Macro

Νίκος Ξυδάκης: Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης: εναντίωση, ταυτότητες, εκσυγχρονισμός

Πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, με πολλαπλές αποτιμήσεις. Από διαφορετικές σκοπιές, με διαφορετικούς σκοπούς: Τα μπλοκ εξουσίας και οι ενσωματωμένοι διανοούμενοι αποτιμούν, και προβάλλουν τις ερμηνείες τους με αξιώσεις καθολικής ισχύος, και κυρίως κατίσχυσης. Η δημόσια ιστορία, η δημόσια μνήμη είναι πεδίο ηγεμονίας. Οι αποτιμήσεις άρα δεν είναι πολιτικά ουδέτερες.
 
Ούτε η αποτίμηση των πολιτισμικών τάσεων, των πρακτικών και των δυναμικών που εκδιπλώθηκαν στη διάρκεια των (μη ενιαίων) πενήντα ετών είναι ουδέτερη. Πολύ περισσότερο που στη διάρκεια της περιόδου εκδηλώθηκαν πολιτισμικές πρακτικές και συγκρούσεις με πολιτικό και ταξικό υπόβαθρο.
 
 
Κατά τη δική μας ανάγνωση, στην καθοριστική πρώτη περίοδο, έως το 1989, το πολιτισμικό πεδίο, την ούτως ειπείν κουλτούρα, σφραγίζει το habitus των ανερχόμενων λαϊκών στρωμάτων, που έχουν ωφεληθεί από την καθολική δωρεάν παιδεία και τα μαζικοποιούμενα πανεπιστήμια. Οι «ποπολάροι» καταλαμβάνουν το προσκήνιο, πολιτικά μετά το 1981, και πολιτισμικά ήδη από το 1974, και επιβάλλουν τα δικά τους ποικίλα ιδιώματα. Η αίσθηση ιστορικής δικαίωσης για τους ηττημένους αριστερούς, ιδίως μετά την «καχεκτική δημοκρατία» και τη «χαμένη άνοιξη» του ‘60, η υπερπολιτικοποίηση του φοιτηταριάτου και η αίσθηση της «Αλλαγής» μετά τις εκλογές του ’81, εκφράζονται πολλαπλώς: σε καινοφανείς συλλογικές ταυτότητες και σε ένα γαλαξία ατομικών αυτοπραγματώσεων. Τα εκφραστικά οχήματα είναι πολλά, οι δρόμοι άλλοτε συναντώνται και αποκλίνουν ή συναιρούνται, και άλλοτε βαίνουν ασύμπτωτοι.
 
 
Η εκδίκηση της γυφτιάς
 
 
Ποιοι είναι οι εκφραστικοί δρόμοι; Πρώτον, η απενοχοποίηση του λαϊκού και του δημώδους πολιτισμού ― οι λαϊκοί και οι επαρχιώτες επήλυδες, η επιβλητική πολιτική πλειοψηφία μετά το 1981, επιβάλλουν το δικό τους Κανόνα. Ένας δίσκος βάφτισε ειρωνικά αυτό το ηγεμονικό ρεύμα: «Η εκδίκηση της γυφτιάς», το 1978, των Ν. Ξυδάκη και Μ. Ρασούλη, με τη φωνή και τη ροκ-λαϊκή μορφή του Νίκου Παπάζογλου. Ο ήχος και το πνεύμα της Εκδίκησης θα κυριαρχήσουν τις επόμενες δεκαετίες, όχι μόνο στο νεολαϊκό-νεορεμπέτικο, αλλά και στη συνύπαρξη ηλεκτρικού ήχου με μπουζούκια, βιολιά και κλαρίνα. Η υδραργυρική στιχουργική του απρόβλεπτου μάτζικ Ρασούλη θα εκφράσει με τον προσφυέστερο τρόπο την πολυμορφία και τον υβριδισμό της πρώτης Μεταπολίτευσης ― με συμπληρωματικούς τους λυρικούς και πολιτικούς Αλκαίο, Τριπολίτη, Νικολακοπούλου.
 
