Macro

Νίκος Βούτσης: Ευθύνη και αναστοχασμός για την πορεία της Αριστεράς

Όταν λείπουν η διεξοδική πολιτική συζήτηση και ο αναγκαίος αναστοχασμός για την αποτίμηση των μεγάλων τομών της ιστορικής πολιτικής διαδρομής ενός κόμματος, ιδιαίτερα της Αριστεράς, τότε οι συνέπειες, ως ακραία εκδοχή, οδηγούν στο σκηνικό του προφανούς αδιεξόδου και των παρακμιακών φαινομένων στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ.

Δύο συζητήσεις δεν έγιναν στο παρελθόν, στο όνομα της ανάγκης για «φυγή προς τα μπρος» και για την αποφυγή της αξιοποίησης από τους πολιτικούς αντιπάλους του σχετικού προβληματισμού που θα αναπτύσσονταν. Η μία αφορά στην αποτίμηση της κυβερνητικής περιόδου 2015-2019, για την οποία υπήρχε και ένα πολύ καλό ντοκουμέντο ως βάση συζήτησης. Η άλλη αφορά στην αποτίμηση της περιόδου 2019-2023 μετά τη διπλή εκλογική ήττα, διαδικασία που κατέστη αδύνατη μετά την παραίτηση του σ. Αλέξη Τσίπρα.

Επιπλέον η έτσι κι αλλιώς κρισιακή κατάσταση στο κόμμα επιδεινώθηκε μετά την εκλογή Κασσελάκη με φαινόμενα έλλειψης σοβαρότητας, τοξικότητας, νεοαρχηγισμού, υπονόμευσης της αριστερής ταυτότητας. Η ρητορική που εξαντλείται σε ένα στείρο ιδιότυπο κυβερνητισμό και η αναγκαία προς τούτο επιχειρούμενη πολιτική μετάλλαξη οδήγησαν σε αλλεπάλληλες διασπάσεις «όχι βέβαια γιατί χάσανε και φύγανε» ούτε γιατί «θέλανε τις καρέκλες τους».

Αρκεί σήμερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να λένε «κάναμε λάθος»; Όταν επί ένα χρόνο ανέχονταν και σιωπούσαν σε όσα έλεγαν και μεθόδευαν ο κ. Κασσελάκης και οι υποστηρικτές του στην ηγεσία, την κοινοβουλευτική ομάδα και τα social media; Όταν ανέχονταν την πρωτοφανή απαξίωση και τις αθλιότητες που διακινούνταν σε βάρος κομματικών και πρώην κυβερνητικών στελεχών που συνίδρυσαν τον φορέα και στήριξαν, με τα σωστά και τα λάθη, όλη αυτήν την πορεία;

Δυστυχώς το διχαστικό αφήγημα «περί εσωτερικών εχθρών» και «βαριδιών» που δήθεν υπονόμευαν διαχρονικά την πολιτική της ηγεσίας και «αντιστέκονταν» στην πολιτική της διεύρυνσης του κόμματος, μετουσιώθηκε σε «κουλτούρα της βάσης» απέναντι στην «κομματική γραφειοκρατία»..

Ας αναλογιστούμε. Πώς σπαταλήθηκε το κεφάλαιο της πολιτικής εμπιστοσύνης, ή έστω της κριτικής στήριξης με βάση το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019; Πώς εξαερώθηκε και εκλογικά η ελπίδα σημαντικού μέρους των προοδευτικών πολιτών και ιδιαίτερα της νεολαίας που είχαν την προσδοκία για την ήττα της πολιτικής και του καθεστώτος Μητσοτάκη;

Ας αναφέρουμε σε τίτλους την, προφανώς υποκειμενική, άποψη-συμβολή στον συλλογικό προβληματισμό μέσα στις ωδίνες και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις που θα αναπτύσσονταν μετά και επ’ αφορμή των δύο μεγάλων εκλογικών ηττών του κόμματος το 2023.

Στη βάση ποιου πολιτικού σχεδίου έγινε η διαχείριση του μείζονος θέματος της πολιτικής μας πρότασης για το προοδευτικό εναλλακτικό μέτωπο διακυβέρνησης; Προφανώς δεν έχουν μόνο τις δικές τους κύριες ευθύνες τα υπόλοιπα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης για τη μη ευόδωση, σε συνθήκες απλής αναλογικής, αυτής της προγραμματικής πρότασης διακυβέρνησης.

Για να λειτουργήσει η αξιωματική αντιπολίτευση ως υποδοχέας της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση για κρίσιμα ζητήματα όπως το θλιβερό αποτέλεσμα της πανδημίας, το βαρύ θεσμικό πλήγμα με το σκάνδαλο των υποκλοπών, την ακρίβεια που προσέλαβε μόνιμο χαρακτήρα, ακόμα και τις τραγωδίες στα Τέμπη ή και στην Πύλο θα έπρεπε να μπορούσε και να είχε κινητοποιήσει κοινωνικές δυνάμεις. Ήταν πασίδηλη η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ, λόγω έλλειψης κοινωνικής γείωσης, να δώσει έμπνευση και στήριξη σε μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, να κατοχυρώσει στη συνείδηση των πολιτών τον ευρύτερο ρόλο του κόμματος τόσο για την ανάπτυξη μαζικών αγώνων όσο και για τη διεκδίκηση της προοδευτικής διακυβέρνησης.

Η, ανομολόγητη, στροφή προς το Κέντρο και η ανοχή στη συνύπαρξη αντιφατικών προτάσεων για μείζονα θέματα όπως η πανδημία αλλά και σε πτυχές της οικονομικής πολιτικής συνέβαλαν σε μία απόσπαση του κόμματος από το συναίσθημα που κυριαρχούσε στην κοινωνία σε συνθήκες κρίσης. Μεγάλο μέρος της κοινωνίας είχε ανάγκη να επενδύσει σε θετικές προτάσεις και σε νέες ελπίδες και όχι μόνο να τιμωρήσει την κυβέρνηση. Ενώ εξάλλου και ταυτόχρονα τροφοδοτούνταν τα φαινόμενα της ακροδεξιάς στροφής και της αυξημένης αποχής.

Η παραφιλολογία περί της «κατάληψης των αρμών της εξουσίας», περί «αχρείαστου οικονομικού μαξιλαριού», η συνεχής ανάδειξη σκανδάλων που εντέλει τα καθιστούσε ανεκτά στα μάτια της κοινής γνώμης, υπονόμευαν τον γνήσιο ριζοσπαστισμό και τη σύγχρονη προσέγγιση και προβολή των προτάσεων της Αριστεράς απέναντι σε αυτές της Δεξιάς για τα νέα επίδικα της περιόδου.

Οι παραπάνω σκέψεις κατατίθενται προφανώς για ένα γόνιμο προβληματισμό που δεν θα περιορίζεται στο πλαίσιο της συζήτησης για το επικείμενο συνέδριο της Νέας Αριστεράς.

Νίκος Βούτσης

ΤΑ ΝΕΑ