Για πολλούς, το βάρος των δύο λέξεων του τίτλου δεν είναι ίσο. Η κάλπη συμβολίζει κάτι συγκυριακό, η δικαιοσύνη κάτι διαρκές. Για τους ακροδεξιούς, όχι μόνο η κάλπη αλλά και η πολιτική στο σύνολό της, όταν είναι δημοκρατική κι όχι χουντική, σημαίνουν φθήνια και πολιτικαντισμό. Όσο για τη δικαιοσύνη ως αξία, αυτοί τη βλέπουν να ανεβοκατεβαίνει, ανάλογα αν μια δικαστική κρίση τους συμφέρει ή όχι.
Εννοείται ότι κανείς, ούτε οι πολιτική, ούτε οι δικαστές, ούτε το στερεότυπο του «απλού πολίτη», δεν έχει το αλάθητο. Αν όμως προσέξουμε τα Συντάγματα και την ιστορική πραγματικότητα, κι όχι τις ηχηρές ατάκες, οι δυο λέξεις είναι ισοβαρείς. Για τον απλό λόγο, ότι από την κάλπη προκύπτει ο φορέας της νομοθεσίας και της διακυβέρνησης και από τη δικαιοσύνη τα δικαιώματα των πολιτών, που κάποτε μάλιστα μπορεί να έχουν και πολιτικές προεκτάσεις. Κι αν το δούμε συμβολικά, κυβέρνηση, βουλή και δικαιοσύνη αποτελούν διακριτούς πυλώνες του ίδιου κτίσματος, αν ένας καταπέσει γκρεμίζεται σούμπιτο το οικοδόμημα.
Όπως είναι γνωστό προ ημερών ο κ. Στ. Κασσελάκης δήλωσε ότι γουστάρει να ξεδοντιαστεί το «σύστημα δικαστών και δημοσιογράφων». Στη συνέχεια ενώπιον των αντιδράσεων έκανε μια δήλωση πίστης στο θεσμό της δικαιοσύνης, αλλά χωρίς να ανακαλέσει τα προηγούμενα. Δεν ξέρω πόση επιρροή θάχουν τα λόγια του στην προσεχή εκλογή προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, μάλλον τώρα είναι αργά για μεταπειστούν ψηφοφόροι είτε από αυτά είτε από την όποια κριτική. Θα τα βρούμε μπροστά μας, όμως, θέλουμε δεν θέλουμε, από την επόμενη μέρα.
Το πολίτευμά μας έχει απόλυτη ανάγκη από μια ισχυρή κομματική αντιπολίτευση, κατ’ εξοχήν μάλιστα από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έχω την εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διαχρονικά ζημιώθηκε από κάποιες στάσεις στελεχών του που ενείχαν υποτίμηση της δικαιοσύνης. Δεν ήταν τόσο βαριές, όσο οι προεξοφλήσεις της έκβασης δικών από τον νυν Πρωθυπουργό ή από Υπουργούς του ή οι απαξιώσεις συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών, οι οποίες επιχειρήθηκαν από στελέχη του σημερινού κυβερνώντος κόμματος. Και πάλι όμως! Ενόχλησαν και επέδρασαν, είτε συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός «αντι – ΣΥΡΙΖΑ» κλίματος, είτε τροφοδοτώντας μετωπικές αντιδικαστικές αντιλήψεις που προϋπήρχαν.
Γνωρίζουμε όλοι, πόσο δύσκολο είναι να σμιλεύεται το δημοκρατικό φρόνημα από διδασκαλίες και λογικές προτροπές, καθώς και – αντίστροφα – πόσο πολύ επηρεάζεται πλέον αυτό από περίτεχνες επικοινωνιακές στρατηγικές. Γι’ αυτό, ας καταλήξουμε με υπενθυμίσεις από την χειροπιαστή καθημερινή πραγματικότητα, με τα αισθητά κίνητρα και αντικίνητρα που εισφέρει. Μια πολιτική παράταξη είναι αδύνατο να ασκήσει διακυβέρνηση, αν δεν υπάρχει ένας βαθμός αμοιβαίας εμπιστοσύνης και δικαιοκρατικής ανεξαρτησίας με τη δικαιοσύνη. Κανείς δεν είναι υπεράνω κριτικής. Η δικαιοσύνη η ίδια δεν κρίνεται μόνο μέσα στα στεγανά των νομικών περιοδικών, αλλά και από τους πολίτες με δημόσια κριτική, καθώς και από τη Βουλή όταν πχ επιχειρούνται νομοθετικές μεταρρυθμίσεις της οργάνωσής της λόγω δυσλειτουργιών. Το παράδειγμα της βαθιάς αναδιάρθρωσης της διοίκησης της δικαιοσύνης το 1993 (Ν. 2172/1993, εισηγητής ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Γ. Κουβελάκης) άφησε για πολλά χρόνια θετικό απόηχο. Όσο για τους πολιτικούς, αυτοί κατακρίνονται με κάθε άνεση, αλλά σπάνια με ορθολογικά επιχειρήματα..
Στις μεταπροσεχείς ημέρες, θα πρέπει να αγωνιστούμε για διαψεύσουμε πολλά.
*Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης