Οποιος θέλει να θυμώσει τους μεν, αναφέρεται στην κυβέρνηση των «αρίστων». Οποιος τους δε, στο «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς». Πριν διανοηθούμε συμψηφισμούς, όμως, χρειάζεται να προσέξουμε τα γεγονότα. Το άρθρο δεν ισοπεδώνει, ίσα ίσα προσπαθεί να διακρίνει και να τονίσει μια υπεροχή. Υπάρχει, βέβαια, εδώ η παραλλαγή «θεσμικό» πλεονέκτημα αντί «ηθικού». Σημαντική η διαφορά: Οσα θα αναφερθούν προκύπτουν πάντως από γνωστά γεγονότα, καθόλου απόρρητα ή χρωματισμένα, που είναι δεκτικά απάντησης χωρίς ρευστές ηθικολογίες αλλά με επιχειρήματα. Αν υπάρχουν, βέβαια.
Ας συγκρίνουμε λοιπόν το έργο της (επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ) κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης για ευθύνες πολιτικών στην υπόθεση Novartis με το έργο της αντίστοιχης επιτροπής για ευθύνες του Δ. Παπαγγελόπουλου που λειτουργεί τώρα.
Η επιτροπή για τη Novartis παρέδωσε το πόρισμά της χωρίς να διατυπωθεί οποιοσδήποτε ψόγος σε βάρος του έργου της. Κάποιες πράξεις κρίθηκαν παραγεγραμμένες κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, άλλες παραπέμφθηκαν στη Δικαιοσύνη. Η αντικειμενική διάσταση του σκανδάλου προέκυπτε (και) από δημόσιες καταγραφές: Πριν από την κρίση, από το τεράστιο και δυσανάλογο ύψος της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης της χώρας μας. Κατά τη μνημονιακή περίοδο, από τον αριθμό και την υπογραφή των φαρμάκων που ξέφυγαν από τον έλεγχο τιμών. Καταγράφηκαν αντικειμενικά δεδομένα όμως. Ως προς τα πρόσωπα, το τεκμήριο αθωότητας των υπόπτων έμεινε μέχρι τέλους σεβαστό, χωρίς τα μέλη της επιτροπής να χρησιμοποιήσουν απαξιωτικούς γι’ αυτά χαρακτηρισμούς.
Στην περίπτωση της τωρινής επιτροπής για διερεύνηση ευθυνών του Δ. Παπαγγελόπουλου, τα πράγματα εξελίχθηκαν αντίστροφα. Μετράμε: Εγινε μια διεθνώς αποκρουστική προσπάθεια να αποκαλυφθεί η ταυτότητα των προστατευόμενων μαρτύρων, η οποία φυσικά προσέκρουσε στην Εισαγγελία. Κλήθηκαν να εξεταστούν ιδιώτες (δημοσιογράφοι) ως «ύποπτοι» από τη Βουλή, πράγμα που προσκρούει τόσο στο Σύνταγμα (διάκριση των εξουσιών) όσο και στον νόμο, και εύλογα κρίθηκε ανεπίτρεπτο και από το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής. Στη συνέχεια από την ίδια επιτροπή της Βουλής, παρά την ευρωπαϊκή οδηγία και τον νόμο, αποκρούστηκε το αίτημα της υπεράσπισης να εξεταστούν οι ίδιοι δημοσιογράφοι ως μάρτυρες. Οταν δηλαδή ναυάγησε η προσπάθεια προκαταβολικής υπόσκαψης της αξιοπιστίας τους με τον χαρακτηρισμό τους ως δήθεν υπόπτων, τότε προτιμήθηκε να φιμωθούν. Θυμόμαστε εξάλλου ότι οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί κατά του κρινόμενου (Ρασπούτιν κ.λπ.) μόνο σεβασμό του τεκμηρίου αθωότητας δεν έδειξαν.
Απόλυτη προσήλωση στο δίκαιο δεν καταγράφεται στην Ιστορία. Ισως καλύτερα, αφού summum ius summa iniuria, μέγιστη δικαιοσύνη ίσον μέγιστη αδικία. Ωστόσο, συγκρίσεις μπορούν και πρέπει να γίνονται. Είναι κι αυτό θέμα δικαιοσύνης.
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι ομ. καθηγητής ΑΠΘ, πρ. υπ. Δικαιοσύνης
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών