Macro

Ντέιβιντ Μπρουκς: Είμαστε η πιο πεταμένη γενιά

Πρόσφατα βρέθηκα στο Williams College και συνομίλησα με έναν ιδιαίτερα παρατηρητικό τελειόφοιτο, τον David Wignall. Μιλούσαμε για το πώς είναι να είσαι νέος σήμερα, όταν μου είπε κάτι που δεν είχα ξανασκεφτεί: «Είμαστε η πιο απορριπτέα γενιά».

Και είχε δίκιο. Μου έδειξε τα ποσοστά εισαγωγής στα κορυφαία πανεπιστήμια. Το 1959 περίπου οι μισοί υποψήφιοι στις Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν αίτηση σε ένα μόνο ίδρυμα. Σήμερα, συναντάς μαθητές που νιώθουν υποχρεωμένοι να στείλουν αιτήσεις σε 20 ή και 30 πανεπιστήμια, ελπίζοντας πως τουλάχιστον ένα θα τους δεχθεί. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, ο αριθμός των υποψηφίων για τα 67 πιο επιλεκτικά αμερικανικά πανεπιστήμια έχει τριπλασιαστεί, αγγίζοντας τα δύο εκατομμύρια ετησίως, ενώ οι διαθέσιμες θέσεις δεν έχουν αυξηθεί αναλόγως. Για την τάξη του 2028 στο Χάρβαρντ, υποβλήθηκαν περίπου 54.000 αιτήσεις και έγιναν δεκτοί μόλις 1.950. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 52.000 είδαν την αίτησή τους να απορρίπτεται.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στις θερινές πρακτικές. Η Goldman Sachs, για παράδειγμα, διαθέτει 2.700 θέσεις πρακτικής άσκησης αλλά δέχεται περίπου 315.000 αιτήσεις· δηλαδή, σχεδόν 312.000 απορρίπτονται. Πρόσφατα μίλησα με φοιτητή που υπέβαλε 40 αιτήσεις και απορρίφθηκε από τις 39. Άλλοι μου είπαν πως θεωρούν απαραίτητο να συμπληρώνουν 150 έως 250 αιτήσεις κάθε χρόνο, ώστε να εξασφαλίσουν μερικές ελάχιστες ευκαιρίες.

Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα όταν οι φοιτητές βγαίνουν στην αγορά εργασίας. Μπαίνουν, όπως θα έλεγα, στον έβδομο κύκλο της κόλασης. Η διαδικασία υποβολής αιτήσεων είναι εύκολη, οπότε εκατομμύρια νέοι στέλνουν εκατοντάδες βιογραφικά στον απέραντο κυβερνοχώρο, χωρίς να γνωρίζουν ποιος αλγόριθμος θα τα διαβάσει. Όλο και πιο συχνά ακούω ιστορίες για νέους που έστειλαν 400 αιτήσεις και απορρίφθηκαν σε όλες.

Φαίνεται πως έχουμε δημιουργήσει ένα τεράστιο, πολυεπίπεδο σύστημα που αξιολογεί την αξία εκατομμυρίων νέων και, τις περισσότερες φορές, τους λέει ότι δεν είναι επαρκείς.

Θέλησα να καταλάβω πώς είναι να ζει κανείς μέσα σε αυτό το κλίμα υπερ-ανταγωνισμού. Έκανα, λοιπόν, τηλεφωνικές συνεντεύξεις με φοιτητές και πρόσφατους αποφοίτους, κυρίως από ελίτ πανεπιστήμια, όπου υπέθεσα ότι το πνεύμα του αποκλεισμού θα είναι πιο έντονο. Τους ρώτησα αν συμφωνούν με τον χαρακτηρισμό «η πιο πεταμένη γενιά». Όλοι απάντησαν καταφατικά.

Κάποιοι μάλιστα μου είπαν ότι νόμιζαν πως, μόλις γίνονταν δεκτοί σε ένα υπερ-επιλεκτικό πανεπιστήμιο, ο αγώνας δρόμου θα τελείωνε. Στην πραγματικότητα, τότε ξεκινούσε.

