤΕΤΟΙΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΙΣΜΟ», έγραψε μεταξύ άλλων. Έξι χρόνια αργότερα το Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι και αυτή η πρωταθλήτρια μας και αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ήταν αθώα. Χαρακτηριστικό είναι βέβαια ότι όλες αυτές οι αθωωτικές ετυμηγορίες της ελληνικής δικαιοσύνης δεν έχουν επηρεάσει καμία από τις ειλημμένες αποφάσεις της WADA, της ΔΟΕ και των αρμόδιων ομοσπονδιών.
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση της Πηγής Δεβετζή, η οποία είχε κατακτήσει το αργυρό μετάλλιο στο τριπλούν το 2004 και το χάλκινο στο ίδιο αγώνισμα το 2008. Μετά από επανεξέταση, βρέθηκε θετικό ένα δείγμα της, το οποίο λήφθηκε κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος της Οζάκα το 2007 και επανελέγχθηκε τον Νοέμβριο του 2015. Κανένα από τα ολυμπιακά μετάλλια της Δεβετζή δεν επιστράφηκε, αλλά η σκιά πάνω από τον κλασικό αθλητισμό της χώρας που έμοιαζε να απομακρύνεται (μαζί με τις διακρίσεις), επανήλθε. Ενδιάμεσα πάντως, το 2010, η Δεβετζή είχε τιμωρηθεί με διετή αποκλεισμό επειδή αρνήθηκε να δώσει δείγμα σε αιφνίδιο έλεγχο. Αργότερα αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Και αυτή η πρωταθλήτρια δήλωσε άγνοια για το ζήτημα, αλλά και εμπιστοσύνη στο κοινό που δεν πιστεύει τις «γελοίες διαδόσεις».
Η χαρακτηριστική δήλωσή της στην εκπομπή Καλημερούδια: «Δεν σταμάτησα τον αθλητισμό γι’ αυτούς τους λόγους ή για κάποιο θέμα. Σταμάτησα γιατί μεγάλωσα και δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο. Βγήκε μία είδηση, χωρίς να έχω στοιχεία στα χέρια μου. Δεν με στενοχώρησε γιατί είναι ένα θέμα που εγώ ξέρω καλά τι συμβαίνει. Ξέρω ότι είμαι OK σε όλο αυτό. Η στήριξη του κόσμου είναι απίστευτη και κανείς δεν το έχει πιστέψει αυτό επειδή είναι γελοίο. Κάνω αθλητισμό από τα τέσσερά μου χρόνια, δεν νομίζω πως υπάρχει κάτι που μπορεί να σε κάνει superman. Δεν έχω διαβάσει τίποτα από όλα αυτά που γράφονται». Σε ανύποπτη στιγμή και χωρίς προσωπικές νύξεις, ο γιατρός Χάντζος είχε πει: «Στην Ελλάδα κανείς δεν ντοπάρεται. Μόνο συλλαμβάνονται». Απλώς αφήνουμε τη δήλωσή του εδώ και πάμε παρακάτω.
Στο παλμαρέ των εγχώριων κρουσμάτων ντόπινγκ προστίθενται και δύο μετεγγραφές: οι “Ελληνοαμερικανοί” Derek Nicholson και Andrew Brack, οι οποίοι ταξίδεψαν μέχρι την Αθήνα το 2004 για να συμμετάσχουν στη νεότευκτη εθνική ομάδα baseball. Βρέθηκαν όμως θετικοί σε παράνομες ουσίες και αποχώρησαν με το επόμενο αεροπλάνο. Πριν τους αγώνες του Πεκίνου θετικοί βρέθηκαν ο σπρίντερ Τάσος Γούσης και ο Δημήτρης Ρέγας, οι οποίοι επέστρεψαν στα κουλουάρ αφού εξέτισαν την ποινή τους. Αντίστοιχη ήταν η πορεία του άλτη του ύψους Δημήτρη Χονδροκούκη, ο οποίος πιάστηκε θετικός στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου το 2012, αλλά επανήλθε πέρυσι με την Εθνική Κύπρου. Ντοπέ έχουν πιαστεί εκτός Ολυμπιακών αγώνων και άλλοι Έλληνες αθλητές (ενδεικτικά: οι επικοντιστές Κώστας Φιλιππίδης και Σταύρος Κουρουπάκης, οι σφυροβόλοι Χρήστος Πολυχρονίου και Χαράλαμπος Αρσωνιάδης, ο ακοντιστής Γερβάσιος Φιλιππίδης, ο δρομέας Τηλέμαχος Ρούτας, οι αθλήτριες μεσαίων αποστάσεων Μαρία Παπαδοπούλου και Φωτεινή Δαγκλή κ.ά). Κρούσματα εντοπίζονται και εκτός στίβου, όπως π.χ. ο ποδηλάτης Γιάννης Ταμουρίδης, ο κολυμβητής Γιάννης Δρυμωνάκος, αλλά και πολυάριθμοι ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες κ.ά. (το ντόπινγκ στα ομαδικά αθλήματα είναι ένα άλλο, πολυσέλιδο κεφάλαιο, το οποίο υποσχόμαστε να ανοίξουμε σύντομα).
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του σπρίντερ Χριστόφορου Χοΐδη, τον οποίον επίσης προπονούσε ο Χρήστος Τζέκος. Όταν τον Ιούνιο του 2005 ο Χοΐδης βρέθηκε θετικός στην ουσία ταμοξιφαίνη, ισχυρίστηκε ότι οφειλόταν στα υπολείμματα ενός φαρμάκου για την τριχόπτωση, χωρίς όμως να πείσει τους ιθύνοντες του ΣΕΓΑΣ, οι οποίοι τον τιμώρησαν με διετή αποκλεισμό από τους αγώνες. Παραπέμφθηκε μάλιστα σε δική, η οποία ολοκληρώθηκε το 2009, με το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών να τον κρίνει αθώο.
Η Ελλάδα μέχρι τους Αγώνες του Λονδίνου κρατούσε την πρώτη θέση στη σχετική λίστα με τους αθλητές που βρέθηκαν θετικοί εντός αγώνων. Πλέον μας ξεπέρασαν οι Ρώσοι, αλλά λόγω του αποκλεισμού της ομάδας στίβου της ομόδοξης χώρας, διατηρούμε ελπίδες για επάνοδο στην κορυφή. (Στον σχετικό πίνακα [IV]Ο πίνακας με τα κρούσματα ντόπινγκ ανά χώρα από το 1968 ως το 2012 φαίνεται να προηγείται η Αυστρία, αλλά αυτό συμβαίνει καθώς αθροίζονται και τα κρούσματα ντόπινγκ σε Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες).
Στα αποδυτήρια και τα γυμναστήρια ακούγεται συχνά πυκνά το χυδαίο κλισέ «ντοπέ είναι όποιος πιάνεται». Δυστυχώς, η πραγματικότητα έρχεται να το επιβεβαιώσει. Ντοπάρονται όμως όλοι; προκύπτει αβίαστα η απορία. «Εντάξει, όχι και όλοι» μας είπε πρώην αθλητής του στίβου. «Αλλά αν θέλεις να κάνεις πρωταθλητισμό χωρίς χημική βοήθεια, θα δυσκολευτείς αρκετά», κατέληξε χαμογελώντας με νόημα. Το inside story επικοινώνησε με δεκάδες αθλητές, αλλά ούτε ένας δεν θέλησε να μιλήσει επώνυμα για παράνομες ουσίες. Ένας μάλιστα εξ αυτών δήλωσε θιγμένος από το γεγονός και μόνο του ρεπορτάζ: «Μόνο στην Ελλάδα γίνονται αυτά. Αντί οι δημοσιογράφοι να προάγουν τον αθλητισμό, τον πολεμάνε ανακυκλώνοντας ανυπόστατες φήμες. Τα media μεγεθύνουν ένα ανύπαρκτο πρόβλημα». Μια ματιά στα διεθνή πρωτοσέλιδα και στις μεγάλες ιστοσελίδες αρκεί για να πείσει τον αθλητή μας ότι το “πρόβλημα” αφενός δεν είναι ανύπαρκτο και αφετέρου δεν υποκινείται από τα μέσα ενημέρωσης. Άλλωστε τα ελληνικά ΜΜΕ και δη τα αθλητικά υπέθαλπταν υπό μία έννοια το φαινόμενο, αποφεύγοντας να αναφερθούν ευθέως σε αυτό και ανακυκλώνοντας τις θεωρίες συνωμοσίας.
