Η μακρά μεταπολιτευτική περίοδος αποτελεί εξ αντικειμένου το πεδίο για μια γόνιμη συζήτηση, για αναστοχασμό αλλά και για ουσιώδεις αντιπαραθέσεις στο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο.
Προφανώς υπάρχουν διαφορετικές αναγνώσεις για τη σπουδαιότητα, τις προτεραιότητες, το ρόλο των προσώπων και τα ελλείμματα που καταγράφηκαν στις διαφορετικές περιόδους της μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα. Αποτελούν μείζονα γεγονότα και σταθμούς η υπερψήφιση του Συντάγματος του ’75 που παραμένει ενεργό μετά και τις τέσσερις αναθεωρήσεις του, όπως επίσης και η έγκαιρη συμμετοχή της χώρας στην ΕΟΚ και μετέπειτα Ε.Ε., η επίτευξη της τυπικής ισονομίας με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης μετά τη μακρά μετεμφυλιακή περίοδο και τη χούντα, η μη αμφισβήτηση των εκλογικών διαδικασιών σε δεκάδες και διαφορετικές εκλογικές αναμετρήσεις από το δημοψήφισμα για τη βασιλεία μέχρι και τις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Ιστορικά καταγράφονται επίσης, χωρίς καμία αμφιβολία, τόσο η μεγάλη εκκρεμότητα, ακριβέστερα η εγκληματική αποτυχία, για την επίλυση του Κυπριακού με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ επί πενήντα χρόνια, όσο και η ουσιαστική επί επταετία χρεωκοπία της χώρας που οδήγησε σε δραματικές συνέπειες και σε πρωτοφανείς συνθήκες φτωχοποίησης και νέων ανισοτήτων σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των συμπολιτών μας.
Δεν εκτιμώ ως κύρια και γόνιμη την, οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα, συζήτηση για την περιοδολόγηση ή για το σημείο έναρξης και λήξης της μεταπολίτευσης, τη ρητορική περί «νέας μεταπολίτευσης» που κατά καιρούς τροφοδοτεί αντιπαραθέσεις συγκυριακού χαρακτήρα με βάση ορόσημα που κάθε πολιτική άποψη θέτει προς επίρρωση της τρέχουσας πολιτικής της.
Ούτε παραβλέπω τη διαχρονική συζήτηση για την προφανή τάση παραταξιακής οικειοποίησης εκ μέρους της Δεξιάς, μέσω του ρόλου του «εθνάρχη» Κ. Καραμανλή, της επανόδου στις δημοκρατικές εξελίξεις με την ταυτόχρονη υποβάθμιση της ουσίας των μηνυμάτων που η μαζική αντιδικτατορική πάλη εξέπεμπε και σφράγισε, σε όλη την πρώτη φάση, έντονης ριζοσπαστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας.
Θα επιμείνω στην ανάδειξη ενός ουσιώδους θέματος που συγκροτεί πολιτική πρόκληση και εντάσσεται οργανικά στη συνεχή και οξυνόμενη στρατηγική της ιστορικής αναθεώρησης επί της ουσίας των κατακτήσεων του λαού μας στη μεταπολιτευτική περίοδο. Η πολιτική αυτή έχει δύο όψεις του αυτού νομίσματος και συγκροτεί τη στρατηγική για να εξελιχθεί σε ηγεμονία η σημερινή ισχυρή πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς και του αστερισμού των κομμάτων της ακροδεξιάς.
Η πρώτη όψη αυτής της επιθετικά εμμονικής ιδεολογικής προσέγγισης για την «ανάγνωση» όλης της μεταπολιτευτικής περιόδου αναδεικνύει εμβληματικά τις περιόδους διακυβέρνησης από τον Κ. Καραμανλή, τον Κ. Σημίτη και τον Κυρ. Μητσοτάκη αναγορεύοντάς τους ως πρωταγωνιστές της ευρωπαϊκής μεταρρυθμιστικής και δημοκρατικής εξέλιξης της χώρας. Ενώ, κατά το ίδιο αφήγημα, ο λαϊκισμός και ο δικαιωματισμός μαζί και με την εμμονική υπεράσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων υπήρξαν τα εμπόδια που συνέβαλαν στην «καθυστέρηση» και τις χρόνιες παθογένειες στην οικονομία, την παραγωγή, τις διεθνείς σχέσεις, την ωρίμανση των θεσμών.
