Πριν από μερικά χρόνια, αποφάσισα να ασχοληθώ σοβαρά με το ερώτημα αν τα ρομπότ θα μας σώσουν. Εν ολίγοις, δεν θα το κάνουν. Τον δέκατο ένατο αιώνα, οι μαρξιστές εξέταζαν τη δύναμη της εκβιομηχάνισης και της αυτοματοποίησης και ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ πίστευε ότι η εργασία που απελευθερωνόταν από τις διαδικασίες που αναπτύσσονταν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει την απελευθέρωση της εργατικής τάξης. Όπως είχα γράψει τότε, περίπου έναν αιώνα μετά τον Μαρξ, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε πίστευε ότι η ανθρωπότητα πλησίαζε σε ένα σημείο στο οποίο αυτός ο μετασχηματισμός ήταν δυνατός, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Αλλά αυτές οι συνθήκες δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Αντ’ αυτού, η καπιταλιστική τάξη επιτάχυνε την πρόοδο της αυτοματοποίησης – με πιο πρόσφατη την τεχνητή νοημοσύνη και τους αλγορίθμους – για να καταστείλει αποτελεσματικότερα τα δικαιώματα των εργαζομένων, τους μισθούς και τη δυνατότητα συλλογικής οργάνωσης.
Στο παρελθόν, το τεχνολογικό πλεονέκτημα που απολάμβαναν τα αφεντικά είχε την τάση να συγκεντρώνεται γύρω από τους χώρους πραγματικής παραγωγής. Αλλά ακολουθώντας τις ευρύτερες τάσεις στην οικονομία – την εκτόπιση της μεταποίησης μέσω της χρηματιστικοποίησης – η εισβολή των μηχανών διαπερνά όλο και περισσότερο και τον κόσμο του χρηματιστικού κεφαλαίου. Οι χρηματιστηριακές συναλλαγές είναι γνωστές γι’ αυτό, αλλά μια πιο πρόσφατη ανησυχητική, και όλο και πιο αντιπροσωπευτική, περίπτωση είναι οι σπιτονοικοκύρηδες ρομπότ. Η τεχνολογία πίσω από αυτούς τους ρομποτικούς ιδιοκτήτες τους επιτρέπει να αγοράζουν και να νοικιάζουν ακίνητα, επιταχύνοντας τη διαδικασία εμπορευματοποίησης της στέγασης – μια διαδικασία που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη εδώ και καιρό.
Η αυξανόμενη τεχνολογική υπεροχή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραιτηθούμε από τον αγώνα για τη δύναμη των μηχανών ως εργαλείων για την απελευθέρωση των εργαζομένων. Αλλά το γεγονός είναι ότι οι ιδιοκτήτες κατέχουν τις μηχανές. Εδώ είναι που το όραμα του Μαρξ για την αυτοματοποιημένη απελευθέρωση μπλοκάρει. Λειτουργεί μόνο αν οι εργάτες έχουν τον έλεγχο των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για να τους καταπιέζουν. Τώρα, όπως και στην εποχή του Μαρξ, συνήθως δεν τον έχουν. Οι καπιταλιστές κατέχουν τα εργοστάσια, όπως παλιά, στα χέρια τους, αξιοποιώντας την υπολογιστική ισχύ για να κυριαρχήσουν τόσο στους εργάτες όσο και στις αγορές.
Στο επίκεντρο της στεγαστικής κρίσης στον Καναδά και σε παρόμοιες χώρες που αντιμετωπίζουν υψηλές τιμές και έλλειψη κατοικιών βρίσκεται η εμπορευματοποίηση και η χρηματιστικοποίηση μιας θεμελιώδους ανθρώπινης ανάγκης. Η στέγαση είναι ένα αδιαπραγμάτευτο κομμάτι της ζωής του καθενός μας, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την αγορά να συσσωρεύει, να τζογάρει και να εκμεταλλεύεται τη στέγαση, ούτε εμποδίζει το κράτος να επιτρέπει αυτού του είδους τη συμπεριφορά. Ακόμα και όταν υπάρχει μια αχτίδα ελπίδας ότι τα πράγματα μπορεί να βελτιωθούν, συνήθως υπάρχει ένα σύννεφο στον ορίζοντα. Στο Οντάριο, ο συντηρητικός πρωθυπουργός Νταγκ Φορντ στοχεύει να ενισχύσει την προσφορά κατοικιών στην περιφέρεια – με το να κόψει και να καταστρέψει τμήματα της Πράσινης Ζώνης, μιας προστατευόμενης φυσικής έκτασης γης με μέγεθος λίγο μεγαλύτερο από οκτώ χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το προτεινόμενο σχέδιο του Φορντ θα είναι μια μεγάλη ενίσχυση για τους εργολάβους – οι οποίοι τυχαίνει να είναι δωρητές των Προοδευτικών Συντηρητικών. Ο Φορντ έχει επίσης πετάξει στη βιομηχανία ένα μεγάλο κόκαλο μειώνοντας τα τέλη ανάπτυξης, τα οποία θα κοστίσουν πολύ στις πόλεις, παρά τα όσα λέει ο πρωθυπουργός.