Τον περασμένο Αύγουστο η βρετανική εφημερίδα Sunday Times απέκτησε πρόσβαση στα μυστικά αρχεία της WADA. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το ένα τρίτο των μεταλλίων σε αγωνίσματα αντοχής κέρδισαν αθλητές που είχαν δώσει ύποπτα δείγματα μεταξύ του 2001 και 2012 (δηλαδή στις τρεις τελευταίες διοργανώσεις Ολυμπιακών). Συνολικά τα ύποπτα δείγματα ανήκουν σε 800 αθλητές και σύμφωνα με το αποκλειστικό ρεπορτάζ “Φάκελος ντόπινγκ-Η Ελλάδα στο Top 10 του κόσμου” της Μαρίας Λούκα που δημοσιεύτηκε τότε στο ΒΗΜΑgazino, στη λίστα αυτή περιλαμβάνονται και δείγματα έξι Ελληνίδων και 15 Ελλήνων αθλητών. Η χώρα μας μάλιστα πλασάρεται σε καλή θέση στην πρώτη δεκάδα, καθώς τουλάχιστον ένα στα τέσσερα δείγματα (25,6%) βρέθηκε θετικό.
Στην Ελλάδα πάντως δεν ήταν πολλοί εκείνοι που ανατρίχιασαν όταν το 2008 δημοσιοποιήθηκε η εμπλοκή της εθνικής ομάδας άρσης βαρών σε ένα πρωτοφανούς έκτασης σκάνδαλο ντόπινγκ. Οι ψίθυροι που ξεκίνησαν να ακούγονται παράλληλα με τις πολλές διακρίσεις Ελλήνων και ελληνοποιημένων αθλητών γρήγορα μετατράπηκαν σε φωνές. Η πρώτη κραυγή όμως ακούστηκε το 2004, όταν ο Λεωνίδας Σαμπάνης πιάστηκε ντοπέ και του αφαιρέθηκε το χάλκινο μετάλλιο που είχε μόλις κερδίσει. Αμφότερα τα δείγματα του γεννημένου στην Κορυτσά της Αλβανίας αρσιβαρίστα βρέθηκαν θετικά σε τεστοστερόνη. Ενδεικτικό είναι ότι, με ανώτατο όριο το 6, οι τιμές των δειγμάτων του Σαμπάνη έφταναν το 12.
Με την υπόθεση Θάνου-Κεντέρη ακόμη ζεστή, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έριχναν μομφή συνολικά κατά των αθλητών της χώρας, αλλά ήταν σαφώς περισσότεροι όσοι απέδιδαν το περιστατικό σε διεθνή συνωμοσία. Ο Σαμπάνης ανέφερε σχετικά: «Θα ήθελα να δηλώσω σε όλους τους Έλληνες ότι ορκίζομαι στον Θεό και στα δυο μου παιδιά ότι δεν έχω πάρει ποτέ τέτοιου είδους ουσίες. Θα ήθελα να με πιστέψετε όλοι και να με στηρίξετε», ενώ βέβαιος για την αθωότητα του αθλητή του δήλωσε και ο προπονητής της εθνικής ομάδας, Χρήστος Ιακώβου. Δέκα χρόνια αργότερα ο νυν αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας και παράλληλα προπονητής της Εθνικής Ομάδας άρσης βαρών της Αλβανίας κατηγορήθηκε για εμπλοκή στο σκάνδαλο ντόπινγκ που ξέσπασε στη γείτονα μετά τους θετικούς ελέγχους δύο αρσιβαριστών. Όπως ισχυρίστηκε τότε ο πρόεδρος της Αλβανικής Ομοσπονδίας, Ελέζ Γκιόζα: «Υπεύθυνος για τα θετικά δείγματα των Αλβανών Ντανιέλ Γκοντέλι και Χουσεΐν Πουλάκου σε στανοζολόλη είναι ο Λεωνίδας Σαμπάνης, που είχε αναλάβει επίσημα θέση ομοσπονδιακού προπονητή της Αλβανίας και υπό τις οδηγίες του προπονούνταν οι αθλητές που βρέθηκαν θετικοί. Το συμβόλαιο με τον Σαμπάνη περιλάμβανε προπόνηση στο Ελληνικό Ολυμπιακό Κέντρο, ιατρική φροντίδα, αποκατάσταση και εγγύηση ότι δεν θα είχαν προβλήματα με ντόπινγκ».