Δια της ρητής παραλείψεως, στις σχετικές συζητήσεις και αναφορές άλλων πολιτικών προσωπικοτήτων, ιδιαίτερα του Α. Παπανδρέου και βέβαια του Αλ. Τσίπρα όπως και δια της απαξίωσης των κοινωνικών και δημοκρατικών αγώνων αυτής της μακράς περιόδου, επιχειρείται να φιλοτεχνηθεί το καινούργιο όραμα για την Ελλάδα μετά την κρίση. Με «νομιμοποιημένες» τις σύγχρονες ακραίες εκδοχές του νεοφιλευθερισμού, επίσης με τον αντιλαϊκό χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων και με τη συνεχιζόμενη αποστασιοποίηση από το διαχρονικό δόγμα της εξωτερικής μας πολιτικής ως πολυδιάστατης και φιλειρηνικής. Οι πολιτικές αυτές βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνιση με τις πιο συντηρητικές και αντικοινωνικές πολιτικές μέσα στην Ε.Ε. και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ απέναντι στις πολεμικές επιχειρήσεις και την αντιμετώπιση της «πολυκρίσης» με πυρήνα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, την όξυνση των οικονομικών αντιθέσεων και τα «τείχη» στις αυξανόμενες νέες μεταναστευτικές ροές.
Η δεύτερη πλευρά του ίδιου αφηγήματος με προφανή τη διάθεση απόκρυψης και συγκάλυψης των πολιτικών ευθυνών για τη χρεωκοπία της χώρας, αποτελεί ήδη στην πρόσφατη πενταετία ένα προπαγανδιστικό όπλο για την ανάδειξη ως δήθεν «σωτήρων» των πολιτικών δυνάμεων και των ηγεσιών τους ως «μουσαφιραίων» του καθεστώτος απέναντι στη διεκδίκηση οποιασδήποτε προοδευτικής εναλλακτικής λύσης, την οποία συλλήβδην θεωρούν ως δήθεν ιστορικά υπόλογη για την κρίση και την πτώχευση!
Με τη στήριξη από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και από ένα πρωτοφανώς μεροληπτικό σύστημα ηλεκτρονικών ΜΜΕ διαμορφώνεται ένα περιβάλλον συγκάλυψης των πολιτικών ευθυνών που οδήγησαν τη χώρα σε κρίση. Αποκρύπτονται τα πολλαπλά πλήγματα στο κράτος δικαίου για όσα σήμερα συντελούνται έτσι ώστε και πάλι να θεωρούνται ως εν δυνάμει στυλοβάτες της δημοκρατίας δυνάμεις που υπονομεύουν κυρίως την κοινωνική της διάσταση.
Τεκμηριώνοντας την παραπάνω άποψη περί της αποφυγής ανάληψης των ευθυνών για τη χρεωκοπία της χώρας αναφέρομαι μόνο με τίτλους σε πολιτικές που οδήγησαν: στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή για πολλά χρόνια, τις υπερβολικές και αδιαφανείς εξοπλιστικές δαπάνες που σήμερα συνεχίζονται, την υποβάθμιση του εισοδήματος και των κοινωνικών παροχών που είχε προκαλέσει και την όξυνση του δημογραφικού προβλήματος αλλά και στην απαρχή του μαζικού φαινομένου του brain drain για εκατοντάδες χιλιάδες νέους επιστήμονες. Επιπλέον, πολιτικές που προκάλεσαν την υπονόμευση του πρωτογενούς παραγωγικού τομέα και την ανάπτυξη ενός παραγωγικού μοντέλου με προφανείς περιφερειακές ανισότητες, με κατασπατάληση πόρων, με βασικές εκκρεμότητες σε «εργαλεία» όπως το δασολόγιο, το κτηματολόγιο, ο χωροταξικός σχεδιασμός εν γένει.
Την ίδια περίοδο που οδήγησε στην ουσιαστική χρεωκοπία της χώρας δρομολογήθηκαν και οι πρώτες πολιτικές υποβάθμισης των εργασιακών δικαιωμάτων όπως και του δημόσιου συστήματος υγείας που αποτέλεσαν αναντίρρητα κατακτήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου. Πολιτικές που πλέον μετά την πανδημία βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη για τη στρατηγική υπονόμευση αυτών των δικαιωμάτων, όπως και της δημόσιας παιδείας.
Επί της ουσίας συντελείται μια «ιστορική άρνηση» στο πεδίο τόσο των κοινωνικών κατακτήσεων και εν γένει δημόσιων πολιτικών, όσο και μέσω της φαλκίδευσης βασικών προνοιών του κράτους δικαίου και των συνταγματικά κατοχυρωμένων θεσμικών αντίβαρων στην εξουσία.
Οι παραπάνω αναφορές θεωρώ ότι εμπλουτίζουν αλλά και «προκαλούν» στο πλαίσιο της σχετικής συζήτησης που το τρέχον έτος αναπτύσσεται, για «τα 50 χρόνια Μεταπολίτευση». Γιατί μόνο μέσω της γόνιμης αντιπαράθεσης και του αναστοχασμού η συζήτηση αυτή θα έχει σημασία για το παρόν και το μέλλον του τόπου.
Νίκος Βούτσης
Επί του… περιστυλίου!