Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης που έχει εισαχθεί στη Βουλή για ψήφιση και μεταρρυθμίζει σε μεγάλη έκταση τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα εμπνέεται από τον Ιαβέρη κι όχι από τη Δικαιοσύνη. Εξηγώ παρακάτω τη γνώμη.
Στον πυρήνα της έννοιας της Δικαιοσύνης ανήκει η αρχή της αναλογικότητας. «Τόσο λίγο ή τόσο πολύ έφταιξες, ανάλογα πληρώνεις». Γι’ αυτό η αναλογικότητα 1 κατοχυρώνεται και στο ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 25) όσο και στο πλαίσιο της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αντίθετα, η αυστηρότητα για το δίκαιο δεν αποτελεί αποκλειστικό μέτρο: Το έγκλημα ζυγίζεται με τις ανθρώπινες διαστάσεις του (άδικο, ενοχή) και η ποινή οριοθετείται. Στην προϊστορία βέβαια και στα κατάλοιπά της, η αποκλειστική και άμετρη αυστηρότητα χαρακτηρίζει την επικράτεια της εκδίκησης, 2 εκτός της περιοχής του δικαίου. Επίσης οι διάφορες βαρύγδουπες πολιτικές μηδενικής ανοχής κείνται κι αυτές εκτός δικαιότητας στο μέτρο που αντικαθιστούν την αναλογικότητα με το απόλυτο.
Βασικό χαρακτηριστικό της τωρινής μεταρρύθμισης αποτελεί ότι αυτή σε ένα Κώδικα ήδη υπέρβαρο από ποινές ισόβιας κάθειρξης εισάγει κι άλλες σωρηδόν, μια σωστή πλημμυρίδα. Το θέμα μάλιστα δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά και ποιοτικό: Καθιερώνονται σήμερα και απειλούνται ισόβιες καθείρξεις ως ποινές αποκλειστικές, χωρίς δηλαδή διάζευξη με άλλες πρόσκαιρης διάρκειας, πράγμα που αποστερεί από το δικαστή τη δυνατότητα να εξατομικεύει και να διαβαθμίζει. Τιμωρούνται μάλιστα εξίσου με ισόβια αφενός άδικες πράξεις που έχουν τελεστεί δόλια (πχ ανθρωποκτονία εκ προθέσεως), κι αφετέρου άλλες όπου το βαρύτερο αποτέλεσμά τους έχει επέλθει από αμέλεια (πχ θανατηφόρα ληστεία ή επικίνδυνη οδήγηση). Έτσι αντί αναλογικότητας έχουμε ισοπέδωση, αφού αγνοείται η σαφής ποιοτική κλιμάκωση της βαρύτητας μεταξύ υπαιτιότητας δόλου και αμέλειας.
Εξάλλου, η μεταρρύθμιση εξαρτά τη διάγνωση σοβαρών εγκλημάτων όπως τα κοινώς επικίνδυνα (εμπρησμός, πλημμύρα κλπ) όχι από σαφέστερες περιγραφές των άδικων πράξεων, αλλά ίσα-ίσα από χαλαρότερες: Δεν απαιτείται η απόδειξη του κινδύνου, αλλά μιας (πιο ρευστής αποδεικτικά) δυνατότητας να προκύψει κίνδυνος σε πράγματα και ανθρώπους.
Πολυάριθμες ακόμα μεταρρυθμίσεις του «πολυνομοσχεδίου» είναι εξόχως προβληματικές, όπως η επικίνδυνη για τις ελευθερίες ασάφεια στη διαμόρφωση της διάταξης για διασπορά ψευδών ειδήσεων καθώς και άλλες πολλές. Μια πλήρης αναφορά δεν χωρά σε ένα άρθρο.
Στην ιστορία πάντως η σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση μπορεί να καταγραφεί και για ένα ακόμη χαρακτηριστικό της: Προωθείται μέσω ψευδών και μυθευμάτων. Θυμίζω τη συνειδητή παραπλάνηση, ότι δήθεν τον Ποινικό Κώδικα του 2019 τον είχαν συντάξει νομικοί του Σύριζα, ενώ στην πραγματικότητα στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή μετείχαν δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόροι και καθηγητές χωρίς καμιά κομματική ταυτότητα. Μύθευμα συνιστούν και οι λαϊκίστικες κορώνες για δήθεν εκρηκτική αύξηση της εγκληματικότητας: Ούτε τα ευρωπαϊκά συγκριτικά στοιχεία ούτε η διαχρονική εξέλιξη επιτρέπουν αυτές τις εκτιμήσεις. Φυσικά η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να πει την αλήθεια, ότι δηλαδή η καλλιέργεια ενός διογκωμένου φόβου του εγκλήματος ήταν και είναι βασικό της πολιτικό εργαλείο.
Ο Ιαβέρης είχε βέβαια και κάποιες εσωτερικές ευαισθησίες. Ως προς αυτές, διέφερε.
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.
Πηγή: news 247