Η υπόθεση Σαμπάνη ήταν η πρώτη μιας αλυσίδας κρουσμάτων η οποία ξετυλίχτηκε πλήρως λίγους μήνες πριν τους αγώνες του Πεκίνου το 2008. Τότε, μετά από έναν αιφνιδιαστικό έλεγχο της WADA, βρέθηκαν θετικά 11 από τα 13 δείγματα των αθλητών που ελέγχθησαν, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί ολόκληρη η Εθνική ομάδα από τους επικείμενους αγώνες (*ακόμη και οι δύο “αθώοι”). Και τα έντεκα δείγματα περιλάμβαναν μεγάλες ποσότητες της ουσίας Μ3 (μεθυλτριενολόνη) –αν κάτι σας θυμίζει είναι γιατί και η Ολυμπιονίκης Χαλκιά ήταν θετική στην ίδια ουσία. Εκτός όμως από μεθυλτριενολόνη, στα δείγματα των Ελλήνων ανιχνεύτηκε βουπρενορφίνη (μια ουσία που η WADA καταχωρεί ως “ναρκωτική”, καθώς λαμβάνεται από τοξικομανείς στο στάδιο της απεξάρτησης), αλλά και η αντιοιστρογόνος ορμόνη, η οποία χορηγείται σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού. Η σύνθεση του κοκτέιλ αυτού ανακοινώθηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Άρσης Βαρών, αλλά στη χώρα μας πέρασε μάλλον απαρατήρητη –εικάζουμε γιατί θα προκαλούσε περαιτέρω νομικές περιπλοκές σε ένα ήδη περίπλοκο και επίπονο ζήτημα.
*Λίγους μήνες αργότερα ο Τάσος Τριανταφύλλου, ένας από τους δύο “αθώους” (εξού και τα εισαγωγικά) πιάστηκε ντοπέ με την ουσία 4-methyl-2 hexanamine (γνωστή και ως γεραναμίνη) στο αίμα του. Το 2009 άλλοι επτά αρσιβαρίστες “μας” βρέθηκαν θετικοί στην ίδια διεγερτική ουσία, υπογραμμίζοντας τη διάθεση των ιθυνόντων να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και τις ιατρικές εξελίξεις. Η γεραναμίνη αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλής και σε αθλητές του στίβου, της ποδηλασίας, αλλά και του ποδοσφαίρου (ένα από τα θετικά δείγματα άνηκε στον Πολωνό ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Γιακούμπ Βαβζίνιακ). Όλοι τους δήλωσαν πρώτον ότι είναι αθώοι και δεύτερον ότι έπεσαν από τα σύννεφα, καθώς είχαν υποβληθεί σε ελέγχους στην Ελλάδα. Το αρμόδιο Εθνικό Συμβούλιο Καταπολέμησης Ντόπινγκ (ΕΣΚΑΝ) πάντως διέταξε επανέλεγχο 200 περίπου δειγμάτων, τα αποτελέσματα του οποίου ουδέποτε δημοσιοποιήθηκαν. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο έτερος “αθώος” αρσιβαρίστας, Νίκος Κουρτίδης, βρίσκεται ντοπέ πριν καλά καλά κοπάσουν οι πανηγυρισμοί για τα δύο χρυσά μετάλλια που κατέκτησε στους Μεσογειακούς Αγώνες.
Μετά τη δημοσιοποίηση του σκανδάλου του 2008, ο ομοσπονδιακός προπονητής Χρήστος Ιακώβου υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή από την ομοσπονδία. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο επιτυχημένος προπονητής επιχείρησε να δώσει απαντήσεις στα επί χρόνια αναπάντητα ερωτήματα φιλάθλων και δημοσιογράφων, μέσω της εκπομπής “Καρντάσιανς”. Μεταξύ άλλων, ο Ιακώβου δήλωσε: «Όλες οι ομάδες παίρνουν βοηθήματα. Το ιατρικό team έκανε μια λίστα ότι θα πάρουμε αυτά κι αυτά, ανάλογα με την κουβέντα που είχα εγώ με τον γιατρό ότι θα κάνω αυτές τις προπονήσεις, αυτές τις ώρες, ανάλογα θα μου δώσει πράγματα για να μπορέσει η ομάδα να αντέξει την προπόνηση. Από το 2001 πολλά τα παίρναμε χονδρική και κάποια από φαρμακεία. Είναι αμινοξέα. Αργινίνη, τυροσίνη, κρεατίνη. Όλα αυτά που βοηθάνε αντί να φας πέντε μπριζόλες. Δεν μπορεί να φάει ένας 60 κιλά πέντε μπριζόλες, η προπόνηση που κάνει όμως θέλει περισσότερη ενέργεια. Εμείς τα παίρναμε από έναν συγκεκριμένο έμπορο στην Ελλάδα, κάποια στιγμή μας λέει εμένα δεν με συμφέρει να σας τα φέρω αυτά, το σταματώ. Κάνουμε μια κουβέντα με τον γιατρό και λέω τι θα κάνουμε, πού θα τα βρούμε αυτά; Εγώ είχα έναν γνωστό, μου λέει μπορώ να σου τα βρω από εργοστάσιο στην Αγγλία. Μας τα έφερε, η πρώτη παρτίδα εντάξει, η δεύτερη δόση που ήρθε αρχές του 2008 είχε μέσα αυτήν την ουσία. Ήταν κλειστά, με χαρτιά, με σφραγίδες. Έτσι την πάθαμε. Οι περισσότεροι στον κόσμο την πάτησαν έτσι. Εξαφανίστηκαν φίλοι και γνωστοί μετά το σκάνδαλο».
