Ενας ολόκληρος λαός δεν έχει μια λαϊκή κουλτούρα που να τον αρδεύει και να τον παρηγορεί, να τον χαϊδεύει και να τον χαστουκίζει, να του δίνει ταυτότητα και μαγεία.
Η ταινία-μνημόσυνο και η κηδεία φωτίζουν την ασίγαστη αντίθεση, όχι ένα κάποιο μπιφ. Είναι μια αντίθεση, μια σύγκρουση που σιγοκαίει διαρκώς, ακόμη κι αν πλακώνεται από τόνους μπάζα, από προπαγάνδα, gaslighting, απειλές και σαγήνες εναλλάξ, από κοάσματα κλακαδόρων και υλακές φυλάκων. Η αντίθεση δεν είναι αισθητική, δεν είναι αντίθεση γούστων· είναι αντίθεση πολιτισμική, κοινωνική, ταξική. Υπαρξιακή.
Η ταινία «Υπάρχω», μια συμβατική βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη, και ο θάνατος του πρώην πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, το καθένα με τον τρόπο του, σφραγίζουν μιαν εποχή που φαίνεται να έχει τελειώσει, κι όμως δεν έχει, καμιά εποχή δεν τελειώνει οριστικά. Ο καιρός, το αίσθημα, η αύρα των όχι και τόσο αλλοτινών εποχών στοιχειώνουν και το σημερινό φαντασιακό, αναδύονται σε απρόσμενες ηλικίες, σε καινοφανείς ταξικές διαμορφώσεις, ανάβουν μισοσβησμένες μνήμες· και το πιο ενδιαφέρον στην περίπτωση Καζαντζίδη: ανασυντάσσουν μια γενεαλογία για τους πιο ηλικιωμένους και σχηματίζουν συγκροτητικές αφηγήσεις για τους νεότερους.
Ποιοι δακρύζουν;
Ο κόσμος που τραγουδά, δακρύζει και χειροκροτεί στην αίθουσα προβολής δεν ταυτίζεται με τον Καζαντζίδη, ούτε κατ’ ανάγκην ταυτίζεται με όλα τα τραγούδια, ταυτίζεται με την αδρή πρωτογενή λαϊκότητα, με τον λαϊκό πολιτισμό που ήταν δραστικός και κυρίαρχος, με την εικόνα μιας ζωής με αρμούς και νόημα, με δυσκολίες ναι, με αρρώστια και πόνο, με φτώχεια, όπως και τώρα, αλλά που περιείχε μια μακρινή δυνατότητα υπέρβασης, πρόσφερε χαραμάδες απόδρασης, περιείχε την ανοικοδόμηση ως ελπίδα και προσδοκία.
Οι άνθρωποι που βίωσαν στη διάρκειά του και στην ακμή του την τροχιά Καζαντζίδη, το λαϊκό του Μεταπολέμου, δεν ζουν πια. Οι μεγαλύτεροι τον ακούσαμε από την τελευταία δισκογραφία του, που ήταν και η πιο συμπαγής, σε τζουκ μποξ και κασετόφωνα, σε σφαιριστήρια, ταβέρνες και λεωφορεία ΚΤΕΛ, σαν μια ύστατη ψαλμωδία πριν από το σκυλάδικο και την εντεχνο-ποπ, σαν ένα μυητικό διαβατήριο για τη χοάνη της Μεταπολίτευσης.