Ακούμε συχνά ότι οι νέες τεχνολογίες και οι αναδυόμενες εφαρμογές τους θα “μεταμορφώσουν” τη βιομηχανία. Το αποκαλούμε αυτό “καινοτομία” και το γιορτάζουμε ως κατόρθωμα της ανθρώπινης εφευρετικότητας. Η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στην παραγωγή αξίζει να γιορτάζεται – όταν τα οφέλη κατανέμονται ομοιόμορφα και όταν οι εργαζόμενοι προστατεύονται. Πριν από περίπου έναν αιώνα, για παράδειγμα, ο οικονομολόγος John Maynard Keynes προέβλεψε ότι οι μελλοντικοί εργαζόμενοι θα εργάζονται περίπου δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα χάρη στις εξελίξεις στην παραγωγικότητα. Αυτή η εβδομάδα εργασίας δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Τα κέρδη της αποδοτικότητας διοχετεύτηκαν πίσω στους ιδιοκτήτες. Δεν είναι λόγος να πανηγυρίζουμε όταν επιδεινώνουμε τα παλιά προβλήματα εξομαλύνοντας τις όποιες ανωμαλίες μπορεί να υπάρχουν στο δρόμο προς την εκμετάλλευση. Ο άνισος τρόπος με τον οποίο κατανέμονται τα τεχνολογικά κέρδη έχει οδηγήσει κάποιους στοχαστές να ισχυριστούν ότι σύντομα θα εισέλθουμε σε μια περίοδο τεχνολογικής φεουδαρχίας.
Η άνοδος της αυτοματοποίησης, των αλγορίθμων και της τεχνητής νοημοσύνης θα πρέπει να μας αναγκάσει να αναρωτηθούμε ξανά σε ποιον ανήκουν αυτά τα εργαλεία και πώς θα χρησιμοποιηθούν. Διαπιστώνουμε ότι ανήκουν στους ίδιους ανθρώπους που κατέχουν τα πράγματα στα οποία βασιζόμαστε για να επιβιώσουμε – πράγμα που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των αγαθών που προέρχονται από την “καινοτομία” θα πάει στους λίγους, ενώ οι πολλοί θα μείνουν να αγωνίζονται. Όπως ήταν πάντα.
Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι πρέπει να αντισταθούμε στην τεχνολογική ανάπτυξη. Οι ανησυχίες που εκφράζονται σε ιστορίες όπως ο Μαθητευόμενος του Μάγου έχουν γαντζωθεί γερά στη συλλογική μας ψυχή. Αλλά η αναπόφευκτη έκβαση της νέας ψηφιακής ανάπτυξης δεν υποδηλώνει απαραίτητα την άνοδο του Skynet και τη δική μας καταστροφή από το ίδιο μας το χέρι. Αντίθετα, κάθε εξέλιξη είναι δυνητικά επικίνδυνη και πρέπει να αξιολογείται με βάση το ποιος την ελέγχει και για ποιο σκοπό.
Τα αυτόνομα οχήματα ακούγονται ωραία μέχρις ότου έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι η κουλτούρα του αυτοκινήτου και η υποδομή που βασίζεται στο αυτοκίνητο αντιτίθενται στις πυκνές, περιπατητικές, φιλικές προς τους ποδηλάτες πόλεις που διαθέτουν ασφαλή, συχνά, βολικά και οικονομικά προσιτά μέσα μαζικής μεταφοράς. Με τον ίδιο τρόπο, οι ρομποτικοί σπιτονοικοκύρηδες δεν είναι σχεδιασμένοι για να εξυπηρετούν τους ενοικιαστές – να τους βοηθούν να βρουν το κατάλληλο σπίτι, να υποβάλουν αίτηση, να πάρουν έγκριση, να μετακομίσουν και να κάνουν τις επισκευές που μπορεί να χρειαστούν μόλις εγκατασταθούν στο χώρο. Οι ρομποτικοί σπιτονοικοκύρηδες αποσκοπούν στη μείωση του φόρτου εργασίας και του κόστους των ιδιοκτητών ακινήτων που θέλουν να μεγιστοποιήσουν τα έσοδά τους. Η εφαρμογή αυτής της τεχνολογίας στη στέγαση είναι εντελώς δυστοπική. Μια υγιής κοινωνία είναι εκείνη στην οποία η κατανομή της αφθονίας διασφαλίζει ότι τα μέλη της ικανοποιούν βασικές ανάγκες – και η στέγαση είναι μία από τις πιο θεμελιώδεις. Η είσοδος των ρομπότ στο παιχνίδι των ακινήτων είναι σημάδι μιας κοινωνίας βαθιά αρρωστημένης.
Όπως υποστήριξα στο Boston Review το 2018, “Με την αυτοματοποίηση, οι πλουτοκράτες αποκτούν την αυξημένη αποτελεσματικότητα και τις αποδόσεις των νέων μηχανημάτων και διαδικασιών”. Τι γίνεται με τους υπόλοιπους από εμάς; Εμείς παίρνουμε “στάσιμους μισθούς, όλο και πιο επισφαλή εργασία και πολιτισμικα σκουπίδια”. Όπως υποστήριξα τότε, και το οποίο μοιάζει πιο αληθινό τώρα, ο αγώνας που αντιμετωπίζουμε δεν αφορά την τεχνολογία – των εργαλείων που χρησιμοποιούμε – αλλά την εφαρμογή. Είναι ένας αγώνας για την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής. Καθώς εμφανίζονται νέες και εντυπωσιακές τεχνολογίες, και καθώς οι εφαρμογές τους γίνονται πιο δελεαστικές και διαδεδομένες, οφείλουμε να θυμόμαστε περί τίνος πρόκειται και να έχουμε το νου μας στο στόχο. Μπορούμε να φανταστούμε ένα μέλλον στο οποίο τα ρομπότ θα ανήκουν και θα εργάζονται για τους πολλούς αντί για τους λίγους.
Ο David Moscrop είναι συγγραφέας και πολιτικός σχολιαστής. Είναι οικοδεσπότης του podcast Open to Debate και συγγραφέας του βιβλίου Too Dumb For Democracy? Why We Make Bad Political Decisions and How We Can Make Better Ones.
Μετάφραση: Κώστας Ψιούρης