Όταν η πόλη κοιμάται –ανεξάρτητα από το στάδιο της συγκρότησής της- κάποιο πλυντήριο δουλεύει, κάποια χέρια απλώνουν τη μπουγάδα, ανακατεύουν μια κατσαρόλα, σιδερώνουν τα ρούχα της οικογένειας.
Οι πόλεις έχουν ξυπνήσει από καιρό, κάθε τι έχει πάρει από χρόνια τη θέση του, τεχνολογικοί αυτοματισμοί και καινοτομίες έχουν αλλάξει τη ζωή μας. Όμως, εκείνες οι πρώτες που ξαγρυπνούσαν για να χτίσουν το εσωτερικό τους, τη συνοχή τους, το δέσιμό τους, (όσο οι άρρενες πληθυσμοί το πρωί εργάζονταν, το μεσημέρι ξεκουράζονταν και το απόγευμα κοινωνικοποιούνταν στα καφενεία), ποτέ δεν ακούστηκαν και ποτέ δεν μάθαμε γι’ αυτές.
Αθόρυβα και χωρίς αμοιβή και ορατότητα, παρέμειναν τα γρανάζια ενός εξοντωτικού μηχανισμού που όμως δεν θα δούλευε χωρίς αυτές.
Σε τι πόλεις θα ζούσαμε, αν μέσα τους δεν εργάζονταν απλήρωτα και αθέατα, γυναίκες; Και τι σχέση μπορεί να έχει το Πέραμα των πρώτων αυθαίρετων παραπηγμάτων, με την απομακρυσμένη από το κέντρο κηπούπολη της Ηλιούπολης; Και πόσο η μετανάστευση και η αποσιωπημένη εργασία των πρώτων μεταναστριών του ’90 άλλαξε τις σχέσεις μας με αυτό που θεωρούσαμε φροντίδα του σπιτιού και των αβοήθητων μελών της οικογένειας;
Με όλα αυτά καταπιάνεται η συστηματική εργασία της Ντίνας Βαΐου, ομότιμης καθηγήτριας του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου και αποτυπώνεται στο βιβλίο της «Η αθέατη εργασία των γυναικών στη συγκρότηση της πόλης – Όψεις της Αθήνας μετά την Μεταπολίτευση» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια).
Στην κουβέντα μας, η «δεύτερη βάρδια», η αιωνίως απλήρωτη γυναικεία εργασία στους τομείς της φροντίδας του σπιτιού και των «διοικητικών» εργασιών του που δεν τελειώνουν ποτέ, τα αυθαίρετα της δικτατορίας και η πολεοδομική έκρηξη των πρώτων χρόνων του ΠΑΣΟΚ, μέχρι τα μνημόνια και τις νέες έμφυλες σχέσεις που αλλάζουν περιοχές, γειτονιές και πόλεις ολόκληρες, εξηγούνται με αμεσότητα και σαφήνεια, σε μία διαφορετική αφήγηση για τη συγκρότηση του αστικού τοπίου.
— Είναι αυτό που επιχειρείται μέσω του βιβλίου σας ένα είδος μικροϊστορίας;
Θα μπορούσε να το πει κανείς, αν και εγώ δεν διεκδικώ εύσημα άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων. Η δουλειά μου είναι για την πόλη και από αυτή την άποψη το προσεγγίζω. Αλλά έχω και μια ιδιαίτερη οπτική. Ξεκινάω από τις μικροϊστορίες των ανθρώπων για να ξαναδώ αυτά που μαθαίνουμε ή λέμε με άλλους τρόπους –έστω και καθυστερημένα- για την πόλη. Είναι λίγο αλλιώτικο από το να πεις «ερευνώ τι γινόταν με τις ψυχοκόρες στην μεταπολεμική περίοδο».
