Το λεγόμενο βρώμικο ’89 επανήλθε στο προσκήνιο. Κι έχει από πολλούς ξεχαστεί ότι πέντε χρόνια αργότερα, το ’94, παραλίγο θα φθάναμε για δεύτερη φορά σε φαινόμενο επιλογής της επόμενης κυβέρνησης με βάση το αποτέλεσμα μιας δίκης. Αναφέρομαι στην παραπομπή του Κ. Μητσοτάκη σε προανακριτική Επιτροπή από την Ολομέλεια της Βουλής, που αποτράπηκε, καθώς ορθά καταψηφίστηκε η πρόταση με εισήγηση «αντιπάλoυ»: Του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Γ. Κουβελάκη, με σύμφωνο τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Τώρα έχουμε φθάσει στην αντίστροφη εκτροπή: Δεν προκρίνουν κυβέρνηση οι δικαστές, αλλά υπαγορεύουν δικαστικές αποφάσεις οι υπουργοί. Πώς φθάσαμε ως εκεί; Ας το δούμε κάπως αναλυτικότερα.
Ούτε ελευθερία, ούτε ασφάλεια
Στο κλασικό ερώτημα «ελευθερία ή ασφάλεια» έχουν δοθεί τρείς εναλλακτικές απαντήσεις. Η διαχρονική δεξιά προτάσσει την ασφάλεια. Η αριστερά και ο φιλελευθερισμός την ελευθερία. Μια ψύχραιμη απάντηση -που μάλιστα κυριαρχεί στον ακαδημαϊκό χώρο- αθροίζει: Και ελευθερία, και ασφάλεια. Μη βιαστείτε, ωστόσο, να απαντήσετε ότι η θέση της σημερινής κυβέρνησης είναι «η πρώτη»: καθώς την αλήθεια τη δείχνει η πράξη, καταλαβαίνουμε ότι η σημερινή κυβερνητική απάντηση αποτελεί μια τέταρτη, ασυνήθιστη στη δημοκρατία θέση: «Ούτε ελευθερία, ούτε ασφάλεια».
Η κυβερνητική υποτίμηση των ελευθεριών δεν χρειάζεται υπομνηματισμό. Θυμόμαστε τυχαία την εισβολή στην οικία Ινδαρέ, τα πολλά δείγματα αστυνομικού αυταρχισμού και τη νομοθετική υπόσκαψη του συνταγματικού δικαιώματος των πολιτών να συνέρχονται. Αρκούν αυτά. Ίσως πολλοί σκεφθούν πως η ασφάλεια αντιστρόφως ανάλογα ενισχύεται. Αν πραγματικά αναφερόμασταν στο αυταρχικό δόγμα Νόμος, Τάξη και Ασφάλεια, η παρατήρηση ισχύει: αυτό όντως σε συνθήκες υποτίμησης των ελευθεριών δυναμώνει. Αν, όμως, αναφερόμαστε στην ασφάλεια ως θεσμική πρόνοια υπέρ των αγαθών του πολίτη, χρειάζονται εξηγήσεις.
Ολιγαρχία χωρίς δικαιικά όρια
Κορυφαία πράξη άνωθεν υπονόμευσης της ασφάλειας θα ήταν η «αφαίρεση της κουκούλας» από τους προστατευόμενους μάρτυρες. Αν το αίτημα των βουλευτών ΝΔ και ΚΙΝΑΛ γινόταν δεκτό, στο μέλλον κανείς μάρτυς δεν θα βρισκόταν να καταθέτει με κρυμμένα χαρακτηριστικά. Ποιος δεν θα φοβόταν για την ασφάλειά του, με την απειλούμενη αποκάλυψη και την πιθανότατη εκδίκηση των εντός ή εκτός εισαγωγικών μαφιόζων; Πώς θα μπορούσε έτσι να καταπολεμηθεί το σοβαρό έγκλημα; Υπάρχουν όμως κι άλλα πολλά παραδείγματα. Ας αναλογιστούμε τη συρρίκνωση -και τον περιορισμό σε ανώδυνο έργο- των σωμάτων ελέγχου της διαφθοράς. Ακόμη και στην περίπτωση του μανιώδους στιγματισμού του «Νόμου Παρασκευόπουλου», ουσιαστικά η ασφάλεια υπονομευόταν: Συγκαλυπτόταν το στατιστικό εύρημα, ότι με την εφαρμογή του καταγράφηκε στατιστική μείωση της βαριάς εγκληματικότητας (πέρα από τα παράλληλα οφέλη του κράτους δικαίου).