Το αντίστοιχο στο σινεμά είναι το «Ρεμπέτικο» του Κ. Φέρρη (1983), με τα μαγικά τραγούδια των Ξαρχάκου-Γκάτσου. Το κοσμαγάπητο «Ρεμπέτικο» δεν είναι απλώς μια έκφανση του ορμητικού νεορεμπέτικου ρεύματος, αλλά επιπλέον προσφέρει στα ανερχόμενα στρώματα μια στέρεη γενεαλογία, μια συγκροτητική μυθολογία, ανατρέχοντας σε όλο τον 20ό αιώνα. Παραπληρωματικές, και επιδραστικές με άλλο τρόπο, είναι και οι δύο ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη, «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμη» (1979) και «Γλυκιά συμμορία» (1983). Εκκινώντας από τους κώδικες του νουάρ, προσφέρουν patterns ταυτίσεων με λοξούς ήρωες και patterns αυτοπραγμάτωσης για τους μυριάδες αναζητητές ατομικών ταυτοτήτων πέραν της πολιτικής συλλογικότητας. Σε αυτή την κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός νέου κοινού που αναζητούσε καταγωγικά ίχνη σε αντισυμβατικές αφηγήσεις, λειτούργησε και η επαναπροσέγγιση της παλιότερης (1971) αρχετυπικής «Ευδοκίας» του Δαμιανού.
 
Προς την αυτοπραγμάτωση και έναν ηδονισμό που απελευθέρωνε από συμβάσεις και εξέφραζε μια νέα υλική πραγματικότητα, άρα και ένα νέο φαντασιακό, λειτούργησαν τα λάιβ, όπως το Πάρτυ στη Βουλιαγμένη του Λουκιανού Κηλαηδόνη (1983) και το Rock in Athens στο Καλλιμάρμαρο (1985), με την τελευταία εμφάνιση των Clash επιδοτούμενη από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού… Την ίδια περίοδο, η ροκ νεολαία θα συναντήσει για πρώτη φορά τον αγαπημένο της Νικ Κέιβ στο Σπόρτινγκ (1982, με Birthday Party) και λίγο αργότερα (1987) θα ιδρυθεί το «Ρόδον», που συνέβαλε στην ολοχρονίς επικοινωνία του διψασμένου κοινού με τη διεθνή ροκ και αβανγκάρντ σκηνή.
 
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το κοινό της Βουλιαγμένης και του Καλλιμάρμαρου, σε μεγάλο βαθμό, ήταν παρόν και στο Λυκαβηττό των λαϊκών συναυλιών του περιοδικού Ντέφι, που το 1982-1983 έβγαλε στο προσκήνιο με μαζικούς όρους ροκ συναυλίας το λαϊκό και ρεμπέτικο: από τις κομπανίες, τη Γλυκερία, τον Μητροπάνο, την Αλεξίου και τη Βιτάλη έως τον Πάνο Γαβαλά και τον «γύφτο» Μανώλη Αγγελόπουλο, η επιτυχία του οποίου προκάλεσε την οργή του Τύπου. Από νωρίς λοιπόν εντοπίζουμε τα συγκρητιστικά και υβριδικά χαρακτηριστικά της κουλτούρας της Μεταπολίτευσης: λόγια, ποπ και λαϊκά στοιχεία αναμίξ, συλλογικές και ατομικές ταυτότητες διασταυρούμενες και αποκλίνουσες, λαϊκότητα, ηδονισμός, ελευθεριότητα.
 
 
Ιδιοπροσωπία και Underdog Culture
 
 
Η αναζήτηση μιας ελληνικής ιδιοπροσωπίας από τους διανοούμενους για ένα μεγάλο διάστημα σφραγίστηκε από τη συζήτηση περί τη νεορθοδοξία και την Ελλάδα πέραν της Δύσεως, μια συζήτηση με ποικίλες αφετηρίες και εκδιπλώσεις, είτε καταγόμενες από τη Γενιά του ‘30 και από μια επανεπινόηση της παράδοσης, εκβάλλοντας σ’ έναν μοντέρνο αντιορεντιαλισμό ή αντιδυτικισμό, είτε έναντι των πολιτικά επιβαρυμένων –λόγω χούντας και Κύπρου– ΗΠΑ είτε έναντι της Ευρώπης. Οι περισσότεροι εισηγητές αυτών των ιδεών μετεστράφησαν συν τω χρόνω, κάποιοι κατέληξαν γραφικοί ή αντιδραστικοί πολιτικά, η συζήτηση ατρόφησε.
 