Για ακόμη μια φορά η ελληνική δικαιοσύνη απέδωσε το γεγονός στην ατυχία που συνήθως πλήττει τους Έλληνες αθλητές και προπονητές. Έτσι, το 2014 το Α’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών έκρινε ομόφωνα αθώους τους 25 κατηγορούμενους (αθλητές, προπονητές, διοικητικά στελέχη). Πανευτυχής ο Χρήστος Ιακώβου δηλώνει: «Οι δικαστές κατάλαβαν ότι δεν είναι δυνατόν ένας προπονητής να δίνει απαγορευμένες ουσίες σε 28 άτομα. Γιατί μπορεί να βρέθηκαν 11 θετικοί, αλλά αν έκαναν έλεγχο σε όλη την ομάδα, όλοι ντοπέ θα ήταν εκτός από τους Κουρτίδη και Σταματιάδη, που ήταν τραυματίες». Για ευνόητους λόγους αθώοι κρίθηκαν και οι αθλητές, αφού «δεν αποδείχθηκε ότι κάποιος εξ αυτών είχε γνώση του περιεχομένου των παράνομων σκευασμάτων που είχαν παραγγελθεί και έρθει από την Κίνα». Η κοινή δήλωση των δικηγόρων υπεράσπισης Αλέξη Κούγια και Μιχάλη Δημητρακόπουλου είναι ενδεικτική του κλίματος: «Η δικαιοσύνη αθώωσε τη σύγχρονη αθλητική ιστορία της Ελλάδος στο αγώνισμα της άρσης βαρών. Ο εθνικός προπονητής Χρήστος Ιακώβου, οι ολυμπιονίκες Βαλέριος Λεωνίδης και Βίκτωρας Μήτρου, που οι διαχρονικές τους επιτυχίες πλημμύρισαν τις καρδιές μας από εθνική υπερηφάνεια και χαρά, σήμερα μας κοιτάζουν στα μάτια και βροντοφωνάζουν: Έλληνες πάνω από την μπάρα, όλοι μαζί μπορούμε».
Εισαγωγικά θα πρέπει να χρησιμοποιούμε και όταν αναφερόμαστε στην παράδοση της χώρας στην άρση βαρών. Η περιλάλητη “παράδοση” λοιπόν δεν είναι παρά ένα πρόσκαιρο trend, άμεσα συνυφασμένο με το πρόσωπο του Χρήστου Ιακώβου. Άλλωστε, από το μετάλλιο που κατέκτησε ο Δημήτρης Τόφαλος στη Μεσολυμπιάδα του 1906, πέρασαν 86 χρόνια μέχρι ο Πύρρος Δήμας να καθίσει κάτω από την μπάρα υπό τις οδηγίες του Ιακώβου και να σκορπίσει ρίγη συγκίνησης στους Έλληνες φιλάθλους. Μεσολάβησαν μόνο δύο διακρίσεις του ίδιου του Ιακώβου (με την ιδιότητα του αθλητή) σε παγκόσμια πρωταθλήματα, αλλά και η πέμπτη θέση που κατέλαβε πάλι αυτός, στους Ολυμπιακούς του 1972. Το πρώτο σκάνδαλο ντόπινγκ στον χώρο αποκαλύφθηκε μάλιστα από τον ίδιο τον Ιακώβου το 1979, όταν κατήγγειλε ότι ο Πολωνός προπονητής της ελληνικής ομάδας Μπρόνισλαβ Στέπιεν χορηγούσε στους αθλητές του απαγορευμένες ουσίες. Οι καταγγελίες του Ιακώβου διαψεύστηκαν από την Ελληνική Ομοσπονδία Άρσης Βαρών (ΕΟΑΒ), αλλά η Επιτροπή Φιλάθλου Ιδιότητας αφαίρεσε δια βίου τη φίλαθλη ιδιότητα από τον Στέπιεν, ενώ τιμώρησε και τον Έλληνα βοηθό του, Συμεωνίδη. Με τα μεταγενέστερα σκάνδαλα δεν θα ασχοληθεί ούτε η επιτροπή φιλάθλου ιδιότητας ούτε καμία άλλη, αφού οι αρσιβαρίστες μας «αποτελούν εθνικό κεφάλαιο».
