Macro

Ντάρια Σαμπούροβα: Αντιμετωπίζοντας ερωτήματα για την Ουκρανία

Το να πιστεύει κάποιος ότι η κοινωνική επανάσταση θα ήταν δυνατή χωρίς εξεγέρσεις των μικρών εθνών στις αποικίες και στην Ευρώπη, χωρίς επαναστατικές εκρήξεις ενός τμήματος της μικροαστικής τάξης με όλες τις προκαταλήψεις της, χωρίς κίνημα των προλεταριακών και ημι-προλεταριακών μαζών χωρίς πολιτική συνείδηση κατά της φεουδαλικής, κληρικής, μοναρχικής, εθνικής κ.λπ., κυριαρχίας, ισοδυναμεί με το να αποκηρύσσει την κοινωνική επανάσταση. Θα ήταν σαν κάποιος να φανταζόταν ότι ένας στρατός θα πάρει κάποια στιγμή μια θέση και θα πει “Εμείς είμαστε για το σοσιαλισμό” και τότε θα γίνει η κοινωνική επανάσταση! […] Οποιοσδήποτε περιμένει μια “καθαρή” κοινωνική επανάσταση δεν θα ζήσει αρκετά για να την δει. Γιατί δεν θα είναι παρά μόνο στα λόγια επαναστάτης που δεν καταλαβαίνει καθόλου τι είναι μια αληθινή επανάσταση.

Λένιν “Απολογισμός της συζήτησης για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση”, 1916
 
 
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2022, ο Πούτιν επικύρωσε την προσάρτηση των περιοχών Ντονέτσκ, Λουγκάνσκ, Χερσόνα και Ζαπορίζια από τη Ρωσία, μετά από στημένα δημοψηφίσματα που οργάνωσε 23 με 27 Σεπτεμβρίου, επαναλαμβάνοντας το σενάριο που είχε ήδη δοκιμάσει το 2014 στην Κριμαία και στο Ντονμπάς. Αυτό το πραξικόπημα εν μέσω μιας μεγάλης αντεπίθεσης του ουκρανικού στρατού στις περιοχές του Χάρκοβο και του Ντονέτσκ είχε ως στόχο να δικαιολογήσει τη λεγόμενη “μερική επιστράτευση” που ανήγγειλε στις 21 Σεπτεμβρίου. Ενώ αυτό το νέο αυτό επεισόδιο “λαϊκής αυτοδιάθεσης” θα αρκούσε από μόνο του για να φωτίσει εκ των υστέρων και ό,τι συνέβη το 2014, κάποιες φωνές στην Αριστερά εξακολουθούν ακόμα να κατηγορούν την Ουκρανία πως έχει την ευθύνη για τη σημερινή στρατιωτική κλιμάκωση. Το παρόν κείμενο επανέρχεται στα γεγονότα του 2014-2022 για να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα που συνεχίζουν να πλανώνται σε ένα τμήμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, εμποδίζοντας την αλληλεγγύη της με τη λαϊκή ουκρανική αντίσταση. Ερωτήματα που αφορούν το αποσχιστικό κίνημα και τον πόλεμο στο Ντονμπάς, τις συμφωνίες του Μινσκ, την πολιτική της κυβέρνησης μετά το Μαϊντάν, την ανάπτυξη της άκρας δεξιάς και τις προοπτικές της Αριστεράς στην Ουκρανία.
 
Ι. Από την προσάρτηση της Κριμαίας στον πόλεμο στο Ντονμπάς
 
Εμφύλιος ή επιθετικός πόλεμος;
Στις 27 Φεβρουαρίου 2014, λίγες μέρες μετά την πτώση Γιανουκόβιτς σε συνέχεια της επανάστασης του Μαϊντάν, μια ομάδα ένοπλων παίρνει τον έλεγχο του Κοινοβουλίου και τα γραφεία των υπουργών στην Κριμαία. Την επαύριο, οι “μικροί πρασινοφορεμένοι”, φαντάροι με στρατιωτικές στολές χωρίς διακριτικά, καταλαμβάνουν τα αεροδρόμια της Σεβαστούπολης και της Σιμφερόπολης, καθώς και άλλα στρατηγικά σημεία της χερσονήσου.
Σχεδόν τα δύο τρίτα των ουκρανικών στρατευμάτων που στάθμευαν στην Κριμαία και το 99% των ομάδων ασφαλείας περνάνε στη ρωσική πλευρά (Stepaniuk, 2022:90). Μόλις τρεις εβδομάδες αργότερα, μετά από ένα δημοψήφισμα που διοργανώνεται εσπευσμένα, ο Πούτιν υπογράφει την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία (d’Anieri, 2019:1).
Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, στην ανατολική Ουκρανία, οι αποσχιστικές δυνάμεις παίρνουν τον έλεγχο των διοικητικών κτιρίων στο Ντονέτσκ, το Λουγκάνσκ και το Χάρκοβο και καλούν σε διοργάνωση δημοψηφισμάτων για την ανεξαρτησία αυτών των περιοχών. Ενώ οι ουκρανικές αρχές ξαναπαίρνουν γρήγορα τον έλεγχο στο Χάρκοβο, δεν καταφέρνουν να ανακτήσουν τις περιοχές του Νοντέτσκ και του Λουγκάνσκ και η αντεπανάσταση κινδυνεύει να επεκταθεί και σε άλλες πόλεις στα νοτιο-ανατολικά. Η ουκρανική κυβέρνηση στη δημιουργία των Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ (οι οποίες κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους το Μάιο) απαντά με την έναρξη μιας “αντιτρομοκρατικής επιχείρησης” (ΑΤΟ) με μάχες που θα διαρκέσουν έως το Φεβρουάριο του 2015, ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας Μινσκ ΙΙ. Παρά το ό,τι η συμφωνία συμβάλλει σε σημαντική μείωση της έντασης στις μάχες, γνωρίζει, ως γνωστόν, την ίδια αποτυχία με την πρώτη συμφωνία του Σεπτεμβρίου 2014. Πριν από την εισβολή του Φεβρουαρίου 2022, ο πόλεμος έχει ήδη προκαλέσει πάνω από 13.000 νεκρούς και σχεδόν 2 εκατομμύρια πρόσφυγες (Melnyk, 2022).
Τα πιο συχνά ερωτήματα που τίθενται συχνότερα σε σχέση με αυτά τα γεγονότα αφορούν τη φύση της σύγκρουσης στο Ντονμπάς και το αναπόφευκτο της επέκτασής της: ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος, ένας πόλεμος ρωσικής επίθεσης κατά της Ουκρανίας ή ένας πόλεμος που εξαρχής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δι-ιμπεριαλιστικός; Και δεύτερον, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η συνέχιση του πολέμου στο Ντονμπάς και η εισβολή μεγάλης κλίμακας στην Ουκρανία εάν είχαν πραγματικά εφαρμοστεί οι συμφωνίες του Μινσκ;
Εάν αναζητούσαμε μια καθαρά εμπειρική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πόλεμος στο Ντονμπάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εμφύλιος πόλεμος, στο μέτρο που ένα τμήμα των κατοίκων του πράγματι συμμετείχε αρχικά στις διαδηλώσεις ενάντια στο (ευρώ) Μαϊντάν και κατόπιν στο φιλορωσικό αποσχιστικό κίνημα. Το γεγονός ότι οι αντιμαχόμενες πλευρές είχαν εξωτερική στήριξη δεν αλλάζει την ισχύ του χαρακτηρισμού: οι εμφύλιοι πόλεμοι γενικά συνεπάγονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, και εξωτερικές παρεμβάσεις. Όμως, από πολιτική άποψη, το διακύβευμα ξεπερνάει πολύ γρήγορα τη διάσταση ενός απλώς εμπειρικού ή θεωρητικού ζητήματος και μετατρέπεται σε θέμα τοποθέτησης, καθώς προκύπτουν αντίστοιχες ευθύνες οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν τη λήψη πολιτικών στάσεων απέναντι στη σύγκρουση στο Ντονμπάς (Marples, 2022:2 / Goujon, 2021:79).
Ετσι, ο όρος “εμφύλιος πόλεμος” για να περιγραφεί αυτό που γίνεται παίρνει τη θέση του στο ιδεολογικό οπλοστάσιο της ρωσικής προπαγάνδας. Από την πλευρά της Ουκρανίας, όπως και των ευρωπαϊκών θεσμών, ο όρος “εμφύλιος πόλεμος” αντίθετα παραμερίζεται, παρόλο που αναγνωρίζουν και τη συμμετοχή τοπικών πληθυσμών στο αποσχιστικό κίνημα. Ο πόλεμος στο Ντονμπάς χαρακτηρίζεται ήδη από το 2014 (και επισήμως από το 2018) ως “ρωσικός επιθετικός πόλεμος”, για να υπογραμμιστούν όχι μόνο η στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας σε έναν εμφύλιο πόλεμο που είχε ήδη ξεκινήσει αλλά, κυρίως, ο καθοριστικός της ρόλος στο έναυσμά του (Cherviatsova, 2022: 29). Με αυτόν τον τρόπο, δεν αποσιωπείται το γεγονός ότι τμήματα του τοπικού πληθυσμού εντάσσονται στους αποσχιστές, απλώς θεωρούνται ως μαριονέτες του Κρεμλίνου.

Το αποσχιστικό κίνημα: ποιά είναι η εμπλοκή της Ρωσίας;

Στην πραγματικότητα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι και τα δύο στοιχεία είναι παρόντα και ότι το ζήτημα πρέπει να επικεντρωθεί στη σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές διαστάσεις της σύγκρουσης. Είναι σίγουρο πως το αποσχιστικό κίνημα δεν θα μπορούσε να εδραιωθεί δίχως μια ελάχιστη στήριξη από τους τοπικούς πληθυσμούς ή μάλλον χωρίς την έλλειψη στήριξης προς την κεντρική εξουσία μετά το Μαϊντάν και την επιχείρηση απελευθέρωσης του Ντονμπάς που ξεκίνησε η ουκρανική κυβέρνηση την άνοιξη του 2014. Δεν υπάρχουν αξιόπιστες δημοσκοπήσεις στα εδάφη υπό τον έλεγχο των αποσχιστικών δυνάμεων. Αλλά πρέπει να θυμίσουμε ότι στα εδάφη αυτά το Κόμμα των Περιφερειών και ο ηγέτης του Γιανουκόβιτς, ο οποίος προέρχεται από το Ντονέτσκ, είχε πάρει πάνω από το 80% των ψήφων στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2010. Ένα μεγάλο τμήμα του κατά πλειοψηφία ρωσόφωνου πληθυσμού θεωρεί τον εαυτό του ως “εθνικά Ρώσο”, συμμερίζεται αισθήματα νοσταλγίας για την ΕΣΣΔ – τόσο για τις θετικές κοινωνικοοικονομικές της πλευρές όσο και για τις συντηρητικές κοινωνικοπολιτικές της πτυχές – ενώ και το σύνολο της περιοχής αυτής εξαρτάται, σε οικονομικό επίπεδο, από τις σχέσεις με τη Ρωσία (Marples, 2022 : 3-4).
Ετσι, τα γεγονότα του 2014 μπορούν να κατανοηθούν ως τη κατάληξη μιας διαδικασίας όπου, κατά την προηγούμενη δεκαετία, οι ταυτοτικοί και οι πραγματικοί οικονομικοί διαχωρισμοί επενδύθηκαν και εργαλειοποιήθηκαν πολιτικά από διαφορετικές ομάδες του ουκρανικού κεφαλαίου. Η όξυνση των διαχωρισμών επέτρεπε σε καθεμία από αυτές τις ομάδες να αναδεικνύεται διαμέσου του εκλογικού παιχνιδιού και να σπρώχνει σε δεύτερο επίπεδο τις κοινές κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές ανησυχίες των λαϊκών τάξεων σε όλες τις περιοχές της Ουκρανίας.
Δεν συνέβαινε πάντα αυτό. Τα εθνο-πολιτιστικά και γλωσσικά ζητήματα έγιναν πολιτικά κεντρικά μόνο μετά τις εκλογές του 2004, στις οποίες αντιπαρατάχθηκαν ο Βικτόρ Γιανουκόβιτς και ο Βικτόρ Γιουσένκο. Είναι και η στιγμή όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα περιθωριοποιείται ως ανεξάρτητος παράγοντας της πολιτικής ζωής, εντασσόμενο σε συνασπισμό με το Κόμμα των Περιφερειών. Από το 2004 και μετά, η ουκρανική πολιτική ζωή θα είναι πλέον και μόνιμα δομημένη σύμφωνα με το διαχωρισμό ανάμεσα, από τη μια πλευρά, στο εθνικό-δημοκρατικό στρατόπεδο, φιλελεύθερο και φιλοευρωπαϊκό που διεκδικεί μια δυτικο-ουκρανική ταυτότητα, και, από την άλλη, στο πατερναλιστικό, ρωσόφωνο, φιλορώσικο στρατόπεδο, που διεκδικεί μια νοτιοανατολικο- ουκρανική ταυτότητα.
Ο διαίρεση αυτή παίρνει επίσης τη μορφή μιας πάλης γύρω από την ιστορική μνήμη: οι μεν διεκδικούν ένα κίνημα εθνικής απελευθέρωσης, γύρω από τη μορφή του Μπαντέρα ως εθνικού ήρωα, ενώ οι άλλοι προβάλλουν το “Μεγάλο Πατριωτικό Αγώνα” κατά του φασισμού. Το κάθε ένα από τα στρατόπεδα αναπτύσσει μια εικόνα “διαβόλου” για το άλλο: οι Δυτικοουκρανοί στιγματίζονται ως οι κληρονόμοι των συνεργατών των ναζί και οι Ανατολικοουκρανοί ως οι νοσταλγοί του σταλινισμού που ευθύνεται για το θάνατο πολλών εκατομμυρίων Ουκρανών στο μεγάλο λιμό της δεκαετίας του 1930. Η τοπική αυτή δυναμική συνοδεύεται, σε γεωπολιτικό επίπεδο, από μια αύξηση των εντάσεων ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση, που τελικά θα αποκρυσταλλωθούν, με ειδικό τρόπο, γύρω από το ουκρανικό ζήτημα (Gorbach, 2022).
Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πλειονότητα του πληθυσμού του Ντονμπάς ήταν ενάντια στην υπογραφή συμφωνίας Ελεύθερων Συναλλαγών με την Ευρωπαϊκή Ένωση (55,2% “όχι”) και υπέρ της Τελωνειακής Ένωσης με τη Ρωσική Ομοσπονδία (64,5% “ναι”). Σύμφωνα με μία δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου 2013, το 13% των ερωτώμενων δήλωναν ότι υποστηρίζουν το Ευρωμαϊντάν, ενώ το 81% δήλωναν ότι δεν το υποστηρίζουν (Risch, 2022 : 10-11). Η στάση της πλειοψηφίας των κατοίκων του Ντονμπάς απέναντι στο Μαϊντάν κυμαινόταν μεταξύ αδιαφορίας και εχθρότητας, η οποία ενισχυόταν και από την ταξική περιφρόνηση με την οποία αντιμετωπίζονταν από τους φιλο-Μαϊντάν.
Ωστόσο, το Μαϊντάν διέθετε τη δυναμική να ενώσει όχι μόνο τις αστικές δημοκρατικές δυνάμεις, αλλά και τις εργαζόμενες τάξεις όλης της χώρας γύρω από κοινές διεκδικήσεις. Και παρόλο που ήταν λιγότερο μαζικές, φιλο-Μαϊντάν διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και στο Ντονμπάς, διαμαρτυρίες κατά της διαφθοράς, ενάντια στις καταχρήσεις του αστυνομικού κράτους και του αποδιοργανωμένου δικαστικού συστήματος καθώς και υπέρ των αξιών που συνδέονταν -καλώς ή κακώς- με την Ευρώπη, όπως η δημοκρατία, ο σεβασμός του νόμου, τα πολιτικά και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και για αυξήσεις στους μισθούς και στο επίπεδο ζωής. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή πνίγηκε, αφενός λόγω της εισόδου στο κίνημα των ομάδων της άκρας δεξιάς που επικαθόρισε το Ευρωμαϊντάν του Κιέβου με μια εθνικιστική ατζέντα και, αφετέρου, από την προσπάθεια των τοπικών αρχών στα ανατολικά να δυσφημίσουν το κίνημα (Risch, 2022 / Diagtiar, 2014). Όπως και στο Κίεβο, οι τοπικοί εκπρόσωποι του κυβερνώντος κόμματος απάντησαν με τη συγκρότηση πολιτοφυλακών για να εκφοβίσουν, να δυσφημίσουν και να διαλύσουν τους διαδηλωτές. Και, όπως και στο Κίεβο, οργάνωσαν και χρηματοδότησαν αντιδιαδηλώσεις φιλοκυβερνητικές και κατά του Μαϊντάν. Τέλος, η ριζοσπαστικοποίηση των διαδηλώσεων στο Κίεβο που οδήγησαν στην ανατροπή του καθεστώτος, καθώς και η ανάκληση από τη μεταβατική κυβέρνηση του νόμου για τις “περιφερειακές γλώσσες” που είχε υιοθετηθεί δύο χρόνια νωρίτερα, ενίσχυσαν την ιδέα, που την πρόβαλαν κυρίως τα ΜΜΕ, ότι οι Ουκρανοί εθνικιστές θα δημιουργούσαν χάος στο Ντονμπάς, θα καταπίεζαν τους ρωσόφωνους πληθυσμούς και, με το ριζικά φιλοευρωπαϊκό επαναπροσανατολισμό της χώρας, θα απειλούσαν τις κοινωνικοοικονομικές ισορροπίες της περιοχής.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εξαρχής υπήρχε μια πλατιά λαϊκή κινητοποίηση για την ανεξαρτησία των περιοχών αυτών ή και για την προσάρτησή τους στη Ρωσία, ούτε ότι η κριτική του Μαϊντάν αναγκαστικά θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο. Οι αποσχιστικές και πανρωσικές οργανώσεις (“Δημοκρατία του Ντονέτσκ”, “Λέσχη Οπαδών της Νοβοροσίγια”, “Ρώσικος Συνασπισμός”, κλπ.) ήταν πολύ περιθωριακές πριν το 2014. Έως το Φεβρουάριο του 2014, οι διαδηλώσεις τους για να καταδικάσουν το “φασιστικό πραξικόπημα”, υπέρ της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και για την προσάρτηση του Ντονμπάς στη Ρωσία δεν μάζευαν παρά μόνο μερικές δεκάδες άτομα (Risch, 2022:17). Η διάδοση της θεματικής “απόσχιση” ήταν πολύ περισσότερο έργο των τοπικών ελίτ και ορισμένων πολύ μειοψηφικών δυνάμεων που με τη στήριξη της Ρωσίας μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τη διάχυτη λαϊκή δυσαρέσκεια κατά της νέας κυβέρνησης. Οι συνεντεύξεις με προερχόμενους από τις αποσχιστικές περιοχές μαρτυρούν ένα αίσθημα ανημπόριας, μιαν αίσθηση ομηρίας σε γεωπολιτικά παιχνίδια που τους ξεπερνούν, μιαν αγανάκτηση ενάντια σε όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές και μια βαθιά επιθυμία για επιστροφή στην ειρήνη (Gritsiuk, 2020).
Αυτό το χαμηλό επίπεδο λαϊκής κινητοποίησης έρχεται σε γοερή αντίθεση με τη σημερινή αντίσταση των Ουκρανών απέναντι στη ρωσική εισβολή, με το 98% των ερωτώμενων στις τελευταίες δημοσκοπήσεις να δηλώνουν ισχυρή στήριξη στον ουκρανικό στρατό 1.
Μπορούμε επομένως να πούμε ότι χωρίς την παρέμβαση της Ρωσίας, η καχυποψία των πληθυσμών του Ντονμπάς απέναντι στην επανάσταση του Μαϊντάν ασφαλώς και δεν θα είχε μετατραπεί σε εμφύλιο πόλεμο.
1
Κατ’ αρχάς, ήταν ο τεράστιος ρόλος που έπαιξε η ρωσική προπαγάνδα για την παρουσίαση του Μαϊντάν ως φασιστικό πραξικόπημα που είχαν ενορχηστρώσει οι ΗΠΑ. Τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης όπως και εκείνα που ελέγχουν οι φιλορώσικες τοπικές ελίτ – οι κύριες πηγές πληροφόρησης για τους ντόπιους πληθυσμούς – διέδιδαν όλων των ειδών τις ψευδείς ειδήσεις και φήμες σε σχέση με τη μοίρα που θα είχαν οι ρωσόφωνοι πληθυσμοί από τη νέα κυβέρνηση του Κιέβου: οι ρωσόφωνοι θα απολύονταν από τις θέσεις τους στις δημόσιες υπηρεσίες και επιχειρήσεις ή και θα εξορίζονταν από τη χώρα, οι “μπαντεριστές” θα έρχονταν στο Ντονμπάς να σπείρουν τον τρόμο και τη βία, τα ανθρακωρυχεία του Ντονμπάς θα έκλειναν οριστικά και θα γίνονταν αποθηκευτικοί χώροι για τα ραδιενεργά απόβλητα των ευρωπαϊκών χωρών, οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιούσαν την Ουκρανία ως πολεμική βάση ενάντια στη Ρωσία. Στην πολιτική κρίση το χειμώνα και άνοιξη 2013-2014, η Ρωσία θεωρήθηκε όλο και περισσότερο ως εγγυήτρια ειρήνης και σταθερότητας (Risch, 2022 : 22-23).
Επειτα, ήταν η άμεση εμπλοκή των συμβούλων του Κρεμλίνου, όπως οι Σουρκόφ και Γλαζίρεφ, καθώς και των ρωσικών ειδικών δυνάμεων στις διαδηλώσεις κατά του Μαϊντάν και στην αποσχιστική εξέγερση με σημαία τη “Ρωσική Άνοιξη”. Η επιχείρηση οργανώθηκε αρχικά από το Ρώσο πολίτη Ιγκορ Γκιρκίν (Στρελκόφ), ο οποίος αντικαταστάθηκε αργότερα από τον πολίτη του Ντονέτσκ Αλεξάντερ Ζακαρσένκο για να δοθεί μεγαλύτερη αξιοπιστία στην ηγεσία των νέων δημοκρατιών (Marples, 2022 : 3).
Τέλος, ήδη από τον Ιούνιο του 2014, η Ρωσία εμπλέκεται στον πόλεμο όχι μόνο με την αποστολή βαρέων όπλων προς τις τοπικές αποσχιστικές δυνάμεις αλλά και με τη συμμετοχή ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στις μάχες στο Ιλόβαϊσκ τον Αύγουστο 2014, στο Ντεμπάλτσεβε το Φλεβάρη 2015 κ.λπ (Goujon, 2021 : 80). Η στρατιωτική επέμβαση έγινε ακριβώς τη στιγμή που ο ουκρανικός στρατός και τα εθελοντικά τάγματα ήταν έτοιμα να νικήσουν καθοριστικά τις αποσχιστικές δυνάμεις. Είναι η είσοδος του ρωσικού στρατού στον πόλεμο που ανατρέπει τους συσχετισμούς δύναμης, σπρώχνοντας τον Ουκρανό πρόεδρο Ποροσένκο να ξεκινήσει τη διαδικασία διαπραγματεύσεων και να υπογράψει την εκεχειρία γνωστή με το όνομα «Συμφωνίες του Μινσκ ».
Οι συμφωνίες του Μινσκ: ο πόλεμος που μπορούσε να αποφευχθεί;
Πρέπει να θυμίσουμε ότι οι συμφωνίες του Μινσκ γίνονται όταν η ουκρανική κυβέρνηση βρίσκεται σε δυσμενή θέση από στρατιωτική άποψη, σε μια στιγμή που η Ρωσία ανατρέπει την κατάσταση στο πολεμικό πεδίο και απειλεί να συνεχίσει τις εδαφικές κατακτήσεις της στα ανατολικά και νότια της Ουκρανίας, με διακύβευμα τη δημιουργία ενός χερσαίου διαδρόμου από την Κριμαία προς την Υπερδνειστερία.
‘Ηδη εκείνη τη στιγμή υπήρχε πραγματικός φόβος για εκτεταμένη εισβολή στη χώρα. Η Ουκρανία ήταν έτσι αναγκασμένη να δεχτεί τους όρους των διαπραγματεύσεων. Για τη Ρωσία, ήταν το μέσο για να κρατήσει μιαν αποφασιστική επιρροή στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ουκρανίας διότι, με την απώλεια της Κριμαίας και ενός τμήματος του Ντονμπάς, η Ουκρανία έχανε και το περισσότερο φιλο-ρωσικό εκλογικό σώμα. Προκειμένου να εξασφαλίσει τον έλεγχο της πρώην ημι-αποικίας της, η Ρωσία είχε περισσότερο συμφέρον να επανενταχθούν στην Ουκρανία οι αποσχιστικές περιοχές με τον όρο της ομοσπονδιοποίησης της χώρας (καμία στρατηγική απόφαση δεν θα μπορούσε να παρθεί χωρίς τη συμφωνία όλων των μελών της ομοσπονδίας) παρά να αναγνωριστεί η ανεξαρτησία τους ή να προσαρτηθούν οριστικά στη Ρωσία, που ωστόσο οι ίδιες οι αποσχιστικές δυνάμεις επιθυμούσαν.
Οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιήθηκαν δύο φορές: το Σεπτέμβριο 2014 (Μινσκ Ι) και, κατόπιν, το Φεβρουάριο 2015 (Μινσκ ΙΙ). Οι συμφωνίες του Μινσκ περιλάμβαναν πολλά σημεία, σε ένα τμήμα για την ασφάλεια (ανακωχή, απόσυρση των βαρέων όπλων, ανταλλαγή αιχμαλώτων, αποκατάσταση των ουκρανικών συνόρων) και σε ένα πολιτικό τμήμα (αμνηστία όσων είχαν εμπλακεί στο αποσχιστικό κίνημα, συνταγματική μεταρρύθμιση της Ουκρανίας με καθιέρωση μιας αρχής αποκέντρωσης της εξουσίας, αναγνώριση ενός ειδικού καθεστώτος για τις περιοχές του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ, διοργάνωση τοπικών εκλογών).
Κανένα από τα σημεία των συμφωνιών δεν εφαρμόστηκε πλήρως. Η αποτυχία εξηγείται από το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων στο πολιτικό ζήτημα. Η Ουκρανία απαιτούσε οι τοπικές εκλογές να διοργανωθούν με βάση τον ουκρανικό νόμο, με εποπτεία από ανεξάρτητους διεθνείς οργανισμούς και αφού θα είχαν διαλυθεί και αποσυρθεί προηγουμένως όλοι οι παράνομοι στρατιωτικοί σχηματισμοί (αποσχιστικές δυνάμεις, μισθοφόροι και τακτικός ρωσικός στρατός) ώστε να ανακτήσει η Ουκρανία τον έλεγχο των συνόρων της. Ο Πούτιν, από τη μεριά του, ήθελε η διαδικασία να αρχίσει με τις τοπικές εκλογές και τη συνταγματική μεταρρύθμιση.