Στις όχθες και στους κυματισμούς αυτού του ρεύματος εντούτοις βλάστησαν μερικοί από τους πιο επιδραστικούς διανοούμενους μετά την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Θα συγκρατούσα τον πολύ παραγωγικό και ερεθιστικό Κωστή Παπαγιώργη, και τους πιο λυρικούς δοκιμιογράφους Χρήστο Βακαλόπουλο και Ευγένιο Αρανίτση. Επίσης, τον μοναχικό Παναγιώτη Κονδύλη και τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, τον κοινωνιολόγο που πρώτος διέκρινε βασικές δομές και χαρακτήρες του σύγχρονου κοινωνικού σχηματισμού.
 
Στους αντίποδες πρακτικά του αντιοριενταλισμού, μπορούμε να εντοπίσουμε το σχήμα του πολιτισμικού δυϊσμού, σύμφωνα με τον οποίο στο ελληνικό κράτος από ιδρύσεώς του αντιπαλεύουν ο προοδευτικός εκσυγχρονισμός και η οπισθοδρομική underdog culture, η παρωχημένη κουλτούρα του «λαϊκισμού». Ας πούμε, η Δύση και η Ανατολή, ο Καποδίστριας και οι Μαυρομιχαλαίοι. Οι ουσιοκράτες θιασώτες του πολιτισμικού δυϊσμού έχουν αξιώσεις σκληρής πολιτικής ηγεμονίας, η οποία εισήχθη καταρχάς με τον βαλκάνιο θατσερισμό της κυβέρνησης Κων. Μητσοτάκη, και εκπληρώθηκε σχεδόν ιδανικά από τον εκσυγχρονισμό των κυβερνήσεων Σημίτη. Εν συνεχεία, ο πολιτισμικός δυϊσμός λάτρεψε τα μνημόνια: οι διανοούμενοί του ζητούσαν με υπογραφές ένα «κανονικό κράτος» κατέναντι στον πτωχευμένο όχλο του «μαζί τα φάγαμε». Στο τέλος της Μεταπολίτευσης ο «εκσυγχρονισμός» ολοκληρώνεται στο επιτελικό κράτος των νεοδεξιών κυβερνήσεων Κυρ. Μητσοτάκη, οι οποίες συγκροτούνται από σημιτικούς νεοφιλελεύθερους, χουντολάγνους και ακροδεξιούς, μαζί με ενσωματωμένους νεοσυντηρητικούς διανοούμενους: αυτοί ήδη ξαναγράφουν τη δημόσια ιστορία, προσπαθώντας να απαλείψουν τον ατιμώρητο δοσιλογισμό και την αποχουντοποίηση που δεν έγινε, και να ενοχοποιήσουν τον λαϊκισμό του πρώτου ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς για όλα τα ιστορικά ατυχήματα.
 
Μια αποτίμηση της κουλτούρας της (όχι μίας) Μεταπολίτευσης είναι αδύνατον να χωρέσει σε χίλιες λέξεις. Εντούτοις, θα αποτολμούσαμε ένα πολύ αδρό σχήμα: μετά το ’74 αναδύονται οι πνιγμένες προσδοκίες του ’60, σμίγουν με τις εκφράσεις του νεολαϊκού πλήθους και τις αβανγκάρντ ζητήσεις της πιο προχωρημένης νεολαίας. Στην ανθοφόρο δεκαετία του ’80, κυλά ένα πολύμορφο βουερό ποτάμι. Το ποτάμι αφυπνίζει άμυνες στις μεταπολεμικές ελίτ της παρακμής, οι οποίες οργανώνονται και αντεπιτίθενται, ενόσω η ποικίλη κοινωνική Αριστερά επιδίδεται στο diversity των ατομικών αυτοπραγματώσεων, χάνοντας τις εναντιωματικές-απελευθερωτικές συλλογικές ταυτότητες και εντέλει την πολιτιστική ηγεμονία ― με κάποιους σπασμούς στην αμυντική δεκαετία της κρίσης 2008-2019. Eδώ βρισκόμαστε τώρα.
 
Νίκος Ξυδάκης