Ο Νορμπέρτο Μπόμπιο στο βιβλίο του «Εγκώμιο της πραότητας και άλλα κείμενα περί ηθικής» (εκδόσεις Πατάκη) θέτει μία σειρά από ερωτήματα για τη σχέση ηθικής και πολιτικής, όπως «Τι πρέπει να θεωρείται παραβίαση ενός οικουμενικού ηθικού κώδικα; Γιατί ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα; Τι είναι τελικά “κράτος”; Γιατί απέτυχαν οι “ανθρωπιστικές” πολιτικές όπως εκείνη του ιστορικού συμβιβασμού; Ποια είναι η διαφορά της πολιτικής “πραότητας” από εκείνη που κηρύσσουν οι παπάδες (προτείνοντας ως σύμβολο τον αμνό); Γιατί η πραότητα βρίσκεται στο έλεος της πολιτικής;».
Ο Μπόμπιο διακρίνει την ηθική από την ηθικολογία. Γι’ αυτόν η “πραότητα” είναι μία εναλλακτική στάση απέναντι στη βία της εξουσίας. Είναι μία μη-βία που όμως ενέχει “δύναμη” (Η Χάνα Άρεντ κάνει τη διάκριση μεταξύ δύναμης και βίας). Η «πραότητα», λοιπόν, δεν σημαίνει υποχωρητικότητα, δεν σημαίνει θυσία, αλλά ενέχει δύναμη, αυτή της μη βίας.
Από τον Αριστοτέλη (το κοινό καλό και τους σκοπούς) τον Καντ και τον Γκάντι, ο Μπόμπιο καταλήγει στο αντιθετικό ζεύγος Έρασμου- Μακιαβέλι καθώς και στον Χέγκελ. Στον τελευταίο υπεισέρχεται η έννοια της «κρατικής σκοπιμότητας» και ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Στην περίπτωση αυτή η πολιτική δεν έχει καμία σχέση με την ηθική σφαίρα του κοινού ανθρώπου. Για τον Χέγκελ οι ηγεμόνες, οι “ήρωες”, αυτοί που δημιουργούν ιστορία είναι πέραν της ηθικής, στην οποία υπόκεινται μόνο οι φτωχοί, οι άνθρωποι της «μη-ιστορίας»!
Αλλά τι είναι η πραότητα; «Ταυτίζω τον πράο με τον μη βίαιο, την πραότητα με την αποκήρυξη της χρήσης βίας εναντίον του οποιουδήποτε. Επομένως, η πραότητα είναι μη πολιτική αρετή. Και μάλιστα στον κόσμο αυτό που ματώνει από μίση μεγάλων (και μικρών) ισχυρών είναι η αντίθεση της πολιτικής» (σ.σ. ως εξουσίας). Σε ό,τι αφορά στη σχέση ηθικής και πολιτικής ο συγγραφέας τονίζει πως πρέπει ένας πολιτικός να μην είναι ούτε φανατικός ούτε κυνικός. Η «ηθική της πεποίθησης», ο μονισμός στις αρχές της ηθικής οδηγούμενη στα άκρα οδηγεί στο φανατισμό, ενώ η «ηθική ευθύνη» οδηγεί στον κυνισμό και στα γκουλάγκ.
Τελικά, η πολιτική δραστηριότητα με την έννοια της ηθικής «δεν είναι η εξουσία ως αυτοσκοπός αλλά η εξουσία για την επίτευξη ενός στόχου που είναι συνήθως το κοινό καλό, το συλλογικό ή γενικό συμφέρον» και πάντως όχι το προσωπικό όφελος. Εδώ εμπίπτει και το θέμα της «πολιτικής διαφθοράς» σύμφωνα με την οποία «ο πολιτικός που διαφθείρεται τοποθετεί το προσωπικό του κέρδος πάνω από το συνολικό, το δικό του συμφέρον πάνω από το κοινό, την ασφάλεια τη δική του, και της οικογένειάς του πάνω από εκείνη της πατρίδας». Εδώ ο Μπόμπιο παραθέτει και τη «νομική κρίση» της πολιτικής δράσης (σ.σ. το γνωστό σ’ εμάς «το νόμιμο είναι και ηθικό»). Εδώ υπεισέρχεται η λεγόμενη ερμηνεία του σύγχρονου «συνταγματισμού» όπου έχουμε την «κυβέρνηση των νόμων» σε αντίθεση με την «κυβέρνηση των ανθρώπων». Σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει πολλές φορές η κρίση του «συνταγματικού σφάλματος»(ερμηνείες και «παραθυράκια») και της «αντιδημοκρατικής πρακτικής». Αλλά για να ορίσουμε μία αντιδημοκρατική πρακτική πρέπει να ορίσουμε και τη δημοκρατία.
Τι είναι λοιπόν η δημοκρατία σύμφωνα με τον συγγραφέα; «Είναι εκείνη η μορφή διακυβέρνησης της οποίας οι κύριοι κανόνες, όταν τηρούνται, έχουν ως σκοπό την επίλυση των κοινωνικών συγκρούσεων χωρίς την προσφυγή στην αμοιβαία βία» και ακόμα η δημοκρατία «είναι ένα καθεστώς στο οποίο οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται μέσω συμφωνιών των διαφόρων ομάδων. Η δημοκρατία δίνει ζωή σε μια “κοινωνία του συμβολαίου”, η οποία προϋποθέτει και αξιώνει το σεβασμό της αρχής: Pacta sunt servanda».
Ένα δημοκρατικό καθεστώς μπορεί να αξιολογηθεί με κριτήριο το «βαθμό πολιτικής βίας που υπάρχει ακόμα σ’ αυτό(σ.σ. αστυνομικό κράτος), πόσο μεγάλο τμήμα των πολιτικών σχέσεων είναι ακόμα μυστικές(σ.σ. διαπλοκή με μέσα ενημέρωσης και οικονομικά συμφέροντα, που «ευνοεί την τέχνη του ψεύδους»), πόσο μεγάλη είναι η δεσμευτική ισχύς των συμφωνιών μεταξύ των κοινωνικών και των πολιτικών δυνάμεων (σ.σ. ασυνέπεια υποσχέσεων και απαξίωση πολιτικής)…».
Παρατηρούμε, συνεπώς, ότι με τα κριτήρια του Μπόμπιο η σύγχρονη δημοκρατία αποκλίνει σοβαρά από το να είναι πραγματική. Το ίδιο ισχύει και για την μεγάλη απόκλιση της ηθικής από την πολιτική.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του, ο συγγραφέας ασχολείται με την προκατάληψη και το ρατσισμό ως συναισθηματική στάση και ιδεολογία. Σχετικά με το ρατσισμό προτείνει το «σεβασμό των διαφορών» και όχι την «αφομοίωση». Η δημοκρατία δεν αφομοιώνει, αλλά αποδέχεται ισότιμα τους διαφορετικούς, τους Άλλους. Γιατί «μια δημοκρατία δεν μπορεί να αποκλείει κανέναν».
Γιώργος X. Παπασωτηρίου
Πηγή: Arti News