Συνεχείς και αλλεπάλληλες οι ευθείες παραβιάσεις ή οι καθεστωτικές «πατέντες» για αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις σε πλήρη και προφανή αντίστιξη με το πάνδημο αίτημα για την απόδοση δικαιοσύνης και τη θεσμική λειτουργία με διαφάνεια και συνταγματική προσήλωση.
Η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως την εκτελεστική εξουσία, την κυβέρνηση, προφανώς τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Υπάρχουν όμως πράξεις και παραλείψεις που καθιστούν συνυπεύθυνη της συγκάλυψης της αλήθειας ή και την επιβίωση προφανών διακρίσεων σε βάρος των πολιτών την ηγεσία της Δικαιοσύνης, όπως επίσης και την νομοθετική εξουσία με τη διάσταση της λειτουργίας σημαντικών κοινοβουλευτικών θεσμών και επιτροπών κατ’ επιταγή του Συντάγματος.
Η πρόσφατη «κορωνίδα συγκάλυψης» με τη λειτουργία της προανακριτικής επιτροπής ως υποδοχέα ενός υπομνήματος τριών παραγράφων από τον κ. Τριαντόπουλο για τον οποίον από του βήματος της Βουλής είχαν προαποφασίσει την αθώωση του ο πρωθυπουργός και οι βουλευτές της ΝΔ, που κατά τα άλλα υπερψήφισαν πρόταση πλήρως αναλυτική και τεκμηριωμένη για την παραπομπή του στην «Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, για την ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος» δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία.
Ίσα ίσα έγινε δεκτή από την κοινή γνώμη περίπου ως φυσιολογική πολιτική επιλογή και απόρροια της επί πενταετία ασκούμενης καθεστωτικής πολιτικής, που έχει ως στόχο την υπονόμευση και την ακύρωση όλων των άμεσων ή έμμεσων «αντιβάρων» που το Σύνταγμα προβλέπει για τον έλεγχο ή και την απόδοση ευθύνης προς την εκτελεστική εξουσία.
Κατέστη ανενεργή και ακυρώθηκε η δυνατότητα που έδινε το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 2019, για την πρωτοβουλία από την αντιπολίτευση πρότασης και υπερψήφισης δύο εξεταστικών επιτροπών ανά περίοδο. Η απλή αναφορά στον Κανονισμό της Βουλής της νέας συνταγματικής διάταξης και όχι η αυτονόητη προσαρμογή του Κανονισμού της Βουλής ώστε η μειοψηφία να έχει βαρύνοντα λόγο π.χ. στην κλήση μαρτύρων και τη συγκρότηση του Προεδρείου, έδωσε το δικαίωμα στην αλαζονική πλειοψηφία να ακυρώσει απολύτως, μετερχόμενη όλα τα «κόλπα» χειραγώγησης, τις κορυφαίες αυτές διαδικασίες κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Απορρίφθηκαν οι μάρτυρες-πολιτικά πρόσωπα, δεν κλήθηκαν αρμόδιοι φορείς με άποψη για τις υποθέσεις, προφυλάχθηκαν παράγοντες και ιδιώτες που είχαν εμπλακεί, συγκαλύφθηκαν πράξεις και στοιχεία. Έγινε απολύτως καταχρηστική επίκληση και επιβολή του «απορρήτου».
Με τη συνέργεια της ανώτερης βαθμίδας της Δικαιοσύνης η υπόθεση των υποκλοπών, βαρύ πλήγμα στο κράτος δικαίου στα όρια του πραξικοπήματος που εκθέτει και διεθνώς τη χώρα μας, κατέληξε σε πλήρη ουσία απαλλαγή όλων των κυβερνητικών και λοιπών αξιωματούχων επειδή «δεν κινδύνεψε η Δημοκρατία»!
Για προφανή θέματα δικαιοδοσίας των Επιτροπών της Βουλής για τα όρια λειτουργίας και ευθύνης τους δεν εκλήθη να αποφανθεί, παρότι ζητήθηκε έγκαιρα και πιεστικά, το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής. Ίσως γιατί είναι προφανές ότι, στην περίπτωση της Εξεταστικής για τις υποκλοπές, ο νόμος προσδιορίζει σαφώς ότι ο πολιτικός προϊστάμενος, δηλαδή εν προκειμένω ο πρωθυπουργός, έχει τη δικαιοδοσία για την άρση και τη μη επίκληση του απορρήτου από την ΕΥΠ.
Η εχθρότητα προς τις Ανεξάρτητες Αρχές, ιδιαίτερα προς αυτές που προσπαθούν μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες να εργαστούν απροκατάληπτα κατά τη συνταγματική πρόνοια και τους νόμους ίδρυσής τους, είναι πρωτοφανής από πλευράς της κυβέρνησης. Η προσπάθεια και αυτά τα «αντίβαρα» να ακυρωθούν ώστε να μην κάνουν έλεγχο σε αντιδημοκρατικές και παράνομες κρατικές ενέργειες και παραλείψεις με προφανή την κυβερνητική ευθύνη, υπήρξε απροσχημάτιστη. Τόσο με δημόσιες ανακοινώσεις ευθείας επίθεσης π.χ. εναντίον του Συνηγόρου του Πολίτη για το πόρισμα αναζήτησης ευθυνών για το ναυάγιο-έγκλημα στην Πύλο. Όσο επίσης και εναντίον των προέδρων της ΑΔΑΕ και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με προσπάθεια για ενοχοποίηση τους, για περιορισμό του εύρους των αρμοδιοτήτων τους, ακόμα και για αλλαγή των «συσχετισμών» στη σύνθεση των Αρχών.
Σημειώνω την «αξιοποίηση» από την κυβερνητική πλειοψηφία, σε βάρος της οποιασδήποτε προσπάθειας για την αναγκαία συναίνεση, του άρθρου 101Α που στην πρόσφατη αναθεώρηση, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου και ως απεδείχθη άλλωστε, με σύμπραξη ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μείωσε σε 3/5 από 4/5 την απαιτούμενη πλειοψηφία για τη συγκρότηση των Ανεξάρτητων Αρχών.
Την ίδια περίοδο – μόλις τώρα κάτω από την πίεση της κοινωνίας – μελετάται η κατάθεση του εφαρμοστικού νόμου για την κατάργηση των αποσβεστικών προθεσμιών του άρθρου 86 παρ. 3 για τα προνόμια των πολιτικών στην απόδοση ποινικών ευθυνών. Ενώ βεβαίως δεν έχει υπάρξει εφαρμοστικός νόμος για την υλοποίηση του άρθρου που επιτρέπει ως δημοκρατική πρόνοια τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν δυστυχώς κάποιες «άτυχες στιγμές στη βάρδια» της παρούσας νεοδημοκρατικής πλειοψηφίας που διανύει ήδη τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης. Δεν περνάει εβδομάδα που να μην έρχονται στο φως αλλεπάλληλες καταδίκες της χώρας μας σε Διεθνείς Οργανισμούς, σε Φόρα και στο ίδιο το ΕΔΔΑ είτε για εγκλήματα επαναπροωθήσεων, ορολογία που επίσημα πλέον χρησιμοποιεί ο νέος υπουργός Μετανάστευσης, είτε για άθλιες συνθήκες στις φυλακές και για αντίστοιχες συνθήκες στις δομές «φιλοξενίας» μεταναστών.
Το αίτημα για οξυγόνο στην απόδοση δικαιοσύνης αφορά πλέον ευρύτερα την ίδια τη Δημοκρατία στη χώρα μας.
Απαίτηση για οξυγόνο και στη Δημοκρατία μας