Οι φοιτητικοί σύλλογοι αποτελούν κρίσιμο κομμάτι της ζωής στο πανεπιστήμιο· καθορίζουν φιλίες, δίκτυα και μελλοντικές ευκαιρίες. Όμως, η πρόσβαση σε πολλούς από αυτούς είναι εξαιρετικά δύσκολη. Σύμφωνα με άρθρο του Atlantic (2023), το επιχειρηματικό club Voyager Consulting στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ λαμβάνει 800 με 1.000 αιτήσεις κάθε εξάμηνο και αποδέχεται μόλις έξι ή επτά φοιτητές.

Η Rachel Shin, που αποφοιτά φέτος από το Γέιλ, περιέγραψε την προσπάθεια μιας συμφοιτήτριάς της να ενταχθεί στο «Existential Threats Initiative», μια ομάδα που συζητά για την κλιματική αλλαγή και την τεχνητή νοημοσύνη. Η αίτησή της απορρίφθηκε επειδή δεν είχε «αρκετή εμπειρία με υπαρξιακές απειλές». «Θέλαμε να είμαστε πιο επιλεκτικοί για να μπορούμε να έχουμε πιο προχωρημένες συζητήσεις», της είπε ο ιδρυτής του συλλόγου. Έτσι, το σύστημα της επιλεκτικότητας καθιστά δυσκολότερο το να δοκιμάσει κανείς κάτι καινούριο· πρέπει να είσαι ήδη «ειδικός» για να μπεις καν.

Οι πρωτοετείς του Χάρβαρντ περνούν από τη διαδικασία που ονομάζεται comps — ουσιαστικά διαγωνισμοί για να γίνουν δεκτοί στους πάνω από 400 φοιτητικούς συλλόγους του πανεπιστημίου. Σύμφωνα με άρθρο του Harvard Crimson (2017), η Crimson Key Society, που οργανώνει τις ξεναγήσεις και την Εβδομάδα Υποδοχής, απέρριψε το 88,5% των αιτήσεων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους οι απορρίψεις προέρχονται από τους ίδιους τους φοιτητές· είναι αυτοί που θέτουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Πολλοί καθηγητές και διοικητικοί που συνάντησα δηλώνουν απορημένοι με το πώς οι φοιτητές δημιούργησαν ένα τόσο ανελέητο σύστημα κοινωνικού ανταγωνισμού. Όμως, ο κόσμος του αποκλεισμού είναι ο κόσμος που γνωρίζουν· φυσικά λοιπόν τον αναπαράγουν. Όπως σχολίασε χαρακτηριστικά ένας φοιτητής στο ίδιο άρθρο: «Πηδάς ένα πολύ ψηλό εμπόδιο για να μπεις στο Χάρβαρντ, κι ύστερα θέλεις να πηδήξεις κι άλλα, απλώς για να νιώσεις ξανά αυτή την αδρεναλίνη».

Ακόμη κι αν καταφέρεις να μπεις σε κάποιον σύλλογο, οι διαγωνισμοί δεν σταματούν εκεί. Πρέπει να κάνεις αίτηση για συγκεκριμένα μαθήματα και κατευθύνσεις. Όταν δίδασκα στο Γέιλ, δεχόμουν περίπου 120 αιτήσεις για 24 θέσεις σε κάθε σεμινάριο. Ζητούσα από τους υποψηφίους να γράψουν σύντομα δοκίμια για τον εαυτό τους· γνωρίζω καλά πως τα κριτήριά μου ήταν σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα. Δεν υπάρχει τρόπος να αποτιμήσει κανείς τις δυνατότητες ενός ανθρώπου μέσα από ένα σύντομο κείμενο — ή, στην τελική, μέσα από τον φάκελο ενός 21χρονου φοιτητή.