Ακόμα και αν δεν φτιάξαν τις πόλεις αυτές με τα χέρια τους, που πολλές φορές κι αυτό συνέβη, τουλάχιστον συνέβαλαν στο να γίνουν οι πόλεις αυτές βιώσιμες, κατοικημένες. Γιατί, πες ότι φτιάχνεται κάπου ένα συγκρότημα κατοικιών και γίνεται μια επένδυση κεφαλαίου, υποδομών, τα πάντα: αν αυτό δεν κατοικηθεί, δεν αποτελεί κομμάτι της πόλης. Είναι ένα πράγμα στο οποίο κάποιος πέταξε χρήματα, χωρίς να πραγματοποιηθεί το κέρδος του. Από τη στιγμή που κατοικείται, αρχίζουν οι επόμενες διεργασίες σ’ αυτήν όλη την κουβέντα που λέγεται «πώς φτιάχνεται μια πόλη». Και εκεί στις περισσότερες των περιπτώσεων, η συμβολή της αθέατης εργασίας είναι πάρα πολύ σημαντική, παρ’ όλο που δεν την αναφέρουμε σχεδόν ποτέ.
Το γεγονός ότι έχεις τη δεύτερη βάρδια στο σπίτι, πρακτικά περιορίζει πάρα πολύ τους ορίζοντες για το τι μπορείς να κάνεις στην πρώτη βάρδια. Και η αγορά εργασίας λειτουργεί με κάποιους όρους, οι οποίοι προϋποθέτουν ότι ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος από αυτού του είδους τις υποχρεώσεις, και φυσικά αυτός ο εργαζόμενος –κατά τα στερεότυπα- είναι πάντα άντρας.
— Μιλάμε, δηλαδή, για μια μορφή ορατότητας της δεύτερης βάρδιας των γυναικών που ποτέ δεν αμείφθηκε και ποτέ δεν εκτιμήθηκε από κανέναν φορέα;
Ισχύει αυτό που λέτε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Τα τελευταία χρόνια και τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχει μία κάποια εμπλοκή και των ανδρών σε αυτή την εργασία και κυρίως στο κομμάτι που αφορά τη φροντίδα, όχι τόσο στη χειρωνακτική δουλειά, δηλαδή, της καθαριότητας ή των αγορών. Αυτό στατιστικά, ναι, εμφανίζεται. Απ’ την άλλη μεριά συμβολικά δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ο όρος «νοικοκυρά» ας πούμε, δεν υπάρχει στο αρσενικό γένος. Νοικοκύρης σημαίνει άλλο πράγμα. Οπότε έχει ένα βάρος πάνω στις γυναίκες. Παρ’ όλο που το περιεχόμενο αυτής της δουλειάς έχει αλλάξει πολύ, έχουν έρθει οι τεχνολογικές εξελίξεις, έχουν αλλάξει οι αντιλήψεις για το τι θα πει καθαρό και τακτοποιημένο, έναντι παλαιότερων εποχών, αλλά έχει γίνει και πολύ πιο σύνθετο το ζήτημα, γιατί προστίθενται και καινούρια ζητούμενα. Π.χ, ως προς τη φροντίδα των παιδιών, τις δραστηριότητές τους, ποιος τις επιβλέπει κι όλα αυτά, που το βάρος στις γυναικείες πλάτες εξακολουθεί να είναι το ίδιο. Αν δείτε τα στοιχεία στις περιορισμένου τύπου στατιστικές στις οποίες φαίνονται αυτά τα πράγματα και που συνήθως είναι οι στατιστικές χρήσης του χρόνου, θα δείτε ότι ο χρόνος που διαθέτουν οι γυναίκες είναι πολλαπλάσιος από αυτόν που διαθέτουν οι άντρες, ακόμα και στην περίπτωση που συμμετέχουν. Ωστόσο, παρ’ όλη την τεχνολογία και τις ανέσεις, διαχρονικά αυτός ο χρόνος δεν μειώνεται για τις γυναίκες. Μπορεί να μην πλένουμε πια τα ρούχα στο ποτάμι και να τα βάζουμε στο πλυντήριο, όμως, αν αθροίσεις τις ώρες σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση, είναι ένας πολύ μεγάλος αριθμός ωρών. Και φυσικά, αυτό έχει επίπτωση σε οτιδήποτε άλλο θες να κάνεις. Κι αυτό είναι η δεύτερη βάρδια.