Μετά τη διάκριση του Δήμα στην Ατλάντα θα ακολουθήσουν πέντε μετάλλια στην ίδια διοργάνωση και άλλα τόσα στο Σίδνεϊ, ενώ την αυλαία θα κατεβάσει ο ίδιος ο Δήμας στους Ολυμπιακούς της Αθήνας με το τελευταίο μέχρι σήμερα μετάλλιο για Έλληνα αρσιβαρίστα.
Στους Αγώνες του Λονδίνου και του Πεκίνου οι αθλητές μας δεν προχώρησαν, ενώ και στο Ρίο η άλλοτε χρυσοτόκος όρνιθα του εγχώριου αθλητισμού θα εκπροσωπηθεί από έναν μόνο αθλητή.
Η παρακμή αυτή της άρσης βαρών είναι σε μεγάλο βαθμό αντιπροσωπευτική της συνολικής πορείας του ελληνικού πρωταθλητισμού. Άλλωστε, όπως είχε γράψει ο εξειδικευμένος σε ζητήματα ντόπινγκ δημοσιογράφος Βασίλης Γαλούπης, «η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα ιστορικά που είχε πρωταθλητισμό, χωρίς να έχει αθλητισμό». Πλέον, η φούσκα έσκασε. Για άλλους ο εκκωφαντικός θόρυβος ήταν επίπονος, για άλλους το αναγκαίο μέσο για να επανέλθουμε σε μια αθλητική κανονικότητα. Αφενός η δραστική μείωση των επιχορηγήσεων και των προνομίων και αφετέρου η ένταση των ελέγχων αντιντόπινγκ έχουν επαναφέρει τα μεγέθη στα φυσιολογικά επίπεδα.
Οι Έλληνες αθλητές θα κατακτούν στο εξής 2-3 μετάλλια στους Ολυμπιακούς, τα τείχη δεν θα γκρεμίζονται πια όταν επιστρέφουν και οι σημαίες δεν θα ανεμίζουν πάνω από τα κάμπριο. Λιγότεροι αξιωματικοί θα διορίζονται στις Ένοπλες Δυνάμεις, λιγότερες άδειες ΠΡΟΠΟ θα δίνονται σε Ολυμπιονίκες (αν και επιμένουμε στην παγκόσμια πρωτοτυπία να ονομάζονται “ολυμπιονίκες” όσοι κατακτούν θέση στην πρώτη οκτάδα), λιγότεροι αθλητές θα εισάγονται χωρίς εξετάσεις στα ΑΕΙ και φευ, κανένα καράβι δεν θα παίρνει το όνομα πρωταθλητή.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι αν κοπεί ο ομφάλιος λώρος των προνομίων, θα εκλείψει και το ντόπινγκ. Η προσέγγιση είναι μάλλον αφελής, όσο υπάρχουν χορηγοί αλλά και όσο παραμένει ισχυρή και κερδοφόρος η βιομηχανία της φαρμακοδιέγερσης. Χώρια που, αν κοπούν τα προνόμια, θα επιβεβαιωθεί η παροιμία ότι «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά» και μαζί με τη “βρώμικη” μειοψηφία (ελπίζουμε) θα πληγούν και οι υγιείς αθλητές της χώρας.
Γιατί υπάρχουν και αυτοί. Κι όσο υπάρχουν, θα έχει νόημα να ασχολούμαστε με τα σπορ.
Πηγή: Inside story