Το άλλο σημείο διαφωνίας αφορούσε την αμνηστία για τους ηγέτες των αποσχιστικών δημοκρατιών και την αναγνώριση “ειδικού καθεστώτος” για το Ντονμπάς. Το ειδικό καθεστώς συνεπαγόταν ότι οι περιοχές θα μπορούσαν να έχουν αυτόνομη οικονομική, κοινωνική, γλωσσική και πολιτιστική πολιτικές, να διορίζουν τις εισαγγελίες και να έχουν ανεξάρτητα όργανα δικαιοσύνης, καθώς και να διαθέτουν τις δικές τους «λαϊκές πολιτοφυλακές». Το κείμενο επίσης άφηνε να εννοηθεί ότι η κεντρική κυβέρνηση έπρεπε να συμβάλει στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των περιοχών του Λουγκάνσκ – Ντονέτσκ και της Ρωσίας. Συγκεκριμένα, το κείμενο των συμφωνιών είχε ως στόχο να νομιμοποιήσει το status quo : οι τωρινοί αποσχιστές ηγέτες θα γίνονταν οι επίσημοι εκπρόσωποι της ουκρανικής εξουσίας στις κατεχόμενες περιοχές, τα στρατιωτικά τους τμήματα θα διατηρούνταν και θα αναλάμβαναν επισήμως τον έλεγχο των ρωσο- ουκρανικών συνόρων.
Με αυτή τη μορφή, οι συμφωνίες του Μινσκ δεν θα μπορούσαν να αφομοιωθούν από την ουκρανική κοινωνία. Το περισσότερο που εξασφάλιζαν ήταν ένα προσωρινό πάγωμα της σύγκρουσης. Ήταν σαφές ότι για τη Ρωσία ο στόχος ήταν να χρησιμοποιηθούν οι συμφωνίες ως ένα διαρκές εργαλείο ανάμειξης στις ουκρανικές υποθέσεις, έτσι ώστε να εμποδιστεί η χώρα να διεξάγει ανεξάρτητη εξωτερική και εσωτερική πολιτική και για να εμποδιστούν νέες λαϊκές εξεγέρσεις ενάντια στους τοπικούς μηχανισμούς μεταβίβασης της νεοαποικιακής της κυριαρχίας. Εξάλλου, οι συμφωνίες αυτές δεν έδιναν και καμία λύση το πρόβλημα της Κριμαίας (Cherviatsova, 2022). Η εφαρμογή των συμφωνιών από την ουκρανική κυβέρνηση θα είχε οδηγήσει με σιγουριά σε μια νέα πολιτική κρίση, σε ένα νέο Μαϊντάν που θα οργανωνόταν αυτή τη φορά από τις πιο αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις. Από την άποψη της realpolitik, μπορεί πάντα να πει κανείς ότι η ουκρανική κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε αποφύγει τον πόλεμο κάνοντας παραχωρήσεις στη Ρωσία. Αλλά μια τέτοια διατύπωση θα ισοδυναμούσε με το να εγκαλείται το θύμα και την αποδοχή πως οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπορούν να υπαγορεύουν με τα όπλα στους λαούς τους όρους της υποταγής τους.
 
ΙΙ. Πολιτική και κοινωνική ζωή στην Ουκρανία 2014 – 2022
Εκλογική εναλλαγή και νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις
Σε αυτό το πλαίσιο πολέμου και αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων, η θητεία του Πέτρο Ποροσένκο χαρακτηρίζεται από την αχαλίνωτη πορεία της εγχώριας πολιτικής προς τα δεξιά και από την ενίσχυση ενός στρατιωτικοποιημένου λόγου που απαντούσε στα αιτήματα του πιο εθνικιστικού τμήματος της κοινωνίας των πολιτών μετά το Μαϊντάν. Ο Ποροσένκο δήλωνε τη θέλησή του να πάει τον πόλεμο ως την ανάκτηση της Κριμαίας, να συνεχίσει την αύξηση των στρατιωτικών προϋπολογισμών και να προωθήσει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Τον Απρίλιο του 2019, ωστόσο, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι κερδίζει το δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών με πάνω από 73% των ψήφων και το κόμμα του “Υπηρέτης του Λαού”, από το όνομα της διάσημης τηλεοπτικής σειράς στην οποία οφείλει τη δημοφιλία του ο Ζελένσκι, πετυχαίνει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο με 43 % των ψήφων. Η εκλογική καμπάνια του Ζελένσκι στηρίχτηκε, κλασικά, σε συνθήματα κατά των ολιγαρχών και κατά της διαφθοράς και ένα τμήμα της νίκης του μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι παρουσιάστηκε ως ένα « αντισυστημικός » υποψήφιος απέναντι στον προηγούμενο πρόεδρο ο οποίος, για ακόμα μια φορά, είχε επωφεληθεί από τη θητεία του για να αυξήσει σημαντικά την περιουσία του. Αλλά ο Ζελένσκι επίσης κατέβηκε και με την υπόσχεση να τελειώσει τη σύγκρουση στο Ντονμπάς. Οι Ουκρανοί και οι Ουκρανές απέρριψαν, έτσι, σαφώς με την ψήφο τους το συντηρητικό – εθνικιστικό πρόγραμμα του Ποροσένκο, του οποίου η καμπάνια είχε για σύνθημα το « Στρατός, Γλώσσα, Πίστη ».
Στο θέμα του Ντονμπάς, ο Ζελένσκι τελικά αναγκάστηκε να διατηρήσει την πορεία του προκατόχου του, καθώς βρέθηκε εν μέσω δύο πυρών : από τη μια, το Κρεμλίνο δεν έδειξε καμιά διάθεση να κάνει παραχωρήσει στις διαπραγματεύσεις και, από την άλλη, το εθνικο- φιλελεύθερο τμήμα της ουκρανικής κοινωνίας των πολιτών αρνήθηκε να δεχτεί ένα σενάριο υποχώρησης απέναντι στη Ρωσία και τους αποσχιστές. Η θητεία του άρχισε με ανταλλαγή αιχμαλώτων και με απόσυρση των ουκρανικών στρατευμάτων από ορισμένες πόλεις στα σύνορα με τις αποσχιστικές Δημοκρατίες. Αλλά η επάνοδος σε διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία, με την ευκαιρία της συνάντησης Ζελένσκι και Πούτιν στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 2019, αντιμετωπίστηκε με διαδηλώσεις στο Κίεβο με τη στήριξη των κομμάτων της εθνικιστικής αντιπολίτευσης, τους συνδέσμους παλαιών πολεμιστών και τις ομάδες της άκρας δεξιάς. Σε αυτό το νέο γύρο των διαπραγματεύσεων, ο Ζελένσκι δεν κατάφερε να πετύχει τη διενέργεια των τοπικών εκλογών στο Ντονμπάς μετά τη διάλυση των αποσχιστικών πολιτοφυλακών, την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων και την επάνοδο των ανατολικών συνόρων με τη Ρωσία στον έλεγχο της Ουκρανίας. Οι διαπραγματεύσεις βρέθηκαν και πάλι σε αδιέξοδο, από το οποίο το Κρεμλίνο αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο της κλιμάκωσης, εισβάλλοντας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022.
Και στο εσωτερικό πεδίο, ο Ζελένσκι συνέχισε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του προκατόχου του, με βάση στις απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Με την κρίσιμη αλλαγή του γεωπολιτικού προσανατολισμού αλλάζει σταδιακά και η δομή της ουκρανικής οικονομίας, με το τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής που παραδοσιακά εξαγόταν προς της Ρωσία να μειώνεται και, ταυτόχρονα, να αυξάνεται το τμήμα των πρώτων υλών και της αγροτικής παραγωγής που εξάγεται προς την Ευρώπη (Kravchuk, 2016 / Kravchuk, 2018). Αλλά η ουκρανική οικονομία κυρίως είναι υπερχρεωμένη και εξαρτάται μαζικά από τα δάνεια του ΔΝΤ που χορηγούνται έναντι μέτρων λιτότητας.
Το Μάρτιο 2015, το ΔΝΤ χορηγεί στην Ουκρανία ένα δάνειο 16 δις ευρώ στο φόντο της οικονομικής κρίσης στην οποία βυθίζεται η χώρα μετά τα γεγονότα του Μαϊντάν και την αρχή της σύγκρουσης στο Ντονμπάς. Οι όροι του δανείου περιλαμβάνουν παραδοσιακά μια σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με μείωση των δημοσίων δαπανών (Dutchak et al, 2018). Μεταξύ των μεταρρυθμίσεων αυτών, είναι η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου για τον πληθυσμό, η μείωση του αριθμού των θέσεων εργασίας στη δημόσια διοίκηση, η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης (Chernina, 2017a).
Η μεταρρύθμιση της Υγείας προέβλεπε αλλαγές στον τρόπο χρηματοδότησης των οργανισμών παροχών υγείας, σύμφωνα με τις αρχές της αυτοχρηματοδότησης και της κερδοφορίας, χτυπώντας έτσι την αρχή της δωρεάν και καθολικής περίθαλψης που έχει κληρονομηθεί από τη Σοβιετική Ένωση (Chernina, 2017b ; Chernina, 2020). Από την πλευρά του χρήστη, η μεταρρύθμιση προέβλεπε επίσης και τη γενίκευση της ιδιωτικής ασφάλισης υγείας. Στην Παιδεία, οι μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν το 2014 περιλάμβαναν τον « εξορθολογισμό » του συστήματος με τη μείωση του αριθμού των πανεπιστημίων και των σχολείων μέσα κλεισίματα και συγχωνεύσεις, με αξιοθρήνητες επιπτώσεις στην πρόσβαση στην εκπαίδευση σε χωριά και στις μικρές πόλεις. Η μεταρρύθμιση του συστήματος υποτροφιών μείωσε τον αριθμό των φοιτητών που μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτό. Όπως και στη σφαίρα της Υγείας, δόθηκε ώθηση στην αρχή της αυτονομίας των πανεπιστημίων (Muliavka, 2016 ; Chernina, 2017c). Τέλος, η κυβέρνηση Ζελένσκι πέρασε ένα νόμο για να βάλει τέλος στην απαγόρευση πώλησης των αγροτικών γαιών που υπήρχε από την πτώση της ΕΣΣΔ. Η δημιουργία μιας πραγματικής αγοράς αγροτικών γαιών, ανοιχτής στους ξένους επενδυτές, ήταν όρος των πιστωτών της Ουκρανίας πολύ νωρίτερα αλλά ουδέποτε εφαρμόστηκε πριν το 2021 (Soroka, 2019).