— Πόσο καταλυτική ήταν αυτή η «δεύτερη βάρδια» στη ζωή και τις επιδιώξεις των γυναικών διαχρονικά;
Μέσα στο γυναικείο κίνημα αυτό συζητάται από τη δεκαετία του ’60, κυρίως ως προς το πόσο μεγάλο εμπόδιο γίνεται για την ανάπτυξη και την ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Αυτό ήταν ένα πρώτο σημείο συζήτησης. Το γεγονός ότι έχεις τη δεύτερη βάρδια στο σπίτι, πρακτικά περιορίζει πάρα πολύ τους ορίζοντες για το τι μπορείς να κάνεις στην πρώτη βάρδια. Και η αγορά εργασίας λειτουργεί με κάποιους όρους, οι οποίοι προϋποθέτουν ότι ο εργαζόμενος είναι ελεύθερος από αυτού του είδους τις υποχρεώσεις, και φυσικά αυτός ο εργαζόμενος –κατά τα στερεότυπα- είναι πάντα άντρας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες, παρ’ όλο που με την είσοδό τους στην εκπαίδευση, παρ’ όλα στην Ελλάδα είναι στις χαμηλότερες θέσεις, είναι πιο επισφαλείς, υφίσταντα τεράστιες διακοπές μέσα στον εργασιακό τους βίο, κάτι που έχει επιπτώσεις μετά όχι μόνο στο χτίσιμο καριέρας, αλλά και στη σύνταξη, στην ασφάλιση και πάει λέγοντας. Το βάρος της φροντίδας είναι τεράστιο, σε ένα σύνολο επιλογών που μπορεί να έχει κανείς στη ζωή του. Αυτός είναι και ο λόγος που ήδη από τη δεκαετία του ’60 και του ’70 συζητιόταν στο γυναικείο κίνημα, το ζήτημα της οικιακής εργασίας.
— Γιατί για το «επάγγελμα: οικιακά» καμία κυβέρνηση δεν φρόντισε να υπάρξει αμοιβή;
Γιατί εθεωρείτο αυτονόητο και φυσικό ότι αυτές τις δουλειές τις κάνουν γυναίκες, άρα δεν μπήκε ποτέ στη συζήτηση! Χρειάζονται δυστυχώς πολλές διεργασίες και βήματα για να τεθεί στο τραπέζι και κατά καιρούς έχει τεθεί. Πολλές ομάδες γυναικείες διεκδίκησαν τον μισθό της νοικοκυράς και αντιμετωπίστηκαν σαν καρικατούρα. Υπήρχε παλιά ένα ανέκδοτο ξέρετε, που έλεγε ότι αν κάποιος παντρεύοταν την οικιακή βοηθό του, αυτομάτως μειωνόταν το ΑΕΠ – κοινώς έχεις μια σύζυγο που κάνει όσα η υπηρέτρια και δεν αμείβεται κιόλας! Σ’ αυτό το βιβλίο βλέπω ακριβώς αυτή την πλευρά σε σχέση με την αμειβόμενη εργασία. Ήθελα να αναδείξω το πόσο σημαντική είναι για την ίδια την πόλη αυτή η απλήρωτη και αθέατη εργασία. Στο ότι δεν θα ζούσαμε έτσι, αν δεν υπήρχε αυτή η αθέατη δουλειά.
Ωστόσο, η ειδικότητά μου δεν είναι η ιστορία της Αθήνας, αλλά η Αθήνα μετά τη μεταπολίτευση. Και σ’ αυτή την περίοδο μπορεί κανείς να διακρίνει διάφορες φάσεις που συνδέονται με την ανάπτυξη της πόλης. Δηλαδή, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όλες οι επεκτάσεις γίνονται κυρίως μέσα από αυθαίρετη, εκτός σχεδίου δόμηση. Στη συνέχεια όταν περνάμε στη δεκαετία του ’80, υπάρχει μία έντονη ανοικοδόμηση και μία πύκνωση περιφερειακών γειτονιών εκμεταλλευόμενη τον «όροφο Παττακού», όπως το λέγανε τότε. Γιατί η Δικτατορία και συγκεκριμένα ο Παττακός είχε δώσει το ok για μία αύξηση υψών. Άρα δεύτερη φάση –ας την πούμε έτσι, γιατί δεν είναι και ακριβώς φάσεις, αφού διαπλέκονται μεταξύ τους- είναι αυτή της πύκνωσης των περιφερειακών συνοικιών, όπου μελετάω την Ηλιούπολη.