Μα δεν χειροκροτούν μόνο εβδομηντάχρονοι και εξηντάχρονοι. Οι νεότεροι; Μπολιάστηκαν από γονείς, από φευγαλέα ακούσματα, ναι. Αρκεί; Επανέρχομαι σε ένα γνώριμο μοτίβο, μια εμμονή μου: Κάθε νοσταλγία μπορεί να είναι κατασκευασμένη, άνευ πρωτογενούς βιώματος, να είναι μια υπερ-οικειοποίηση αυτού που έχεις ανάγκη και το βρίσκεις στα Απαντα Ευρισκόμενα. Και η βιβλιοθήκη αυτή των Απάντων είναι απέραντη: από τα ρεμπέτικα του Μεσοπολέμου έως τα λαϊκά του Μεταπολέμου, από τον λόγιο λυρισμό των Χατζιδάκι-Θεοδωράκη έως και τα νεολαϊκά της Μεταπολίτευσης, από τη Στέλλα και την Ευδοκία έως τα Κουρέλια, το Ηλία ρίχ’ το και το Ας περιμένουν οι γυναίκες. Aπό τα Απαντα δεν αντλούνται ατάκες και στίχοι, αυτοπαρωδία, αντλείται μύθος και habitus.
Το Λαϊκό-Που-Υπήρξε
Η διαρκής άντληση από τις δεξαμενές των Απάντων είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι ικανή αφ’ εαυτής να συγκροτήσει λαϊκή κουλτούρα. Στην πλειονότητα το λαϊκό πλήθος δεν βρίσκει τη φωνή του, το πρόσωπό του, τις προσδοκίες και τα φαντάσματά του, στα σημερινά τραγούδια, τις ταινίες. Οι τελευταίοι μοντέρνοι λαϊκοί που έκαναν μεγάλα λάιβ, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Αγγελάκας, έχουν περάσει προ πολλού τα εξήντα, είναι γεννήματα της πρώτης Μεταπολίτευσης, της χοάνης που λέγαμε. Μόνο ο σαραντάρης Λεξ συγκεντρώνει πλήθη, ακροατήριο σαφώς ταξικό, αλλά με όρια ηλικίας και γενεών, και με όρια φόρμας.
Αν αφαιρέσουμε λοιπόν τη νοσταλγία για το Λαϊκό-Που-Υπήρξε, ένας ολόκληρος λαός δεν έχει μια λαϊκή κουλτούρα ζωντανή και δραστική, που να τον αρδεύει και να τον παρηγορεί, να τον χαϊδεύει και να τον χαστουκίζει, να του δίνει ταυτότητα και μαγεία. Δεν έχει τον δικό του λαϊκό μοντερνισμό. Το καταναλωνόμενο σαν λαϊκό είναι νάιλον, επί το πλείστον, ομογενοποιημένο ντεκαφεϊνέ, χρυσομπρούντζινα γυαλί και χάλυβας, όπως τα μαγαζιά Πειραιώς και Ιεράς Οδού, όπως τα σουπερμάρκετ, τα φαγιά franchise, τα τατουάζ, τα αποξενωτικά μπουτίκ οτέλ του gentrification real estate.
Αυτή η ομογενοποίηση, η χρηματιστικοποίηση των πάντων, αυτή η στείρωση, η ενοχοποίηση του λαϊκού, η ταξική μοχθηρία εναντίον του φτωχού και του μικρομεσαίου, ήταν η προσφορά του εκσυγχρονισμού, τον οποίο θεμελίωσε ο Σημίτης και πανωσήκωσαν οι ακροακεντρώες ύαινες των μνημονίων, αυτά επιβάλλει σαν φαιά κανονικότητα το μητσοτακικό καθεστώς.
Tomorrow Never Knows
Πνευματικά είμαστε σαν τους αντάρτες και τους έγκλειστους στα «Παιδιά των ανθρώπων», τη σύγχρονη κινηματογραφική δυστοπία του Κουαρόν για μια κοινωνία στείρωσης και καταστολής· στη φυσαλίδα του μες στο δάσος ο αρχαίος χίπης καταφεύγει στην μπιτλική ψυχεδέλεια «Tomorrow Never Knows», ενώ το ηχητικό μοτίβο της ζωής ολοτριγύρω είναι τα «Αποσπάσματα μιας προσευχής» του Τάβενερ, και «Τα τραγούδια των νεκρών παιδιών» του Μάλερ.
Νίκος Ξυδάκης