Κάποιες απ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις εν μέρει είχαν ήδη ξεκινήσει ενώ άλλες απλώς σχεδιάζονταν από τις κυβερνήσεις πριν το Μαϊντάν. Η Ουκρανία δανείζεται από το ΔΝΤ ήδη από τη δεκαετία του 1990 αλλά, στην πράξη, καμία κυβέρνηση δεν εφάρμοσε ποτέ όλους τους όρους από το φόβο κοινωνικών εκρήξεων. Η πολιτική κρίση του 2014 και ο πόλεμος στο Ντονμπάς άνοιξαν, τελικά, το δρόμο για τις μεταρρυθμίσεις αυτές, επιτρέποντας να παρουσιαστούν ως αναπόφευκτες, ως τμήμα της πολεμικής προσπάθειας και της προσπάθειας για ευρωπαϊκή ένταξη.
Η κατάσταση των εκτοπισμένων από το Ντονμπάς
Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2001, υπήρχαν 7,3 εκατομμύρια κάτοικοι, δηλαδή 15% του ουκρανικού πληθυσμού, στις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Ο πόλεμος την Άνοιξη του 2014 οδήγησε σε 2 εκατομμύρια πρόσφυγες. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές του 2019, 1.380.000 άνθρωποι καταγράφηκαν στην Ουκρανία και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες στη Ρωσία. Επισήμως, η πλειοψηφία των εγχώριων προσφύγων διέμενε πριν τον Φεβρουάριο 2022 στα εδάφη που έλεγχε η ουκρανική κυβέρνηση στις περιοχές του Ντονέτσκ (488.000) και του Λουγκάνσκ (217.000), καθώς και στην πρωτεύουσα (149.000). Στην πράξη, ένα μεγάλο τμήμα τους, από τους οποίους η πλειονότητα είναι γυναίκες και συνταξιούχοι, έχει επιστρέψει στα κατεχόμενα εδάφη εξαιτίας των δυσκολιών να βρουν στέγη, δουλειά, να έχουν πρόσβαση στα κοινωνικά επιδόματα, κλπ. Η θέση του εγχώριου πρόσφυγα τους επέτρεπε να συνεχίσουν να παίρνουν τα ουκρανικά επιδόματα και συντάξεις αναζητώντας τα επί τόπου κάθε μήνα. Το Μάιο 2019, 1.200.000 άνθρωποι πέρασαν, έτσι, τη διαχωριστική γραμμή και προς τις δύο κατευθύνσεις (Gyidel, 2022 : 111).
Το ουκρανικό κράτος απέτυχε να προβλέψει την προσφυγική κρίση: έξι μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στο Ντονμπάς, εξακολουθούσε να μην υπάρχει κανένα νομικό πλαίσιο για την υποδοχή των μετακινούμενων ανθρώπων. Ο νόμος που καθορίζει τη νομική θέση των εγχώριων προσφύγων ψηφίστηκε μόνο στα τέλη Οκτωβρίου 2014. Η καθεστώς του εγχώριου πρόσφυγα επέτρεπε την πρόσβαση σε χρηματική βοήθεια – πολύ ανεπαρκή για τη διαβίωση2 – και σε εξειδικευμένες κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά ταυτόχρονα περιόριζε τα πολιτικά δικαιώματα : οι μετακινηθέντες δεν είχαν δικαίωμα ψήφουν στις τοπικές εκλογές, με τη δικαιολογία ότι είναι προσωρινή η θέση τους. Παρά τη διάθεση ενός ορισμένου αριθμού προσωρινών σπιτιών, που γρήγορα έγιναν γκέτο, η αποτυχία να δοθούν σπίτια για μόνιμη διαβίωση ήταν πλήρης : μόνο 63 οικογένειες από 1,2 εκατομμύρια μετακινηθέντων μπόρεσαν να εγκατασταθούν σε τέτοια. Η εγκατάλειψη των προσφύγων του Ντονμπάς από το κράτος συνοδεύτηκε και με το στιγματισμό τους από τα μίντια αλλά και με καχυποψία από ένα τμήμα του ουκρανικού πληθυσμού απέναντι σε δυνητικούς «αποσχιστές» που έφτασαν να μεταφραστούν ενίοτε ακόμα και σε διακρίσεις στην απασχόληση και στην αγορά στέγης (Gyidel, 2022).
Την ίδια στιγμή, δεκάδες οργανώσεις εθελοντών, μεταξύ των οποίων και οργανώσεις που στήθηκαν από τους ίδιους τους πρόσφυγες, όπως η Vostok SOS, συγκροτήθηκαν για να αναπληρώσουν τις κρατικές λειτουργίες : ανθρωπιστική βοήθεια, βοήθεια στην αναζήτηση στέγης και εργασίας, συνοδεία στις διοικητικές διαδικασίες, νομική υποστήριξη (Kozlovska, 2014). Γενικότερα, το Μαϊντάν είχε ως επίπτωση να πάρουν σημαντικές πρωτοβουλίες οι ίδιοι οι πολίτες στο πλαίσιο της έλλειψης εμπιστοσύνης προς το κράτος και της διαπίστωσης της ανικανότητάς του να λύσει τα επείγοντα ανθρωπιστικά προβλήματα. Σε αυτό το επίπεδο, επισημαίνεται μια αλλαγή σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Μπροστά στην απόσυρση του κοινωνικού κράτους, η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται πολύ περισσότερο από ατομικές στρατηγικές αποπολιτικοποιημένης επινοητικότητας, που περιορίζονταν στο στενό κύκλο της ιδιωτικής ζωής, ενώ η εποχή μετά το Μαϊντάν χαρακτηρίζεται από τη συγκρότηση ενός πλατιού δικτύου πρωτοβουλιών αλληλεγγύης από πολίτες στην κλίμακα ολόκληρης της κοινωνίας.
Σημαντικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης αναδύονται επίσης για τη στήριξη των μαχητών και των παλαιών πολεμιστών στο Ντονμπάς. Τη στιγμή που εξεράγη η σύγκρουση, ο ουκρανικός στρατός ήταν εξαιρετικά φτωχός, κακοεξοπλισμένος και κακοκαταρτισμένος. Τον Απρίλιο του 2014, μόνο το 4% των στρατιωτών διέθετε το βασικό εξοπλισμό προστασίας, όπως κράνη και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Για να καλυφθεί αυτή η κατάσταση, πάνω από τριάντα τάγματα εθελοντών συγκροτήθηκαν για να ενισχύσουν τον τακτικό στρατό. Τη στιγμή εκείνη, η ίδια η ύπαρξη αυτών των ταγμάτων στηρίχθηκε αποκλειστικά σε εθελοντικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, οι οποίες προσέφεραν στολές, εξοπλισμό και μέσα επιβίωσης στους μαχητές (Stepaniuk, 2022). Αυτές οι πρακτικές αλληλεγγύης έχουν διευρυνθεί σήμερα : εάν η Δυτική βοήθεια συνίσταται κυρίως σε βαριά όπλα, ο στρατός και οι εδαφικές αμυντικές δυνάμεις εξακολουθούν να εξαρτώνται από τη μαζική κινητοποίηση των πολιτών για την αγορά στοιχειώδους εξοπλισμού προστασίας, για φάρμακα, για ντρόνους, αυτοκίνητα, κλπ.
Το πρόβλημα της ‘Ακρας Δεξιάς
Το ζήτημα των ταγμάτων εθελοντών μας πάει, φυσικά, στο ζήτημα της ‘Ακρας Δεξιάς μέσα στον ουκρανικό στρατό, με το τάγμα « Αζόφ » να έχει συγκεντρώσει μια δυσανάλογη
2
μιντιακή προσοχή τόσο στα ρωσικά μέσα όσο και στη δυτική αντιιμπεριαλιστική φιλολογία. Το ερώτημα αυτό έχει αποκτήσει κατεξοχήν διάσταση πολιτικής τοποθέτησης. Η εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου παρουσιάστηκε από τον Πούτιν ως εκστρατεία αποναζιστικοποίησης, σε συνέχεια της θέσης περί «φασιστικού πραξικοπήματος» που καλλιεργήθηκε ήδη από το 2014 για να δυσφημίσει τη λαϊκή εξέγερση κατά του Γιανουκόβιτς, με πρόφαση την παρουσία ακροδεξιών ομάδων στις διαδηλώσεις.
