Macro

Νίκος Παρασκευόπουλος: Ο χαμένος Αύγουστος της εργατικής τάξης

Χαμένος Αύγουστος της εργατικής τάξης, με την ευρεία έννοια: Που καλύπτει κάθε εργαζόμενο, μικρομεσαίο επαγγελματία, κάθε απασχολήσιμο άνεργο, τις οικογένειές τους με τα παιδιά και τους συνταξιούχους της τρίτης ηλικίας. Τους πολλούς του λαού και της δημοκρατίας, εκτός δηλαδή των λίγων που μπορούν άνετα να πηγαίνουν διακοπές όπου και όποτε θέλουν.
 
Η εισαγωγική διευκρίνηση δεν αποτελεί κάλεσμα για κοινωνικές αντιπαλότητες. Όσοι έχουν αποκτήσει νόμιμα αυτήν την άνεση, καλώς να την απολαμβάνουν. Το πρόβλημα ξεκινά με την εκμετάλλευση και τους αποκλεισμούς. Εκεί όπου οι άνετοι των διακοπών για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα εαυτών και ολίγων αποκλείουν ελευθερίες και πολιτισμό. Επίσης, η κατανόηση του προβλήματος προϋποθέτει να θυμόμαστε μια κρίσιμη παράμετρο, έχω κουράσει τους αναγνώστες να την επαναλαμβάνω: Η δημοκρατία δεν αποτελεί μόνο πολιτικό σύστημα, έχει και αναγκαίες κοινωνικές διαστάσεις.
 
Στα τελευταία χρόνια ο χρονικός περιορισμός των ελληνικών διακοπών στον Αύγουστο ήταν περίπου υποχρεωτικός. Ο Ιούνιος και ο Σεπτέμβριος ήταν απαγορευτικοί για γονείς με παιδιά και για φοιτητές, η αγορά και οι υπηρεσίες είχαν ουρές εργασιών ακόμη τον Ιούλιο, αν και θα προτιμούσε ο κόσμος άμεσο σαλπάρισμα και αύρα. Έμενε ο Αύγουστος.
 
Δεν ήταν όμως μόνο οι αγορές. Όπως θα έλεγαν οι αναγνώστες του Κοέλιο, όλη η κοινωνία συνωμοτούσε υπέρ του Αυγούστου. Οι γιορτές του Σωτήρος και ιδίως της Παναγίας, το «Πάσχα του καλοκαιριού», συγκέντρωνε και συνένωνε γενιές και οικογένειες που εύρισκαν τότε ευκαιρία να βρεθούν. Πλάτανοι και πλατείες αχολογούσαν από φωνές και τραντάγματα χορών κυκλωτικών και άλλων. Ελεύθερες αμμουδιές, βουτιές, ταβερνάκια με φιλικές τιμές και στην υγειά μας!
 
Περιγράφω μάλλον περασμένες δεκαετίες, δεν θέλω όμως να παρασύρω και να παρασυρθώ από νοσταλγίες. Φέτος προκλήθηκε στη χώρα μας μια έκρηξη του υπερτουρισμού, τέκνου του νεοφιλελευθερισμού. Κυρίως αποτυπώθηκε αυτός σε δυο καταστάσεις: Στις ξαπλώστρες που δεν άφηναν ελεύθερη γωνιά αμμουδιάς (εκτός αν ήταν δύσβατη με πέτρες και αχινούς) και κάλυπταν ακόμη και χώρους – τοπόσημα πολιτισμού. Και στην ακρίβεια των τιμών της ταβέρνας που με λίγες εξαιρέσεις την έκαναν απρόσιτη για τη μέση ελληνική οικογένεια. Ήταν ξεκάθαρο: Το μόνο όριο ήταν η οικονομική ανοχή του τουρίστα: Μην το παρακάνουμε, να μας ξανάρθουν του χρόνου.
 
Όλα στο βωμό του κέρδους. Ασφαλώς τα φαινόμενα έχουν πλέον ως βασικό μοχλό και επιταχυντή τη σημερινή νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Ασφαλώς, από την άλλη η κυβέρνηση δεν είναι η μόνη ένοχη, υπάρχουν και προπάτορες και κοινωνικοί της σύμμαχοι. Ωστόσο η ίδια τόσο άκρατα και αποκλειστικά υπηρετεί και υποθάλπει την κερδοσκοπία, ώστε όχι μόνο να εξουθενώνει χωρίς δυνατότητα αναψυχής τους εργαζόμενους, αλλά και να μην μπορεί να ονομάζεται καν συντηρητική. Τί άλλο από ψευδοσυντηρητισμό αποτελεί, το να επικαλείται αυτή από τη μια το τρίσημο σύμβολο πατρίς – θρησκεία – οικογένεια, αλλά να καθιστά από την άλλη απαγορευτική τη συμμετοχή σε πανηγύρια, λατρείες, έθιμα και θερινές συνενώσεις οικογενειών και παρέας;
 
Τί μπορεί όμως να περιμένει κανείς από ένα πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο που το αφήνουν αδιάφορο οι περιορισμοί των διακοπών και οι τιμές της ταβέρνας; Ο νεοφιλελευθερισμός δεν παράγει μόνο ψευδοσυντηρητικούς (βλ. παραπάνω) αλλά κατεξοχήν και ψευδοδημοκράτες. Στοιχείο της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή. Πόσο και πώς συμμετέχουν σε αυτήν την κοινωνία και πολιτεία όσοι δεν χρειάζονται να ξέρουν τις τιμές της ξαπλώστρας ή τις ταβέρνας, ή που τις χαίρονται να βρίσκονται στα ύψη ώστε οι ίδιοι να ως πελάτες ξεχωρίζουν;
 
Γι’ αυτό έγραψα παραπάνω, δεν έχουμε εδώ θέμα νοσταλγίας, αλλά ανάγκη για ριζική αλλαγή.
 
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.