Αρχικά, το τόσο βαρύ για το Σύνταγμα ζήτημα των παρακολουθήσεων αντιμετωπίστηκε από πολλούς φορείς της μαζικής επικοινωνίας αλαζονικά: «Ο κόσμος ενδιαφέρεται για την ακρίβεια των τιμών, όχι για το κράτος δικαίου», ειπώθηκε. Το θέμα χαρακτηρίστηκε ως θνησιγενές, αργότερα ανακοινώθηκε με πρωτοσέλιδο ότι δήθεν έπαυσε να ενδιαφέρει.
Και όμως βρίσκεται και σήμερα στο προσκήνιο, ξεπερνώντας τις προσπάθειες αποπροσανατολισμού του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης, οι οποίες σχεδόν καθημερινά εκδηλώνονται.
Άλλωστε, η επικαιρότητα ανατροφοδοτήθηκε από νέες ειδήσεις για γεγονότα εκτός ορίων: Όχι μόνο παρακολούθηση του επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη και δημοσιογράφων, αλλά και δικαστικών λειτουργών, κορυφαίων στρατιωτικών, φίμωση των εξεταζόμενων ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής προσώπων, εισαγγελικές υπενθυμίσεις επαπειλούμενων κυρώσεων σε βάρος ανεξάρτητων λειτουργών κατ’ επανάληψη κλπ.
Παρά τις αδυναμίες της, ωστόσο, η Δημοκρατία έχει σημαντικές δικλίδες και αντοχές: Η ιστορική απέχθεια για τον «χαφιέ» έχει αφήσει στον κόσμο ενεργά ανακλαστικά, ο βάσιμος φόβος για χειραγώγηση πολιτικών αντιπάλων κινητοποίησε κόμματα της αντιπολίτευσης, ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Α. Τσίπρας απηύθυνε επιστολή προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με ευθεία αμφισβήτηση της ευθυκρισίας του, πολιτικοί ακόμη και από το κυβερνητικό κόμμα εκφράστηκαν με παρρησία, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί ενημερώθηκαν και έστειλαν σαφή σήματα πολιτικής και θεσμικής δυσανεξίας, η αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή (ΑΔΑΕ) έδειξε αποφασισμένη να σεβαστεί τη συνταγματική νομιμότητα, έγκριτοι συνταγματολόγοι της χώρας αντέδρασαν με θαρραλέες και τεκμηριωμένες γνώμες σε ενιαίο κείμενο..
Και η Δικαιοσύνη;
Κατ’ αρχήν ας σημειώσουμε ότι το ερώτημα δεν μπορεί να αφορά την καθήμενη Δικαιοσύνη, αφού προς το παρόν δεν έχει φθάσει ο χρόνος της αρμοδιότητάς της. Ωστόσο αφορά την Εισαγγελία, και μάλιστα τον κορυφαίο λειτουργό της.
Οφείλουμε να αποφύγουμε γενικεύσεις που να αφορούν το μέσο εισαγγελικό λειτουργό, ή ακόμη και τις Εισαγγελικές Γνωμοδοτήσεις στο σύνολό τους: Νωπή είναι η προσεγμένη Γνωμοδότηση 13/2021 του Αντεισαγγελέα του ΑΠ (Δ. Παπαγεωργίου) που περιφρουρεί την αρμοδιότητα Ανεξάρτητης Αρχής. Έχουμε όμως ειδικά προ οφθαλμών τη δημόσια εικόνα συγκεκριμένων δραστηριοτήτων:
Ορισμένα πολύ ανησυχητικά δείγματα είδαν το φως της δημοσιότητας, απασχολώντας την κοινή γνώμη. Με βάση αυτά παρά την πάνδημη, θεσμική μέσω της Αναθεώρησης του Συντάγματος και πανηγυρική αποκήρυξη της προνομιακής για τους κυβερνητικούς παράγοντες διάταξης του άρθρου 86 του Συντάγματος, ο διωκτικός προσανατολισμός εμφανίζεται δυσανάλογα προστατευτικός για τους ασκούντες κυβερνητική εξουσία.
Συγκεκριμένα, διώξεις και ποινικές διερευνήσεις κατά Εισαγγελέων που έλαβαν πρόσφατα χώρα, αφορούσαν αποκλειστικά εισαγγελικούς λειτουργούς με κρίσιμα καθήκοντα σε υποθέσεις διερεύνησης της διαφθοράς. Χειρίζονταν δηλαδή υποθέσεις που θα μπορούσαν να θίξουν την κυβέρνηση. Οι παρεμβάσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου επίσης έδειξαν να τείνουν αντικειμενικά όχι προς τη διερεύνηση του άδικου χαρακτήρα των ίδιων των παρακολουθήσεων, αλλά προς την καταστολή εκείνων των πράξεων κρατικών λειτουργών που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν σε ένα αρμόδιο όργανο την πραγματικότητα.