Ένα τμήμα της διεθνούς αριστεράς δυστυχώς υιοθέτησε με άκριτο τρόπο την προπαγανδιστική ρητορική του καθεστώτος Πούτιν. Έτσι, όταν αναζητείται η διεθνής αλληλεγγύη προς την ουκρανική αντίσταση, μπαίνει ο πειρασμός της υπερβολής προς την άλλη κατεύθυνση, φτάνοντας έως και στην άρνηση της ύπαρξης ακροδεξιάς στην Ουκρανία ή, έστω, σε μια υποτίμηση της έκτασης των δικτύων της μέσα στην κοινωνία και στους θεσμούς. Μια τέτοια στρατηγική αντιπροπαγάνδας, που την έχουν υιοθετήσει οι εθνικο-φιλελεύθερες δυνάμεις, δεν πρέπει να είναι η δική μας. Το ζήτημα είναι να έχουμε μια ρεαλιστική εικόνα όλων των συνιστωσών της ένοπλης αντίστασης, χωρίς να εξαρτάμε τη στήριξη στην αντίσταση του ουκρανικού λαού στην επικράτηση μιας καθαρά ταξικής γραμμής στο εσωτερικό της.
Η άνοδος της ακροδεξιάς αποτελεί σήμερα έναν μεγάλο κοινό μας κίνδυνο, τόσο στην Ουκρανία όσο και αλλού και η γαλλική Αριστερά έχει ασφαλώς τις καλύτερες προϋποθέσεις για να το κατανοήσει. Για τη διεθνιστική Αριστερά, που δεν χάνει την ελπίδα και την πεποίθηση της αναγκαιότητας για μεγάλες κοινωνικές αλλαγές σε πλανητικό επίπεδο, η πρόκληση που αντιμετωπίζει δεν είναι να εγκαταλειφθούν οι Ουκρανοί και οι Ουκρανές, με τη δικαιολογία μιας χούφτας νεοναζί στις γραμμές του στρατού. Είναι να σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο η αλληλεγγύη με το λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και ιδιαίτερα με το αντικαπιταλιστικό, συνδικαλιστικό, φεμινιστικό και αντιρατσιστικό του τμήμα, μπορεί να συμβάλει στην περιθωριοποίηση της ακροδεξιάς και στην προετοιμασία του εδάφους για την ανάκαμψη των κοινωνικών αγώνων σε προοδευτικές βάσεις.
Για αυτό και πρέπει, καταρχάς, να κατανοήσουμε σε τι βασίζεται η ιδιομορφία της ακροδεξιάς στην Ουκρανία. Στο Μαϊντάν, οι ομαδούλες των νεοναζί αποτελούσαν μειονότητα, αλλά μια μειονότητα που ήταν η καλύτερα οργανωμένη και η πιο έτοιμη για τη βίαιη σύγκρουση με τις δυνάμεις της τάξης, πράγμα που τους έδωσε εξέχουσα θέση στο εσωτερικό του κινήματος.
Αλλά, αντίθετα από τη Γαλλία, η θεσμική ακροδεξιά δεν κατέγραψε εκλογική επιτυχία μετά το 2012. Το Σβόμποντα έπεσε από το 12% στις βουλευτικές εκλογές του 2012 στο 4% το 2014 και μετά στο 2% το 2019. Αυτό εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι, μετά το Μαϊντάν, όλος ο πολιτικός χώρος είχε μετακινηθεί σημαντικά προς τα δεξιά και η πατριωτική-εθνικιστική ρητορική των ακροδεξιών κομμάτων ήταν πλέον κοινός τόπος εξαιτίας της ρωσικής απειλής. Αλλά η εκλογική δυναμική αποκαλύπτει ταυτόχρονα και την απουσία ηγεμονίας της ακροδεξιάς στη σύγχρονη Ουκρανία, καθώς η ιδεολογία της έρχεται ανοιχτά σε σύγκρουση με τους φιλο-ευρωπαϊκούς προσανατολισμούς της πλειονότητας του στρατοπέδου του Μαϊντάν και με τις βαθιές ανησυχίες για πολιτική, οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν οι διάφορες αυτές οργανώσεις βρίσκεται πολύ περισσότερο στον προσανατολισμό τους στη βία στους δρόμους και στην επέκταση των δικτύων τους μέσα στους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Να δώσουμε μερικά παραδείγματα : « Αζόφ » δεν είναι μόνο το όνομα ενός τάγματος, είναι και το όνομα ενός δικτύου δομών και κάθε είδους επιχειρησιακών σχεδίων : το 2016, συγκρότησε το “Κόμμα του Εθνικού Κορμού”, διαθέτει τη δική του οργάνωση παλαιών πολεμιστών, έχει ολόκληρα αθλητικά τμήματα και κατασηνώσεις καθώς και την παραστρατιωτική οργάνωση « Εθνικές Πολιτοφυλακές » (Gorbach, 2018).
Η οργάνωση S14 επίσης συγκρότησε και μια παραστρατιωτική ομάδα με το όνομα « Δημοτική Πολιτοφυλακή » που χρηματοδοτήθηκε επισήμως από το Δήμο του Κιέβου, ο οποίος της ανέθεσε, στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, ορισμένες λειτουργίες εποπτείας και διατήρησης της τάξης προς υποβοήθηση της δημοτικής αστυνομίας.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις της ερευνητικής ομάδας Marker Monitoring Group, τα πρώτα θύματα της ακροδεξιάς βίας ήταν οι φεμινίστριες και οι αγωνιστές του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ+, καθώς και οι ακτιβιστές της άκρας αριστεράς. Οργανώσεις όπως η S14, ο Εθνικός Κορμός, ο Δεξιός Τομέας, επιτίθενται συστηματικά στις διαδηλώσεις της 8 Μάρτη, στις πορείες Pride, σε εκδηλώσεις και συγκεντρώσεις με αριστερόστροφα θέματα κλπ. Πολλές είναι οι επιθέσεις ενάντια στην κοινότητα των Ρομά, στην εβραϊκή κοινότητα, κατά των μνημείων για το Ολοκαύτωμα, ενάντια σε ανθρώπους που θεωρούνται « περιθωριακοί », των αστέγων συμπεριλαμβανομένων, σε πολιτικούς αντιφρονούντες και σε δημοσιογράφοι που θεωρούνται ανεπαρκώς πατριώτες, όλα αυτά μέσα σε μια σχετική αδιαφορία από την πλευρά των αστυνομικών δυνάμεων (Marker Monitoring Group, 2021 ; 2022).
Η ενεργητική συμμετοχή των ριζοσπαστών εθνικιστών στην ένοπλη αντίσταση κατά της ρωσικής εισβολής συμβάλλει σε μια νομιμοποίηση των οργανώσεών τους. Αλλά, ταυτόχρονα, στο εσωτερικό των ένοπλων σχηματισμών που θεωρούνται νεοναζί, μόνο μια μειοψηφία πράγματι υιοθετεί την ιδεολογία του πυρήνα τους. Όπως το δείχνουν οι έρευνες της Coline Maestracci, η οποία πήρε δεκάδες συνεντεύξεις από μαχητές του Αζόφ, τα άτομα που ήθελαν να ενταχθούν μετά το 2014, προσελκύστηκαν κυρίως από την αποτελεσματικότητα του τάγματος αυτού στην πάλη κατά της ρωσικής επίθεσης (Maestracci, 2022).
Η ουκρανική Αριστερά απέναντι στον πόλεμο
Με δεδομένη την πολυπλοκότητα όλων των διακυβευμάτων, δεν είναι περίεργο που η ουκρανική Αριστερά βρέθηκε πολυδιασπασμένη μπροστά στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν από το Νοέμβριο 2013 μέχρι την Άνοιξη του 2014 και κατόπιν. Αλλά πρέπει, κατ’ αρχάς, να ορίσουμε για ποιές οργανώσεις μιλάμε, γιατί ορισμένα κόμματα που αναφέρονται σε αυτή την πολιτική οικογένεια έχουν χάσει από πολύν καιρό την οποιαδήποτε σχέση με την προοπτική της χειραφέτησης.
Αυτή είναι η περίπτωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας, διαδόχου του σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο κατείχε ισχυρή θέση έως τις αρχές της δεκαετίας 2000. Το 1998, το ΚΚΟ παίρνει 25% στις βουλευτικές εκλογές και το 1999 ο υποψήφιός του Πέτρο Σιμονένκο φτάνει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών απέναντι στον Λεονίντ Κούτσμα. Μετά την κήρυξη ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, το κόμμα αυτό, ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ αντικαπιταλιστικό και προοδευτικό. Το πολύ-πολύ έπαιζε με τη νοσταλγία για την ΕΣΣΔ στο εκλογικό του σώμα, προωθώντας έναν κοινωνικό συντηρητισμό που, στη δεκαετία του 1990, διαμόρφωσε τη συναίνεση μεταξύ των πολιτικών ελίτ που ήθελαν να αμβλύνουν τις κοινωνικές επιπτώσεις των άγριων ιδιωτικοποιήσεων. Στην ουσία, το ΚΚ αντιπροσώπευε ένα κόμμα βολικής αντιπολίτευσης που επέτρεπε να διοχετευτεί η κοινωνική δυσαρέσκεια χωρίς να υπάρχει αληθινή απειλή για την άρχουσα ολιγαρχική εξουσία. Η ηγεσία του κόμματος εντάσσεται στην πράξη μέσα στην κυρίαρχη τάξη συμμετέχοντας στα σχήματα της διαφθοράς της και δημιουργώντας σημαντικές περιουσίες. Για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, η πολιτική πόλωση ανάμεσα στον φιλο-ρωσικό και τον φιλο-ουκρανικό/φιλο-ευρωπαϊκό άξονα συνέβαλε στην περιθωριοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Την εποχή Γιανουκόβιτς, το ΚΚΟ σχημάτισε συνασπισμό με το κυβερνητικό κόμμα και, ιδιαίτερα, υπερψήφισε την κατασταλτική νομοθεσία του Ιανουαρίου 2014. Κατά τη διάρκεια του Μαϊντάν, μαζί με άλλα φιλο-ρωσικά κόμματα και οργανώσεις, το ΚΚΟ συμμετείχε στη διοργάνωση αντιδιαδηλώσεων στο Κίεβο και σε άλλες πόλεις της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας. Οι τοπικοί κομμουνιστές ηγέτες ενέκριναν την χρήση βίας από τα ειδικά κατασταλτικά σώματα της αστυνομίας για να διαλύσουν τις διαδηλώσεις, υιοθετώντας τη ρώσικη προπαγάνδα για “φασιστικό πραξικόπημα” και απορρίπτοντας τις “ευρωπαϊκές αξίες” με ομοφοβικά και ρατσιστικά συνθήματα. Σύμφωνα με τον Denys Gorbach, το ουκρανικό ΚΚ ιδεολογικά βρίσκεται πιο κοντά στα λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα, όπως ο γαλλικός “Εθνικός Συναγερμός” της Λε Πεν, παρά στα αριστερά προοδευτικά κόμματα, καθώς συνδυάζει τον οικονομικό προστατευτισμό με έναν λόγο περί ανωτερότητας των Σλάβων από γέννηση, κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ και υπέρ της Ορθόδοξης εκκλησίας (Gorbach, 2016)
Τα ίδια περίπου συμπεράσματα θα μπορούσαν να εξαχθούν και για το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ουκρανίας και για το Προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Ουκρανίας. Σε αυτό το πλαίσιο, εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς γατί ο/η μέσος/η Ουκρανός/ή δηλώνει σήμερα “αντικομμουνιστής”: όχι γιατί οι εργαζόμενες τάξεις έχουν εγκαταλείψει οριστικά το ιδεώδες της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά γιατί ο κομμουνισμός βασικά συνδέεται με τον φιλορώσικο εθνικισμό, με το αστυνομικό κράτος, με τον κοινωνικό συντηρητισμό και με τη λατρεία του Στάλιν. Μετά την πτώση του Γιανουκόβιτς, τα σύμβολα και η ρητορική του ΚΚΟ υπόκεινται στους νόμους περί “αποκομμουνιστικοποίησης” που υιοθετήθηκαν τον Μάιο 2015, αλλά το κόμμα συνεχίζει να κατεβάζει τα μέλη του, ως άτομα, στις τοπικές εκλογές. Τελικά, μετά την εισβολή στην Ουκρανία, απαγορεύτηκε μαζί με άλλα “φιλορωσικά” κόμματα.
Η “Νέα Αριστερά” 3, η ανεξάρτητη από τα θεσμικά κόμματα, βρέθηκε και η ίδια βαθιά διαιρεμένη, αρχικά με την ανάλυση για το Μαϊντάν, έπειτα σε σχέση με τον πόλεμο στο Ντονμπάς. Από τη μια, το σταλινικό κόμμα “Αγώνας” (Borotba) είδε στο Μαϊντάν απλώς μια εξέγερση της εθνικο-φιλελεύθερης μικροαστικής τάξης. Το Borotba κατέληξε τελικά να συστρατευτεί με τους αντι-Μαϊντάν στις ανατολικές και νότιες πόλεις, των οποίων οι πρώτες διαδηλώσεις χαρακτηρίζονταν από ένα ετερόκλητο κράμα από κομμουνιστικά, πανρωσικά και θρησκευτικά συνθήματα. Πολλά μέλη αυτού του κόμματος σκοτώθηκαν στην τραγική πυρκαγιά του Οίκου των Συνδικάτων στην Οδησό, το Μάιο του 2014. Σήμερα, ένα μέρος των μελών του εξακολουθεί να ζει στο Ντονέτσκ. Μερικοί συνελήφθησαν από τις αποσχιστικές αρχές, άλλοι στράφηκαν ανοιχτά κατά του Πούτιν ή πήραν το δρόμο της εξορίας στη Ρωσία ή στην Ευρώπη.
Από την άλλη, ορισμένοι αριστεροί εθνικιστές εντάχθηκαν ήδη από το 2014 στα τάγματα εθελοντών ενάντια τις αποσχιστικές δυνάμεις, όπως οι αγωνιστές της “Αυτόνομης Αντίστασης” (Avtonommy Opir). Η Αυτόνομη Αντίσταση ήταν βασικά ένα εθνικό σοσιαλιστικό κίνημα. Ωστόσο, άρχισε να κινείται προς τα αριστερά από το 2013, ερχόμενη σε ρήξη με τις ακροδεξιές οργανώσεις και θέτοντας την πάλη των τάξεων και όχι πλέον το έθνος στο κέντρο της πολιτικής της ανάλυσης, έστω και αν κρατάει την δυτικο-ουκρανική
3
της ιδιαιτερότητα, με μια έντονη εθνικιστική διάσταση (Gorbach, 2015). Και αναπτύσσει μια εκλεκτική ιδεολογία και πρακτική η οποία συνδυάζει την εξύμνηση της οργάνωσης των ουκρανών εθνικιστών του Στέπαν Μπαντέρα και τη συμμετοχή της σε λαμπαδηδρομίες με την ταυτόχρονη διοργάνωση πορειών στη μνήμη του Νεστόρ Μάχνο και τη συμμετοχή της στις Πρωτομαγιάτικες και συνδικαλιστικές διαδηλώσεις..
Η προοδευτική ριζοσπαστική αριστερά, που στοχεύει να ενοποιήσει διάφορες πρωτοβουλίες βάσης, σοσιαλιστικές, φεμινιστικές, συνδικαλιστικές, οικολογικές, αντιρατσιστικές, εκπροσωπείται στην Ουκρανία από μια οργάνωση που ονομάζεται “Κοινωνικό Κίνημα” (Sotsialnyi Rukh). Η οργάνωση αυτή ιδρύθηκε το 2015, από την τροτσκιστική οργάνωση “Αριστερή Αντιπολίτευση” (Liva Opositsia) που με τη σειρά της προερχόταν από την “Οργάνωση Μαρξιστών (Organіzatzіya Μarksistіv) η οποία λειτουργούσε δίπλα στην Borotba ώς το 2011. Το Κοινωνικό Κίνημα ανήκει σε αυτό το τμήμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που, εκείνη την εποχή, είχε υποστηρίξει κριτικά το Μαϊντάν, εντοπίζοντας την επιθυμία για δικαιοσύνη στις εργαζόμενες τάξεις που είχαν συμμετάσχει στις διαδηλώσεις: δικαιοσύνη με την έννοια του σεβασμού του νόμου από τις ίδιες τις άρχουσες τάξεις που τον φτιάχνουν αλλά και, γενικότερα, με την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι αγωνιστές της συμμετείχαν στις διαδηλώσεις ή ενεπλάκησαν σε πολλές πρωτοβουλίες πολιτών.
Η αναρχοσυνδικαλιστική ομοσπονδία “Αυτόνομη Ένωση των Εργαζομένων” (Avtonomna Spіlka Trudyashtikh) και η φοιτητική ένωση “Αμεση Δράση” (Pryama Dіya) επίσης πήραν μέρος στα γεγονότα του Μαϊντάν, οργανώνοντας δικές τους δράσεις, όπως την κατάληψη του υπουργείου Παιδείας.
Με δεδομένη την πολυπλοκότητα και την κατάσταση στο Ντονμπάς, οι θέσεις αυτής της Αριστεράς στον πόλεμο χαρακτηρίστηκαν, ωστόσο, από έναν κάποιο δισταγμό. Από τη μια πλευρά, υπογραμμίζοντας την ευθύνη της Ρωσίας για την έναρξη της ένοπλης σύρραξης, εξέφρασε την αντίθεσή της στα πιο φιλοπόλεμα στρώματα της ουκρανικής κοινωνίας και στο αποκλειστικά εθνικιστικό τους σχέδιο, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να βρεθεί μια διπλωματική λύση για την ειρηνική και χωρίς αποκλεισμούς επανένταξη του Ντονμπάς και της Κριμαίας, με βάση το διάλογο με τους τοπικούς πληθυσμούς και, επιπλέον, με προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν στην Ουκρανία ως σύνολο να κρατήσει την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία.
Από την άλλη πλευρά, η ριζοσπαστική αριστερά απέφυγε να υπερασπιστεί έναν “επαναστατικό ντεφετισμό” ή να κατακρίνει έντονα την αντιτρομοκρατική επιχείρηση ενάντια στις λεγόμενες Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ οι οποίες εντωμεταξύ είχαν καταντήσει περιοχές ανομίας και με πλήρη εξάρτηση από τη Ρωσία. Οι δραστηριότητες του Κοινωνικού Κινήματος επικεντρώθηκαν κυρίως για πολλά χρόνια στην πάλη κατά της διαφθοράς και της φοροαποφυγής, ενάντια στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στις επιθέσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων, υπέρ της προώθησης των δικαιωμάτων των ατόμων ΛΟΑΤΚΙ+ όπως και της οικολογικής ατζέντας. Η οργάνωση έχει επίσης προνομιακές σχέσεις με τα ανεξάρτητα συνδικάτα και συχνά προστρέχει στη στήριξη των απεργιακών κινητοποιήσεων των εργαζομένων στην περίθαλψη, στις συγκοινωνίες ή στα ορυχεία, για παράδειγμα.
Η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί μια νέα καμπή που ενταφιάζει πλέον κάθε σχέδιο ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τη μορφή των συμφωνιών του Μινσκ. Η πρόσφατη προσάρτηση των τεσσάρων περιοχών στα νότια και τα ανατολικά της Ουκρανίας αποδεικνύει πως το καθεστώς Πούτιν δεν έχει, ούτε είχε ποτέ, την πρόθεση να διαπραγματευτεί τη θέση των πρόσφατα κατεχόμενων εδαφών και ότι δεν θα κάνει πίσω στην επιθυμία του να υποτάξει την Ουκρανία, εκτός αν υποστεί μια ήττα σε στρατιωτικό πεδίο – πράγμα που η γρήγορη αντεπίθεση των τελευταίων ημερών αφήνει να ελπίσουμε. Από το Φλεβάρη του 2022, οι οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς στρατεύτηκαν αποφασιστικά στην αντίσταση κατά της κατοχής, εντασσόμενες στη γενική λαϊκή ορμητική κίνηση για την υπεράσπιση του δικαιώματος της ουκρανικής κοινωνίας να υπάρχει και να αυτοκαθορίζεται.
Βιβλιογραφία
1. Chernina, D. (2017a), “Pensionnaya reforma: vnedrit’ nel’zia pomilovat'” [Health reform: implement we cannot pardon], Commons: Journal of Social Criticism, online (https://commons.com.ua/en/pensionnaya-reforma/)
2. Chernina, D. (2017b), ‘Medreforma po-ukrainski: s bolnoi golovy na zdorovuyu’ [Ukrainian-style health reform: transfer of responsibility], Commons: Journal of Social Criticism, online (https://commons.com.ua/en/medreforma-po-ukrainski/)
3. Chernina, D. (2017c), Evrostandarty vs. Sovetskoe kachestvo: kuda vedet reforma vyschego obrazovaniya [European standards vs. Soviet quality: where higher education reform is leading], Commons: Journal of Social Criticism, online (https://commons.com.ua/en/evrostandart-vs-sovetskoe-kachestvo/)
4. Chernina, D. (2020), ‘Reformituem bez Souproun. Kak po nam udarit vtoroi etap medreformi” [Reform without Souproun. How we will be hit by the second stage of health reform], Commons: Journal of Social Criticism, online (https://commons.com.ua/en/kak-po-nam-udarit-vtoroy-etap-medreformy/)
5. Cherviatsova, A. (2022), ‘Hybrid War and Hybrid Law, Minsk Agreements in the Context of International Law and Ukrainian Legislation’ in Marples D. R. (ed.), The War in Ukraine’s Donbas. Origins, Context, and the Future, Central European University Press, Budapest, pp. 29-41.
6. D’Anieri, P. (2019), Ukraine and Russia: From Civilized Divorce to Uncivil War, Cambridge University Press, Cambridge.
7. Degtiar, V. (2014), ‘Protesty proty militsii ta represyvni diï regymu iak rouchiï Evromaïdanu’ [Protests against police and regime repressive actions as drivers of Euromaidan], Commons : Journal of Social Criticism, online (https://commons.com.ua/ru/rushiyi-yevromajdanu/)
8. Dutchak, O., Dudin, V., Kravchuk, O., Muliavka, V., Yakubin, A., Kurovska, H., Chernina, D. & Novikov, D. (2018), “Chtcho ne tak iz reformami v Ukra ïni? ” [What’s wrong with the reforms in Ukraine?], Commons: Journal of Social Criticism, online(https://commons.com.ua/en/sho-ne-tak-z-reformami-v-ukrayini/#down1
9. Gorbach, D. (2015), “Ukraine’s Left: between a swamp and a hard place”, openDemocracy, online (https://www.opendemocracy.net/en/odr/ukraines-left-between- swamp-and-hard-place/)
10. Gorbach, D. (2016), ‘After the ban: a short history of Ukraine’s Communist Party’, openDemocracy, online (https://www.opendemocracy.net/en/odr/after-ban-short- history-of-ukraine-s-communist-party/)
11. Gorbach, D. (2018), ‘Entrepreneurs of violence: the varied interests and strategies of the far-right in Ukraine’, openDemocracy, online
(https://www.opendemocracy.net/en/odr/entrepreneurs-of-political-violence-ukraine-far- right/
12. Gorbach, D. (2022), ‘Ukrainian identity map in wartime: Thesis-antithesis-synthesis?”, Focaal Blog online (https://www.focaalblog.com/2022/06/13/denys-gorbach-ukrainian- identity-map-in-wartime-thesis-antithesis-synthesis/)
13. Goujon, A. (2021), Ukraine from independence to war, Le Cavalier Bleu, Paris.
14. Gritsiuk, K. (2020), Train Kiev-War (documentary film)
15. Gyidel, E. (2022), ‘Ukrainian Internally Displaced Persons and the Future of Donbas’ in Marples D. R. (ed.), The War in Ukraine’s Donbas. Origins, Context, and the Future, Central European University Press, Budapest, pp. 109-121.
16. Kravchuk, O. (2016), ‘Evroassotsiatsiya: dva roky potomu’ [Association with the EU: two years later], Commons : Journal of Social Criticism, online (https://commons.com.ua/en/yevroasotsiatsiya-dva-roki-potomu/)
17. Kravchuk, O. (2018), “Eksport syrovyny iak natsional’na ideïa ta napovnennia biudgetu” [Raw material exports as a national idea and filling of state coffers], Commons : Journal of Social Criticism, online(https://commons.com.ua/en/opadatkuvannya-silskogo- gospodarstva-vikliki-i-mozhlivosti/)
18. Kozlovska, E. (2014), Interview with Oleksandra Nazarova and Maksym Boutkevytch: ‘Ukraïnska dergava povodit sebe tak, nache ne usvidomila chtcho problema vymuchenyh pereselentsiv – tse duge nadovgo’ [The Ukrainian state behaves as if it is unaware that the problem of displaced persons is here to stay], Commons: Journal of Social Criticism, online (https://commons.com.ua/en/oleksandra-nazarova-i-maksim- butkevich-ukrayinska-derzhava-povodit-sebe-tak-nache-ne-usvidomila-shho-problema- vimushenih-pereselentsiv-tse-duzhe-nadovgo/)
19. Maestracci, C. (2022), ‘From Citizen Activism to Armed Engagement’, Socio, no. 16, pp. 159-176.
20. Marker Monitoring Group (2021), “Far-Right Confrontation and Violence. Monitoring results of 2020” (https://violence-marker.org.ua/en/monitoring/)
21. Marker Monitoring Group (2022), “Far-Right Confrontations and Violence in 2021” (https://violence-marker.org.ua/en/2022/06/13/far-right-confrontations-and-violence-in- 2021/)
22. Marples D. R (2022), Introduction to The War in Ukraine’s Donbas. Origins, Context, and the Future, Central European University Press, Budapest.
23. Melnyk, O. (2022), ‘War Dead and (Inter)-Communal Ethics in the Russian-Ukrainian Borderlands: 2014-2018’ in Marples D. R. (ed.), The War in Ukraine’s Donbas. Origins, Context, and the Future, Central European University Press, Budapest, pp. 123-157.
24. Muliavka, V. (2016), ‘Nova osvitnia polityka – vtratyly chy zdobuly’ [New education policy: victory or failure?], Commons: Journal of Social Criticism, online(https://commons.com.ua/en/nova-osvitnya-politika-vtratili-chi-zdobuli/)
25. Risch, W. J. (2022), ‘Prelude to War’ in Marples D. R. (ed.), The War in Ukraine’s Donbas. Origins, Context, and the Future, Central European University Press, Budapest, pp. 7-28.
26. Soroka, K. (2019), ‘Zemlia iak tovar: sotsialni ta ekologichni naslidki zniattia moratoriyu na prodag silskogospodarskih zemel d Ukraïni’ [Land as a Commodity: the Social and Ecological Consequences of Lifting the Moratorium on the Sale of Agricultural Land in Ukraine], Politychna Krytyka, online (https://politkrytyka.org/2019/11/18/zemlya-yak- tovar-sotsialni-ta-ekologichni-naslidky-znyattya-moratoriyu-na-prodazh- silskogospodarskyh-zemel-v-ukrayini/)
27. Stepaniuk, N. (2022), ‘Limited Statehood, Collective Action, and Reconfiguration of Citizenship in Wartime’, in Marples D. R. (ed.), The War in Ukraine’s Donbas. Origins, Context, and the Future, Central European University Press, Budapest, pp. 83-107.
28. Yourchenko, Y. (2018), Ukraine and the Empire of Capital: From Marketisation to Armed Conflict, Pluto Press, London.
29. Zadiraka, K. (2016), ‘Minski ougody: istoriya, interesy, perspektyvy’ [Minsk agreements: history, interests, perspectives], Commons: Journal of Social Criticism, online(https://commons.com.ua/en/minski-ugodi-istoriya-interesi-perspektivi/)
 
Μεταφραστές: Τ. Αναστασιάδης – Δ. Καρέλλας