Macro

Νίκος Ξυδάκης: Από τα Τέμπη στις πυρκαγιές: θανατοπολιτική και μίσος

Εχουμε ακόμη τη στάχτη στο στόμα, κάθε καλοκαίρι σωρεύει τα αποκαΐδια του πάνω στα προηγούμενα. Στην Αττική, στην Εύβοια, στις Σέρρες, φέτος και στα «ξερά» νησιά του Αρχιπελάγους. Η απώλεια είναι ασφαλώς περιβαλλοντική, είναι υλική. Ο Κώστας Μανωλίδης, καθηγητής Αρχιτεκτονικής, πρόσφατα (parallaximag.gr, 15.8.24) ανέδειξε άλλη μία απώλεια: την υπαρξιακή. Η καταστροφή του περιβάλλοντος, της φύσης, άγριας και ήμερης, είναι «υπαρξιακός ακρωτηριασμός», έγραψε. Είναι αποστέρηση του απολύτως αναγκαίου φυσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ο άνθρωπος, σωματικά, ψυχικά, κοινωνικά.
 
Μα μπορούμε να σταματήσουμε τις πυρκαγιές; Οχι, οι καλοκαιρινές πυρκαγιές, σε περίοδο υπερθέρμανσης και παρατεταμένης ανομβρίας, είναι αναμενόμενες. Αλλά μπορούμε να οργανώσουμε την πρόληψη, να επενδύσουμε σε ανθρώπους και υποδομές, να ολοκληρώσουμε τους δασικούς χάρτες, να αναθεωρήσουμε εν τέλει και προ πάντων τη συνολική στρατηγική. Τα εναέρια μέσα και οι μαζικές εκκενώσεις δεν αρκούν, είναι τραγικά ελλιπείς. Οι ειδικοί μιλούν για δασοπυρόσβεση, αναδιοργάνωση και ενεργό ανάμιξη της δασικής υπηρεσίας, διεπιστημονικές προσεγγίσεις. Γιατί δεν γίνεται καμία τέτοια κίνηση μετά την Ηλεία, μετά το Μάτι, μετά την Εύβοια;
Θανατοπολιτική
 
Ο Κ. Μανωλίδης υποστηρίζει ότι δεν είναι αμέλεια ούτε ανικανότητα· είναι βιοπολιτική διαχείριση. Είναι εκούσια αφαίρεση δημόσιου χώρου, καταστροφή κοινών αγαθών, διασπορά φόβου και απόγνωσης, με στόχο τη γενικευμένη, τη διαρκή καθυπόταξη. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν χωρίς φύση, χωρίς δημόσιο χώρο, χωρίς δημόσια αγαθά, μαθαίνουν να ζουν με την απειλή της καταστροφής, να βλέπουν την καταστροφή, και να αποδέχονται την καταστροφή ως φυσικό φαινόμενο που δεν επιδέχεται καμία πρόληψη, καμία άλλη διαχείριση πλην της εκκένωσης 112.
 
Ο πολίτης διαποτίζεται κάθε καλοκαίρι με τη μυρωδιά του καμένου, βαρυγκομάει, βλαστημά για λίγο το κράτος, κι ύστερα επιστρέφει στις στάχτες τής ακόμη πιο αβάσταχτης καθημερινότητας, μιας αβίωτης ζωής. Ο καμένος, αλλά και όποιος εισέπνευσε τη στάχτη, μετά από κάθε πυρκαγιά, είναι όλο και πιο δουλοπάροικος. Δεν αξιώνει τίποτε από τα κοινά, γιατί δεν υπάρχουν κοινά· δεν έχει τίποτε, παρεκτός τη γυμνή του ύπαρξη όπως του υπενθυμίζει το 112.
 
Ο πολιτικός επιστήμονας Τάκης Καφετζής, ο αείμνηστος διανοούμενος, διείδε κάτι παρόμοιο στη διαχείριση της πανδημίας: μίλησε για θανατοπολιτική, για τη λογιστική διαχείριση της ασθένειας και του θανάτου, με σκοπό την παθητική αποδοχή ΚΑΘΕ διαχείρισης, κάθε καταστολής των ελευθεριών, των δικαιωμάτων, κάθε περιορισμού του δημόσιου χώρου. Μια θανατοπολιτική που υποτάσσει και εκφοβίζει, που αποκλείει τη διεκδίκηση και τη σύγκρουση για μια αξιοβίωτη ζωή.
 
Στο στερνό άρθρο πριν από την εκδημία του (πάλι στην «Εφ.Συν.» 13.3.2023) μιλώντας για τα Τέμπη ο Τάκης Καφετζής μάς έδειξε πώς η θανατοπολιτική εξουσία ενσωμάτωσε τον θάνατο, ενοχοποιώντας τα θύματα, λέγοντας «μαζί ΤΟΥΣ φάγαμε». Σημείωνε: «Μπροστά στον θάνατο, η εξουσία της νεωτερικότητας επιστρατεύει λόγους από τον κόσμο του αοράτου, ένα παντοειδές κακό, που συμπεριλαμβάνει όλους, σαν να είναι υποκείμενα ενοχής του θανάτου των άλλων και του ίδιου τους του θανάτου».
Το μίσος
 
Και οι άνθρωποι; Οι πολίτες; Μένουν έρμαιο της βιοπολιτικής και θανατοπολιτικής να βυθίζονται στη δουλοπαροικία; Δεν ξέρω τι να πω… Ισως απόκαμαν ύστερα από τόσα χρόνια απομείωσης δικαιωμάτων, αφαίρεσης βιοτικών πόρων, συμπίεσης σε καθεστώς εξαίρεσης· ίσως το ελατήριο της αντίδρασής τους χαλάρωσε, δεν έχει δύναμη εκτίναξης. Ισως πάλι το ελατήριο να συσσωρεύει ακόμη κι άλλη ενέργεια και να ετοιμάζεται να τιναχτεί. Πότε θα τιναχτεί, πώς;
 
Συνεχίζεται η βιοπολιτική και η διαδικασία αποικιοποίησης που ξεκίνησε με τη χρεοκοπία, με ολοένα βαθύτερα ή και μόνιμα αποτυπώματα στη συλλογική ψυχή. Αλλά, όπως είδαμε το 2011, το 2012, το 2015, αντιδράσεις μπορούν να υπάρξουν. Η αρνητική κληρονομιά τώρα είναι η διάψευση της ρευστοποιημένης Αριστεράς.
 
Αυτό που αφουγκραζόμαστε είναι ένα διάχυτο μίσος, υπόκωφο και αμφίστομο. Το πλήθος ακτινοβολείται διαρκώς με περιφρόνηση και μίσος από τους κυρίαρχους: δεν μπορούμε να περιγράψουμε πιο απλά τη διαρκή αποστέρηση δημόσιων αγαθών, της φύσης, της υγείας, της παιδείας, από τους πολλούς παρά ως ψυχρή συστηματική εχθροπάθεια. Αυτή η έργω περιφρόνηση, αυτό το μίσος, δεν απορροφάται μόνο, αντανακλάται κιόλας και επιστρέφει κατοπτρικά στον πομπό του. Προς το παρόν αντανακλάται παθητικά. Ανοργάνωτα και μη πολιτικά, επειδή δυστυχώς δεν υπάρχει πολιτικό υποκείμενο ικανό να μορφοποιήσει τα συναισθήματα σε λόγο και πράξη, να οδηγήσει σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις. To μίσος των κυριαρχούμενων όμως μπορεί να αποβεί δημιουργικό.