Όμως η διωκτική μονομέρεια δεν φαίνεται να αφορά μόνο τη θεσμική επιθετικότητα κατά Εισαγγελέων που ασκώντας καθήκοντα σε υποθέσεις καταπολέμησης της διαφθοράς ενόχλησαν κυβερνητικούς παράγοντες. Αφορά και το αντίστροφο. Καταγράφεται μια διστακτικότητα να διερευνηθούν αμφισβητούμενης – με τεκμηριωμένα επιχειρήματα – νομιμότητας πράξεις κορυφαίων παραγόντων, οι οποίες ασκούν ή διευκολύνουν την κυβερνητική πολιτική.
Θα αναφέρω δυο περιπτώσεις.
Ο Πρωθυπουργός, ως τώρα, παρά το ότι ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη και εποπτεία της ΕΥΠ, απέφυγε να παρέμβει όταν έγιναν γνωστά τα πρώτα σχετικά κρούσματα (κατά δημοσιογράφων και Ν. Ανδρουλάκη). Ίσα – ίσα, κυβερνητικοί παράγοντες έσπευσαν να αποκρούσουν τις δυνατότητες διερεύνησης, αναφερόμενοι αρχικά σε ιστορίες μεταξύ ιδιωτών και στη συνέχεια επισείοντας διώξεις σε βάρος λειτουργών που θα τολμούσαν να αποκαλύψουν την αλήθεια ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής. ΄Ηταν όμως φανερό ότι οι παρακολουθήσεις μπορούσαν να νοθεύσουν την άσκηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, αφού όποιος (πολιτικός) παρακολουθείται κινδυνεύει και να χειραγωγείται.
Παρά τον όποιο κίνδυνο του πολιτεύματος δεν θα αναφερθώ σε εσχάτη προδοσία, αφού οι όροι του σχετικού εγκλήματος είναι ελαστικοί. Ενόψει όμως σαφών ενδείξεων ότι τελέστηκαν παρακολουθήσεις εκτός συνταγματικής νομιμότητας (χωρίς τις εγγυήσεις του Συντάγματος), δεν θα έπρεπε άραγε να κινητοποιηθεί μια διερεύνηση πράξεων πρωθυπουργικής παραλείψεως;
Θυμίζω τη διάταξη του άρθρου 15 παράγραφος 1 εδάφιο 1 του Ποινικού Κώδικα: «Όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε ενέργεια για την αποτροπή του αποτελέσματος». Το αποτέλεσμα που ζητά ο νόμος (παρακολουθήσεις) είναι ευρύτερα γνωστό, και το εγγυητικό καθήκον του εποπτεύοντος Πρωθυπουργού τουλάχιστον ερευνητέο.
Εντωμεταξύ, η άποψη πως ο έλεγχος των ιδιωτών παρόχων υπηρεσιών επικοινωνίας από την ΑΔΑΕ είναι νόμιμος (ενόψει των περιστάσεων οφειλόμενος) επικρατεί πλήρως: Εκφράστηκαν θετικά οι συνταγματολόγοι της χώρας, μεταξύ των οποίων ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλος με εμπεριστατωμένο κείμενό του, αλλά και οι έγκριτοι νομικοί της ΑΔΑΕ, μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρός της Χρ. Ράμμος, πρώην Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συμφώνησαν για το αυτονόητο, ότι οι νόμοι εφαρμόζονται κατά το τυπικά και αξιολογικά υπέρτερο Σύνταγμα, κι όχι το αντίστροφο.
Όμως από τη στιγμή που η σχετική ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ θα κριθεί νόμιμη, αυτομάτως προκύπτει ως ερευνητέα ως προς το περιεχόμενό της και η επίμαχη Εισαγγελική Γνωμοδότηση. Εδώ, αποφεύγοντας τη μνεία ποινικών ρυθμίσεων που αφορούν συμμετοχικές πράξεις, θυμίζω πως έχει σημασία η διάταξη του άρθρου 168 παρ. 2 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα: «Όποιος με οποιοδήποτε τρόπο προκαλεί διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή ν. π. δ. δ. ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή».
Ενόψει μάλιστα της ευκταίας πιθανότητας η διατάραξη να μην επέλθει τελικά λόγω της θαρραλέας στάσης των μελών της ΑΔΑΕ, και καθώς η Γνωμοδότηση εκδόθηκε χωρίς αρμοδιότητα σύμφωνα με έγκυρες επιστημονικές απόψεις, ερευνητέα γίνεται τότε η διάταξη για την παράβαση καθήκοντος (259 Ποινικού Κώδικα).
Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών πονά τη Δημοκρατία. Εύχεται να ξεπεράσει ενδυναμωμένη τις σημερινές περιπέτειες. Οι παραπάνω επιστημονικές απόψεις άλλωστε γι’ αυτό εκφέρονται. Για την ενδυνάμωση όμως αυτή ίσως χρειαστεί μια νέα, μετά από 30 περίπου χρόνια όπως έγραψα και σε προηγούμενο κείμενό μου, διοικητική – δημοκρατική αναδιάρθρωση στο ευρύτερο πεδίο της Δικαιοσύνης, που να διασφαλίζει αρμονικότερα την προσήλωση στο Σύνταγμα και την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και Πρόεδρος της Α’ (Περίοδος ΙΖ’ – Σύνοδος Δ’) Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος (2019).