Δεν έχω καν αρχίσει να μιλώ για τις μικρές, καθημερινές απορρίψεις που ταλαιπωρούν κάθε νέο άνθρωπο σήμερα — οι αναρτήσεις στο Instagram που κανείς δεν προσέχει, οι «κλειστές» παρέες που σε αφήνουν απ’ έξω, οι περιστασιακές σχέσεις που εξαφανίζονται ξαφνικά, οι αμέτρητες φορές που κάνεις swipe σε μια εφαρμογή γνωριμιών και δεν παίρνεις καμία απάντηση. Και σε αυτό το κείμενο δεν αγγίζω καν την πλειονότητα των νέων — το 94% των Αμερικανών φοιτητών που δεν φοιτούν σε ελίτ πανεπιστήμια και δεν στέλνουν αιτήσεις στη Goldman Sachs. Ήδη από το γυμνάσιο, το σύστημα τους έχει «ενημερώσει» ότι δεν είναι αρκετά καλοί στα τεστ, άρα δεν είναι «έξυπνοι», δεν είναι «νικητές». Ίσως αυτή να είναι η πιο σκληρή απόρριψη που μπορεί να επιβάλει μια κοινωνία.

Ρώτησα φοιτητές αν αυτό το καθεστώς αποκλεισμού επηρεάζει τον χαρακτήρα τους. Μια κοπέλα μου είπε ότι την έκανε πιο σκληρή∙ έχει αποκτήσει ένα προστατευτικό κέλυφος. Μια ξένη φοιτήτρια παρατήρησε πως οι Αμερικανοί συμφοιτητές της έχουν όλοι έτοιμη μια τέλεια ατάκα, μια καλοδουλεμένη απάντηση για κάθε περίσταση, σαν να κάνουν διαρκώς δημόσιες σχέσεις. Στο πανεπιστήμιο το αναγνωρίζω αυτό ως το «σύνδρομο της Μις Αμερική»: ρωτάς έναν υποσχόμενο φοιτητή κάτι, και σου χαρίζει ένα χαμόγελο και μια άψογα διατυπωμένη φράση, προσεκτικά φτιαγμένη για να ζεστάνει την καρδιά ενός μεσήλικα.

Ένας νεαρός μου εξήγησε ότι όλο αυτό το κλίμα τον έκανε να εκτιμά πάνω απ’ όλα την ασφάλεια∙ να βρει ένα σημείο όπου δεν θα κινδυνεύει από την επόμενη απόρριψη. Ο ίδιος ο David Wignall, με τον οποίο ξεκίνησε η συζήτηση, μου έγραψε αργότερα ότι αυτή η «κουλτούρα της απόρριψης» σπρώχνει τους νέους να εκτιμούν την ταχύτητα και την αποφασιστικότητα. Πρέπει να εξειδικευτείς σε ένα άθλημα ή ένα μουσικό όργανο πριν τα 12 σου, ώστε στα 18, όταν αρχίζει το ξεσκαρτάρισμα, να έχεις ήδη εντυπωσιακό βιογραφικό. Πρέπει να κατασκευάσεις μια «καθαρή» αφήγηση ζωής, για να πείσεις μια επιτροπή εισαγωγών. Πρέπει να διαλέξεις καριέρα νωρίς, ώστε να μη σε βασανίζει η αβεβαιότητα.

Οι μεγάλες χρηματοοικονομικές και συμβουλευτικές εταιρείες αξιοποιούν αυτήν την ανάγκη∙ κάνουν προσφορές σε φοιτητές ήδη από το δεύτερο έτος. Νέοι 19 ή 20 ετών, που δεν έχουν προλάβει καν να εξερευνήσουν τις πραγματικές τους επιθυμίες, δέχονται μια λαμπερή δουλειά που εξαφανίζει κάθε αμφιβολία. Ναι, θα περάσουν τα 20 τους ετοιμάζοντας PowerPoint, αλλά τουλάχιστον δεν θα χρειαστεί να υποστούν άλλες απορρίψεις.

Μια φοιτήτρια μου περιέγραψε την «διχοτόμηση» που ζει η παρέα της στο τέλος του τελευταίου έτους: όσοι μπαίνουν στη συμβουλευτική ή στις τράπεζες έχουν ήδη δουλειές, διαμερίσματα, συγκάτοικους, έπιπλα. Οι υπόλοιποι, που κοιτούν προς πιο «δημιουργικούς» τομείς, δεν ξέρουν τι τους περιμένει. Φοβούνται ότι το πτυχίο που νόμιζαν πως θα ανοίξει δρόμους, θα τους γίνει βαρίδι. Κάποιοι μάλιστα αποφεύγουν να γράψουν στο βιογραφικό τους το όνομα του Ivy League πανεπιστημίου τους, μήπως η «ελίτ ταυτότητα» γυρίσει μπούμερανγκ. Η παλιά υπόσχεση, ότι η είσοδος στο σχολείο των ονείρων τους θα εξασφάλιζε το μέλλον, έχει ξεθωριάσει — αν υπήρξε ποτέ αληθινή.

Στο περιοδικό The Atlantic, οι Rogé Karma και Derek Thompson έχουν περιγράψει την παράξενη αγορά εργασίας για τους νέους πτυχιούχους. Η ανεργία είναι χαμηλή, άρα λογικά οι δουλειές θα έπρεπε να είναι πολλές. Κι όμως, οι απόφοιτοι πνίγονται κάτω από βουνά απορρίψεων. Οι εξηγήσεις είναι πολλές: οι εργαζόμενοι αλλάζουν λιγότερο συχνά δουλειά, άρα οι θέσεις για νεοεισερχόμενους μειώνονται∙ το πτυχίο δεν προσφέρει πια το ίδιο συγκριτικό πλεονέκτημα όπως παλιότερα∙ η τεχνητή νοημοσύνη αρχίζει να αντικαθιστά ανθρώπους σε καθήκοντα γραφείου. Ίσως το πρόβλημα είναι πιο βαθύ: παράγουμε περισσότερους «εργάτες γνώσης» από όσους χρειάζεται η αγορά. Ίσως είναι απλώς η λογική της ψηφιακής εποχής: εύκολες αιτήσεις, πολλαπλάσιοι υποψήφιοι, άγριος ανταγωνισμός. Σύμφωνα με το Business Insider, μια θέση για «εργασία γνώσης» συγκεντρώνει σήμερα κατά μέσο όρο 244 αιτήσεις, ενώ το 2019 ήταν μόλις 93.

Οι ψυχολόγοι, όπως ο Roy Baumeister, έχουν μελετήσει τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της απόρριψης — και δεν είναι καθόλου ευχάριστες. Οι άνθρωποι γίνονται πιο επιθετικοί, λιγότερο συμπονετικοί, δυσκολεύονται να ελέγξουν τον εαυτό τους. Η απόρριψη πλήττει βασικές μας ανάγκες: για ανήκειν, για ικανότητα, για έλεγχο πάνω στη ζωή μας. Και το συνεχές «όχι» στέλνει το ίδιο μήνυμα: δεν είσαι αρκετός.

Έτσι ενισχύεται μια σκοτεινή κοσμοαντίληψη που εξαπλώνεται: ότι ο κόσμος είναι εχθρικός και οι άνθρωποι αναξιόπιστοι. Μίλησα με μια νεαρή δημοσιογράφο που φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά της από την τεχνητή νοημοσύνη. Δεν κάνει όνειρα για σπίτι, δεν αποταμιεύει∙ η ίδια και οι φίλοι της προτιμούν να ζήσουν το παρόν, γιατί το μέλλον φαντάζει τόσο αβέβαιο ώστε δεν αξίζει θυσίες.

Κλείνω με μια υπενθύμιση: όλοι όσοι περιέγραψα είναι, υποτίθεται, οι «νικητές» της αμερικανικής αξιοκρατίας. Οι αριστούχοι, τα «χρυσά παιδιά». Μπορεί να ακούγεται σαν πολυτελής γκρίνια — και ίσως είναι, λίγο. Οι νέοι που ενηλικιώθηκαν το 1860, το 1916, το 1932 ή το 1941 σίγουρα δεν ζούσαν ανέμελα.

Ωστόσο, οι συνομιλίες μου και η έρευνα για τις ψυχολογικές και κοινωνικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι νέοι σήμερα με οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: είναι εξαιρετικά δύσκολο να μεγαλώνεις σε αυτήν την εποχή. Σίγουρα θα έπρεπε να υπάρχει ένας ευκολότερος τρόπος να γίνεσαι ενήλικας.

Η ΕΠΟΧΗ από THE NEW YORK TIMES