Πολλές ομάδες γυναικείες διεκδίκησαν τον μισθό της νοικοκυράς και αντιμετωπίστηκαν σαν καρικατούρα. Υπήρχε παλιά ένα ανέκδοτο ξέρετε, που έλεγε ότι αν κάποιος παντρεύοταν την οικιακή βοηθό του, αυτομάτως μειωνόταν το ΑΕΠ – κοινώς έχεις μια σύζυγο που κάνει όσα η υπηρέτρια και δεν αμείβεται κιόλας!
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και όσο αρχίζει να προετοιμάζεται η Ολυμπιάδα μπαίνουν καινούριες συζητήσεις. Τύπου, η Αθήνα που θα γίνει παγκόσμια πόλη και πρέπει να αναβαθμίσουμε το κέντρο, που πρέπει να επανακατοικηθεί. Όλη αυτή η συζήτηση μεταξύ πολιτικών και «ειδικών» αγνοεί διάφορα πράγματα. Πρώτον, ότι η Αθήνα συμμετέχει σε οικονομικές συναλλαγές που είναι ήδη παγκόσμιες. Δεύτερον, συμμετέχει σε όλη αυτή την εντελώς παγκόσμια μετακίνηση πληθυσμών από το ’89 και μετά και τρίτον ότι το κέντρο της πόλης κατοικείται ήδη. Άρα όταν λέμε ότι πρέπει να επανακατοικηθεί, τι εννοούμε; Ότι δεν μας αρέσουν αυτοί που το κατοικούν. Τυχαίνει στην Αθήνα, όπως και σε πολλές πόλεις της Νότιας Ευρώπης οι μετανάστες που ήρθαν από τις ανατολικές χώρες, να έρθουν να κατοικήσουν στο κέντρο και όχι στα μπανλιέ. Επομένως, όταν έρχεται ο καιρός της Ολυμπιάδας και όλων αυτών που θα την παρακολουθήσουν, αυτοί οι άνθρωποι θα είναι συνεχώς μπροστά τους και φυσικά αυτό δεν αρέσει. Και εκεί τίθεται ένα άλλο ερώτημα. Αυτό της συνύπαρξης.
—Αφηγείστε την αποσιωπημένη γυναικεία εργασία σε τρεις συγκεκριμένες περιοχές: το Πέραμα, την Ηλιούπολη και την Κυψέλη. Γιατί επιλέξατε αυτές; Τι το ιδιαίτερο συμβαίνει εδώ;
Θα μπορούσα να είχα διαλέξει και άλλη περιοχή αναπτυσσόμενη με αυθαίρετα, αλλά έτυχε τελειώνοντας τις σπουδές μου, να συμμετέχει πάρα πολύ ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων στις κινητοποιήσεις που έκαναν οι κάτοικοι του Περάματος για τη νομιμοποίηση των κατοικιών τους. Οπότε σαν φρέσκια απόφοιτη, μπήκα κι εγώ μέσα σ’ αυτή τη συζήτηση. Έρευνα στο Πέραμα έκανα πολύ αργότερα, ήταν όμως μια περιοχή που έθετε ένα ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να κατοικηθεί αυτό το μέρος που ήταν μια πλαγιά βουνού με πρόχειρες κατασκευές. Δηλαδή, τρία χαρτόνια για να κατοχυρώσουν τη θέση. Και όλα όσα ξέραμε για το Πέραμα ήταν η σκληρή δουλειά των αντρών στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη. Γι’ αυτό δεν ήταν διάσημο το Πέραμα; Συνδικαλισμένοι, με ζωή γύρω από τη βαριά χειρωνακτική και εξειδικευμένη εργασία, στη συνέχεια το Συνδικάτο και η κοινωνικοποίηση στο καφενείο. Αυτό για να μπορεί να υπάρξει, χρειαζόταν κάτι ακόμα. Αυτό το κάτι