Εξελίσσεται ο ίδιος σε διαχρονικό κήρυκα πολιτικού διχασμού και δεξιού λαϊκισμού.
Το μόνο που απασχολεί τον Πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη στον πυρήνα της ταυτότητας και της ρητορικής του μέσα στο πολιτικό σύστημα της χώρας και στον αναδιαμορφούμενο πολιτικό χάρτη της Ευρώπης, είναι μια διχαστική “αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση” για τον ΣΥΡΙΖΑ. Έχει επιλέξει ως ιδεολογικό περίβλημα της στρατηγικής του αντιπαράθεσης με την Αριστερά μια ιδεοληπτική εμμονή και αλαζονεία ότι αυτός θα ξαναγράψει, μέσω της συστηματικής της αναθεώρησης, την πολιτική ιστορία του τόπου μας.
Ένα συμβάν, κορυφαίο ενώπιον της ηγεσίας της Ε.Ε., σε αυτή την πολιτική αποτελεί η πρόσφατη ομιλία στο Ζάππειο, όπου “τίμησε” ο Πρωθυπουργός την επέτειο σύνδεσης της χώρας με την τότε Κοινή Αγορά, μέσα στο φόντο μάλιστα των επετειακών εκδηλώσεων των 200 χρόνων από την ιδρυτική πράξη της δημιουργίας της χώρας μας, κάνοντας λόγο, αναφερόμενος στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για “παρένθεση” και “σκοτεινό διάλειμμα”, για διχασμό, για λαϊκισμό, συμψηφίζοντας την Αριστερά μάλιστα με την Ακροδεξιά.
Πολλαπλά διδακτική για τη μελέτη αυτής της πολιτικής του κ. Μητσοτάκη είναι αυτή η επιλογή του για τη συγκεκριμένη ομιλία. Ποσώς ενδιαφέρει τον έλληνα Πρωθυπουργό το ότι την προηγούμενη ημέρα ενώπιον του ελληνικού Κοινοβουλίου ο Πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου εξέθεσε, στα όρια του να ζητήσει συγγνώμη, ένα πνεύμα αναστοχασμού και μια προφανή απόσταση πλέον, που παίρνουν και άλλοι ηγετικοί παράγοντες της Ένωσης από την εκβιαστική πολιτική εναντίον της χώρας μας που ασκήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης χρέους με τα διαδοχικά μνημόνια.
Δεν ενδιαφέρεται βεβαίως, επίσης, ο κ. Μητσοτάκης για να συμμετάσχει και να βαθύνει σε αυτό το διάλογο που γίνεται στην Ε.Ε. ενόψει των θετικών πιέσεων για την αναδιαμόρφωση μιας πολιτικής αλληλεγγύης στην αντιμετώπιση των οικονομικών και όχι μόνο κρίσεων.
Δεν τον ενδιαφέρει να αναδειχθούν ιστορικά οι σημαντικές ευθύνες των ομοϊδεατών του στις ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ εναντίον της χώρας μας ως πολιτικές επιλογές, εμμονικές και εκδικητικές που άφησαν απίστευτα τραύματα στην οικονομία και την κοινωνία της χώρας μας. Αν έκανε αυτή την αυτονόητη αποτίμηση θα έπρεπε ο κ. Μητσοτάκης να αναφερθεί προφανώς και στο ποιες ήταν οι κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω, που αντιστάθηκαν και αποδόμησαν στη συνείδηση της πλειοψηφίας του λαού μας αυτές τις εκβιαστικές στρατηγικές.
Επιπλέον δε, θα έπρεπε να δεχθεί την κοινή διεθνώς παραδοχή και την αναφορά στην κυβέρνηση που έκλεισε τους μνημονιακούς κύκλους, στη διακυβέρνηση που άφησε το “μαξιλάρι” δεκάδων δισεκατομμυρίων ως εξασφάλιση για επόμενες κρίσεις.
Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να επιδείξει, ο κ. Μητσοτάκης, την ελάχιστη πολιτική γενναιότητα να αναφερθεί και στη Συμφωνία των Πρεσπών που αποτέλεσε επίτευγμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και σταθμό για τη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Πλην όμως, αυτοί οι οποίοι σήμερα εφαρμόζουν αυτή τη Συνθήκη, επέλεξαν να αποκρυβεί και η σχετική φωτογραφία στις Πρέσπες με τον Α. Τσίπρα, τον Ζάεφ και την Ευρωπαία Επίτροπο Μογκερίνι.
Τόσος λαϊκισμός, τόσο διχαστική λογική, τόση ευρωπαϊκή εθελοδουλία από μια κυβέρνηση που υποτίθεται ότι καταγγέλλει αυτά τα συμπτώματα. Ο κ. Μητσοτάκης που έχει επιλέξει από βήματος της Βουλής να κάνει συχνές παρεμβάσεις που ως στόχο έχουν τη συνειδητή ιστορική αναθεώρηση μέσω της επούλωσης των τραυμάτων και των ευθυνών που αντικειμενικά έχουν καταγραφεί για τη δεξιά παράταξη από τον εμφύλιο μέχρι τη δικτατορία, είναι συνεπής προφανώς και με τις πολιτικές που θεσμοθετεί. Εμφανίζεται επί της ουσίας ως υπέρμαχος αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων που επιχειρείται να θέσουν τέρμα στις ενοχλητικές για τη νέα Δεξιά κατακτήσεις της μεταπολίτευσης.
Ιδιαίτερα μέσα στην πανδημία και αξιοποιώντας το περιοριστικό πλαίσιο, η κυβέρνηση θέλει να βάλει τέρμα στις συλλογικές συμβάσεις, τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, τις εγγυήσεις για την εργασία, την ελευθερία των συναθροίσεων, να αμφισβητήσει τον πυρήνα του προοδευτικού Οικογενειακού Δικαίου, να αφήσει ανοχύρωτο το ΕΣΥ, να βάλει την αστυνομία μέσα στα ΑΕΙ, μετά και την κατάργηση του ασύλου, να εντάξει τη σωφρονιστική πολιτική στην αστυνομία, να υπονομεύσει τη λειτουργία και το κύρος του ΑΣΕΠ.
Ταυτόχρονα η σημερινή κυβέρνηση με πάντα ζωντανό και ανατροφοδοτούμενο τον οργανικό ομφάλιο λώρο με τις δυνάμεις του “ακραίου Κέντρου”, συστηματικά επιδίδεται στην προσπάθεια επικοινωνιακής χειραγώγησης με σκοπό να αποτινάξουν το βαρύ ιστορικά πολιτικό φορτίο που οι δύο παρατάξεις του συναινετικού μεταπολιτευτικού δικομματισμού φέρουν. Επιχειρούν να αποποιηθούν ιστορικά την αποκλειστική ευθύνη τους για τη χρεοκοπία της χώρας, την απόλυτη ευθύνη πολιτικών πράξεων και παραλείψεων που οδήγησαν σε σκληρές και επώδυνες μνημονιακές δεσμεύσεις, σε πρωτοφανή ύφεση και απώλεια ΑΕΠ, σε συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης, σε μαζική φτωχοποίηση μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας, στο μεταναστευτικό κύμα των νέων επιστημόνων.
Σε όλες τις προσπάθειες των ιθυνόντων της Νέας Δημοκρατίας με πρωταγωνιστικό ρόλο του αρχηγού της αντιστρέφουν συνειδητά την αλήθεια και την ιστορία. Θέλουν να καταδείξουν ότι τα θύματα, εν προκειμένω οι λαϊκές δυνάμεις που ανέδειξαν και εκπροσωπήθηκαν σε διαδοχικές εκλογές από την Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη κοινωνικής ευθύνης και σωτηρίας της χώρας, είναι θύτες. Ότι η κοινωνικοπολιτική πλειοψηφία που ανέτρεψε το παραδοσιακό πολιτικό σκηνικό δεν έσωσε αλλά οδήγησε τη χώρα στα βράχια!
Αυτό το ιστορικά παράδοξο και προφανώς ατεκμηρίωτο αφήγημα εμφανίζεται ως “πολιτικό θέσφατο” ενώ δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την έκφραση ενός, διαχρονικά αναπαραγόμενου, αντί-αριστερού μίσους από όσους αισθάνονται ιδιότυποι ιδιοκτήτες της χώρας μας και βεβαίως συμπεριφέρονται αναλόγως μέσω της αυταρχικής διακυβέρνησης που επιβάλλουν.
Η λογική των “δυο άκρων” έρχεται και επανέρχεται σε ευθεία αναγωγή με το ιστορικό της πολύχρονης ρητορικής του μετεμφυλιακού κράτους. Η αντιδημοκρατική πολιτική κουλτούρα που θεωρεί την Αριστερά και τις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις ως “μουσαφίρηδες”, ως “ενοικιαστές”, εν τέλει ως “παρένθεση” δίνει το πράσινο φώς για μεθοδεύσεις που κατατείνουν σε επιχείρηση θεσμικού αποκλεισμού. Στοχοποιείται ο λόγος, η πολιτική, τα στελέχη και εν τέλει καθαυτή η δυνατότητα δημοκρατικής αλληλεπίδρασης των δυνάμεων της Αριστεράς μέσα και έξω από τη Βουλή, στα ΜΜΕ και το δημόσιο λόγο ώστε να θεωρείται “εκτός κανονικότητας”, αν όχι προφανώς η ίδια η διεκδίκηση, οπωσδήποτε όμως η επίτευξη της εναλλακτικής προοδευτικής διακυβέρνησης του τόπου.
Η προφανής προσπάθεια απονομιμοποίησης της πολιτικής Αριστεράς εναρμονίζεται με σειρά μέτρων που κατατείνουν στον περιορισμό και τη συρρίκνωση δικαιωμάτων και εγγυήσεων για την κοινωνία των ενεργών πολιτών. Επιχειρούν και σε αυτό το πεδίο να διαμορφωθεί ο συσχετισμός για να υπάρξει ανοχή στις αντικοινωνικές πολιτικές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που κατά συρροή θεσμοθετεί η παρούσα κυβέρνηση.
Η στρατηγική αυτή της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν έχει απέναντί της μόνο τη δύναμη του λόγου, της καταγγελίας και του εναλλακτικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ. Προσκρούει καθημερινά, ευτυχώς όλο και περισσότερο, σε μια νέα ριζοσπαστική αμφισβήτηση, στην κριτική και την ενεργό αντίσταση ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μας και ιδιαίτερα ενός μεγάλου τμήματος της νεολαίας μας που έχει υποστεί ήδη δύο κρίσεις που σκιάζουν το μέλλον και τα οράματά της.
Νίκος Βούτσης
Πηγή: Περίπτερον