Ούτε η ελευθερία, λοιπόν, ούτε η ασφάλεια ενδιαφέρουν πραγματικά τη σημερινή κυβέρνηση. Κατ’ ακολουθία ούτε η δικαιοσύνη που τις υπηρετεί ως αξίες. Τότε όμως τί; Και γιατί;
Αντικειμενικά στόχος της παραπάνω πολιτικής μπορεί να είναι μόνο η εμπέδωση και διαιώνιση μιας ολιγαρχίας χωρίς δικαιικά όρια. Αυτό επιβεβαιώνουν οι προσπάθειες χειραγώγησης (δίωξης, εκφοβισμού ή αντίστροφα προαγωγής) δικαστών και ιδίως εισαγγελέων, καθώς και οι διαρκείς υπενθυμίσεις της κυβερνητικής βούλησης ως προς την έκβαση επίδικων υποθέσεων.
Για παραδειγματισμό και εκφοβισμό
Εκτός όμως από το γενικό στόχο, διάφανοι πολιτικά είναι και οι ειδικότεροι. Η εκδικητικότητα όσων πολιτικών λαχτάρησαν με το σκάνδαλο Novartis έχει σ’ αυτό το σημείο δευτερεύουσα θέση. Το κύριο είναι ο παραδειγματισμός και ο εκφοβισμός του μέσου εισαγγελέα και του δικαστή ενώπιον μελλοντικών δικαστικών κρίσεων. Φθάνουμε έτσι στην τηλεγραφική απάντηση του παραπάνω ερωτήματος (γιατί;):
● Οι πολίτες, με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, την ανεργία και το νέο δανεισμό της χώρας, θα πιεστούν σκληρά. Οι διαδηλώσεις και οι λαϊκές συγκεντρώσεις θα έχουν συχνότητα και ένταση. Πολλές υποθέσεις θα φθάσουν στη δικαιοσύνη, κι αλίμονο αν ακολουθήσουν καταδίκες αστυνομικών για καταχρηστική καταστολή ή αθωώσεις διαδηλωτών! Οι δικαστές πρέπει να πάρουν το μήνυμα να είναι στοργικοί με το τον αυταρχισμό και βαρήκοοι με τις συνταγματικές επιταγές.
● Επίκεινται πλέον οι πρόσθετες οικονομικές εισροές από την Ευρώπη. Ο λαός θα πληρώσει με λιτότητα το νέο μεγάλο χρέος, αλλά εν τω μεταξύ η κυβέρνηση θα έχει το όφελος της διαχείρισης. Οι ευκαιρίες της θα είναι πλουσιοπάροχες: οι απευθείας αναθέσεις σε αρεστούς, οι λίστες προνομιούχων «δικαιούχων», τα μυστικά κονδύλια που εξαπλώνονται, θα αποτελέσουν εργαλεία ή στην καλύτερη περίπτωση συνθήκες διαφθοράς. Αλίμονο (και πάλι) αν η ανεξάρτητη δικαιοσύνη θα σπεύδει διαρκώς να ελέγχει, προκαλώντας φθορά στην κυβέρνηση και στα συμφέροντα που θα την στηρίζουν.
Κυρίως γι’ αυτό σπεύδουν σήμερα και (προ)δικάζουν υπουργοί.
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής στο ΑΠΘ
Πηγή: Η Εποχή