ακόμα, μέχρι τότε δεν το ξέραμε. Πολλά χρόνια αργότερα άρχισα να μιλάω με γυναίκες της περιοχής που είχαν ζήσει εκείνα τα χρόνια, όπου μου είπαν ότι έπρεπε να κάθονται στην παράγκα, στο παράπηγμα, γιατί αυτή ήταν η προϋπόθεση για να μην τους το γκρεμίσει η αστυνομία που ερχόταν για να γκρεμίσει τα αυθαίρετα. Αυτά όσο οι άντρες πήγαιναν στη δουλειά. Και μετά άντε να κατοικήσεις σε ένα απλό στέγαστρο, στο οποίο δεν υπήρχε ούτε φως ούτε νερό –για τουαλέτα ας μη συζητήσουμε- και επίσης τα πάντα ήταν μακριά. Για να ψωνίσεις έπρεπε να πας στον Πειραιά, για να πάει το παιδί σου σχολείο, επίσης. Αφήστε το να θέλει κάθε μία από αυτές να κάνει κάτι παραπάνω, να δουλέψει, ας πούμε. Οι μόνες που δουλεύανε ήταν αυτές που πήγαιναν ως καθαρίστριες σε σπίτια του Πειραιά και της Αθήνας. Κι εκεί αρχίζεις να αναρωτιέσαι πώς το Πέραμα από μία ακατοίκητη πλαγιά βουνού έγινε μία αστική γειτονιά. Κι εκεί μέσα ανακαλύπτεις έναν τεράστιο όγκο αθέατης και απλήρωτης εργασίας, γύρω από την οποία χτίστηκαν θηλυκότητες, αντίστοιχες με τις αρρενωπότητες των εξειδικευμένων ανδρών που έκαναν χειρωνακτικές δουλειές στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη.
Ο καθένας είχε τον δικό του ρόλο σε όλο αυτό. Επίσης, κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό: και η δουλειά στη ναυπηγοεπισκευή δεν ήταν μία συνεχής εργασία. Απλώς τις περιόδους ακμής ερχόταν η μία δουλειά μετά την άλλη και δεν μεσολαβούσε κεσάτι. Και όλο αυτό ήταν και οργανωμένο μέσα από το συνδικάτο, έτσι ώστε να υπάρχει και ένας καταμερισμός μεταξύ των μελών του, ώστε να μην είναι πάντα άνεργοι και χωρίς λεφτά οι ίδιοι και οι ίδιοι. Και έτσι δεν πολυφαινόταν αυτό το σπάσιμο σε διακριτές εργολαβίες. Αυτές οι γυναίκες που ζούσαν εκεί, έπρεπε να τα βγάλουν πέρα είτε είχαν χρήματα είτε όχι. Κουβαλώντας το νερό από πέντε δρόμους κάτω…Το Νέο Ικόνιο, για παράδειγμα, ήταν μία περιοχή δύσκολη να κατοικηθεί. Και φυσικά οι ίδιες συμμετείχαν και στους αγώνες για τη νομιμοποίηση της παρουσίας τους εκεί, γιατί η περιοχή είχε μια ιδιαιτερότητα: η έκταση ανήκε στην εκκλησία. Και πέρασαν πάρα πολλά χρόνια για να διευθετηθεί το ιδιοκτησιακό και ότι εδώ που είναι η παράγκα σου θα γίνει δρόμος και θα έχεις νερό και ρεύμα. Όταν έπεσε η δικτατορία οι υποψήφιοι βουλευτές έπρεπε να πάνε εκεί και κάτι να τάξουν. «Θα σας νομιμοποιήσουμε», «θα πάρετε χαρτιά για την ιδιοκτησία»… Αυτό πήρε πάρα πολλά χρόνια για να γίνει και αυτού του τύπου οι επισκέψεις ήταν γνωστές. Τότε, λοιπόν, βγαίναν όλες και διεκδικούσαν τη νομιμοποίηση της εστίας τους.
Η Ηλιούπολη από την άλλη ήταν μία περιοχή, η οποία σχεδιάστηκε τον Μεσοπόλεμο ως κηπούπολη. Πολύ μεγάλοι δρόμοι, σπουδαία σχέδια, τα οποία, όμως, για να υλοποιηθούν πέρασαν και 50 χρόνια. Στην αρχή, λοιπόν, ήταν αραιοκατοικημένη περιοχή. Εδώ ακριβώς, με την αξιοποίηση του αυξημένου συντελεστή που είχε δώσει η πολεοδομία, αυτή η περιοχή που έχει τους φαρδείς δρόμους, που είναι προάστιο, αλλά ακόμη προσιτό –που δεν είναι Ψυχικό και Φιλοθέη- προσελκύει νέα νοικοκυριά από τα μεσαία στρώματα προς χαμηλά, που εκεί βρίσκουν προσιτή διέξοδο για την κατοικία τους. Εκεί, λοιπόν, η περιοχή ανοικοδομείται με πολυκατοικίες που αξιοποιούν και το ότι έχει τον χαρακτήρα προαστίου. Όμως, εδώ αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι κοινωνικές υποδομές δεν παρακολουθούν την αύξηση του πληθυσμού, οπότε δεν έχεις παιδικούς σταθμούς, δεν έχεις ΚΑΠΗ, τα σχολεία λειτουργούν με βάρδιες γιατί παίρνει χρόνο μέχρι να χτιστούν όσα θα ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Και φυσικά, ο πληθυσμός που πάει να κατοικήσει έχει άλλα πρότυπα. Πλέον, δηλαδή, μπαίνει ως κεντρικό ζήτημα το πώς θα μπορούσαν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας οι γυναίκες. Και εκεί διαμορφώνεται μία εντελώς νέα συνθήκη ως προς τη διευθέτηση της αθέατης εργασίας και της φροντίδας: άμα δεν έχεις μαμά δίπλα σου δεν γίνεται. Μπορεί να μη μένει στο ίδιο σπίτι, αλλά μένει δίπλα ή έστω πολύ κοντά. Και ταυτόχρονα αλλάζουν τα καταναλωτικά πρότυπα, αλλάζουν αυτά που αναμένει κανείς και που επιδιώκει να δώσει στα παιδιά του. Άρα διαμορφώνεται και μία 3η βάρδια που λέγεται «φροντίζω για τις απαιτήσεις των παιδιών μετά το σχολείο» και έτσι το περιεχόμενο της απλήρωτης οικιακής εργασίας διαφοροποιείται πάρα πολύ. Εντάξει, εδώ έχεις νερό και φως και δρόμο και μαγαζί, αλλά χρειάζεται πάρα πολύς χρόνος, γιατί αυτή είναι μια περιοχή σε προάστιο που δεν συνδέεται καλά με το κέντρο –σκεφτείτε ότι τότε δεν υπήρχε η πολιτέλεια του Μετρό ή άλλων συγκοινωνιών- και η δυνατότητα να ψάξουν δουλειά αυτές οι γυναίκες που πήγαν να μείνουν εκεί ήταν παρά μόνο σε μια μικρή ακτίνα που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα υφιστάμενα λεωφορεία.
Η πρώην απλήρωτη εργασία γίνεται πληρωμένη για τις μετανάστριες. Αμείβονται χαμηλά με αποτέλεσμα η εργασία που προσφέρουν να γίνει προσιτή στα περισσότερα στρώματα του πληθυσμού, όχι μόνο στους πλούσιους. Και ενώ η Φιλιππινέζα ήταν στοιχείο ένδειξης υψηλού στάτους, η βοήθεια από μία μετανάστρια που φυλάει τον παπού ή έρχεται και βοηθάει στις βαριές δουλειές είναι πολύ πιο διάχυτη κοινωνικά.
Η Κυψέλη ήταν μία τρίτη στιγμή σε αυτή τη διαδρομή όπου αλλάζει η πόλη, αλλάζει και το περιεχόμενο και οι τρόποι επιτέλεσης της απλήρωτης εργασίας και της φροντίδας. Σ’ αυτή τη στιγμή που έχουν έχει έρθει ένας μεγάλος αριθμός μεταναστών –η μετανάστευση της δεκαετίας του ’90 ήταν καθαρά γυναικεία υπόθεση- στην Κυψέλη, όπου έχουν φύγει πολλά νοικοκυριά του παρελθόντος και έχουν μείνει ηλικιωμένοι, υπάρχει ανάγκη από φροντίδα. Όμως, πρόκειται για φροντίδα αμφίδρομη, γιατί και οι νέες γυναίκες, οι μετανάστριες που ήρθαν έχουν ανάγκη από μία άλλου τύπου φροντίδα για να μπορέσουν να μείνουν σ’ αυτήν την περιοχή. Εδώ, υπάρχει αυτή η αμοιβαία υποστήριξη. Με διαφορετικούς τρόπους, αλλά πάντα εντασσόμενη σε ένα πλαίσιο φροντίδας. Κατ’ αρχάς, η πρώην απλήρωτη εργασία γίνεται πληρωμένη για τις μετανάστριες. Αμείβονται χαμηλά με αποτέλεσμα η εργασία που προσφέρουν να γίνει προσιτή στα περισσότερα στρώματα του πληθυσμού, όχι μόνο στους πλούσιους. Και ενώ η Φιλιππινέζα ήταν στοιχείο ένδειξης υψηλού στάτους, η βοήθεια από μία μετανάστρια που φυλάει τον παπού ή έρχεται και βοηθάει στις βαριές δουλειές είναι πολύ πιο διάχυτη κοινωνικά. Ακόμα και άνθρωποι με μεσαία έως χαμηλά εισοδήματα προσφεύγουν σ’ αυτή την εργασία, αφενός μεν γιατί αμείβεται χαμηλά, αλλά αφ’ ετέρου γιατί υπάρχει μέχρι την εποχή των μνημονίων ένας δεύτερος πυλώνας που στηρίζει αυτό το σύστημα και αυτός είναι οι συντάξεις των ηλικιωμένων που έχουν ανάγκη τη φροντίδα. Οπότε συντρέχουν διάφορες συνθήκες ώστε να μπορεί αυτό να γίνει τόσο διάχυτα μέσα στην κοινωνία, αλλά και τις γειτονιές της πόλης. Οπότε μπορούμε να δούμε με ποιον τρόπο προσλαμβάνουν αυτή την καινούρια σχέση και τον νέο καταμερισμό και οι ντόπιες και οι μετανάστριες, αλλά και τι σχέσεις αναπτύσσονται μεταξύ τους, οι οποίες δεν αναπτύσσονται τυχαία και μοιραία. Είστε πολύ νέα και ενδεχομένως να μην προλάβατε στις πολυκατοικίες τις ταμπέλες «απαγορεύονται οι μετανάστριες και οι σκύλοι».
—Δυστυχώς, το πρόλαβα. Ο πατέρας μου είχε έρθει σε ρήξη με τη διαχείριση και προκειμένου να μην ντροπιάζει τους ενοίκους της πολυκατοικίας που μέναμε μια τέτοια πινακίδα…
Τρομερό, δεν είναι; Βλέπετε, σε αυτές τις αυτές τις γειτονιές μπαίνει πολύ έντονα το ζητούμενο της συνύπαρξης. Η συνύπαρξη δεν προκύπτει έτσι, ελεύθερα, από μόνη της. Κάποιοι άνθρωποι το ψάχνουν, το παλεύουν, για να πιάσουν μια γνωριμία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και κάτι άλλο: τώρα είμαστε 30 χρόνια μακριά από το ’90. Υπάρχουν δύο γενιές παιδιών που οι γονείς τους μπορεί να ήρθαν από αλλού, αλλά αυτά δεν ξέρουν άλλη πατρίδα από την Κυψέλη, για παράδειγμα. Έχουν διαμορφώσει φιλίες, έχουν ζήσει αυτή τη γειτονιά, με τις εξυπηρετήσεις της, αλλά και τα ελληνόπουλα δεν γνωρίζουν την Αθήνα προ μετανάστευσης. Ένας άνθρωπος που είναι κάτω των 30 δεν έχει δει ποτέ στη ζωή του την Αθήνα χωρίς μετανάστες. Ξέρει, δηλαδή, πολύ καλά ότι στο διπλανό διαμέρισμα μπορεί να υπάρχουν άνθρωποι που ντύνονται διαφορετικά, που μαγειρεύουν αλλιώς και μυρίζει αλλιώς, και αυτό στο τέλος γίνεται κανονικότητα για τη νεότερη γενιά!
Χριστίνα Γαλανοπούλου