Πρόσφατη η είδηση: Ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς Α. Χαρίτσης ενημέρωσε τον Πρόεδρο της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών για την πρόθεση του κόμματος να τον προτείνει για το ανώτατο αξίωμα της χώρας, την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Όσοι συμμετέχουν σε συνέδρια νομικών στη χώρα μας, γνωρίζουν ότι οι αλληλοεγκωμιασμοί τους αποτελούν μια κανονικότητα. Οι προσφωνήσεις «καταξιωμένοι – ή παλαιότερα «αδάμαντες»- για δικαστές, «έγκριτοι» για πανεπιστημιακούς, «πολύ γνωστοί» ή «διακεκριμένοι» για δικηγόρους, είναι πολύ συνηθισμένες. Γράφοντας -έστω κι αν δεν γνωρίζω τον κ. Ράμμο προσωπικά ένα επαινετικό άρθρο για έναν πρώην αντιπρόεδρο του Συμβουλίου Επικρατείας, καταλαβαίνω ότι η γνώμη μου ίσως καταχωριστεί σε αυτόν τον κανόνα. Κι όμως, εδώ έχουμε να κάνουμε με εξαίρεση, από όλες τις απόψεις.
Πρώτη και ελάχιστα ενδιαφέρουσα: Δεν συνηθίζω τις προσωπογραφίες, στην τριακονταετή περίπου δημόσια αρθρογραφία μου μόνο τρεις δασκάλους μου έχω επαινέσει. Σημαντική εξαίρεση από κανόνα όμως αποτελεί καθαυτή η προσωπικότητα του κ. Χρ. Ράμμου, για τους ακόλουθους λόγους που αφορούν το δημόσια γνωστό έργο του.
Η δικαστική εξουσία αποτελεί τον ένα από τους τρεις πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όπως το δείχνει η λέξη, συνιστά εξουσία, και μάλιστα τυπικά και ουσιαστικά ανέλεγκτη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, στις πλείστες κρινόμενες στα δικαστήρια της ουσίας περιπτώσεις. Το Σύνταγμά μας βέβαια δεν ευνοεί παντοδυναμίες και αλάθητα, θέλει τις εξουσίες οριοθετημένες, και γι΄ αυτό και θεσπίζει κάποια αντίβαρά τους. Η ισορροπία ονομάζεται κράτος δικαίου.
Έχει άραγε ανταποκριθεί στην αποστολή αυτή κατά τη διάρκεια της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας (από το 1974) η δικαιοσύνη; Ας αφήσουμε στην άκρη όσα είναι αδύνατο να εκτιμήσουμε: Πρώτα απ’ όλα αγνοούμε τις πλείστες «άσημες» υποθέσεις, που τοποθετούνται σε ένα ευρύ φάσμα: Ξεκινά από την περιοχή με τα λάθη και τις ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις, και φθάνει ως τις τόσες κοπιώδεις και αξιοθαύμαστες δικαστικές ευθυκρισίες. Η αδυναμία των τρίτων να εκτιμήσουν εξατομικευμένα τις κρίσεις για τις αποδείξεις είναι θεσμική, αφού οι δικονομίες καθιερώνουν μια διακριτική – δηλαδή ανέλεγκτη – εξουσία κρίσης του δικαστή.
Παρά το απυρόβλητο αυτό, ο πολίτης της δημοκρατίας έχει δικαίωμα κριτικής για την απονομή της δικαιοσύνης. Μπορεί να σχηματίζει μια γενική εικόνα που αποτυπώνεται σε συζητήσεις και δημοσκοπήσεις (δυστυχώς, οι τελευταίες σήμερα εμφανίζουν χαμηλή ιεράρχηση της δικαιοσύνης). Η συλλογική μνήμη συγκρατεί ενοχλητικές παραγραφές λόγω καθυστερήσεων ή συνταγματικών προθεσμιών, ατιμώρητες υποκλοπές ακόμη και σε βάρος δημόσιων λειτουργών οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν συνθήκη χειραγώγησης, ανοχή απέναντι σε κατά παράβαση καθήκοντος δηλώσεις Υπουργών ή Πρωθυπουργού που προεξοφλούν την έκβαση εκκρεμών υποθέσεων, διαπομπεύσεις προστατευόμενων μαρτύρων, αδράνειες ή καθυστερήσεις (Πύλος, Τέμπη) κατά τη διερεύνηση ευθυνών των οργάνων του κρατικού μηχανισμού. Η γενική εικόνα δείχνει ότι στην Ελλάδα η δικαιοσύνη σπάνια ενοχλεί την κυβέρνηση.
Αυτό κατ’ εξοχήν, το υψωμένο ανάστημα απέναντι στους ισχυρούς, εύλογα μετρά στη λαϊκή συνείδηση και δυστυχώς τα σχετικά παραδείγματα είναι σπάνια. Οι δικαστές που ενόχλησαν τους ισχυρούς της εκτελεστικής εξουσίας , είτε κατά τη διάρκεια της θητείας τους είτε στη συνέχεια από άλλες επάλξεις εφαρμογής του δικαίου, ήταν λιγοστοί. Γι’ αυτό και άλλωστε είμαστε σε θέση να θυμόμαστε τα ονόματά τους.
Το παράδειγμα της στάσης του κ. Χ. Ράμμου ως προέδρου της ΑΔΑΕ, στην προσπάθειά του να υπερασπίσει το δημόσιο συμφέρον και τα ατομικά δικαιώματα απέναντι σε πιέσεις διαφόρων εξουσιών αποτελεί επομένως ένα σπάνιο κληροδότημα για την εποχή μας. Ανεξάρτητα από την αναμενόμενη βέβαιη απόρριψη της πρότασης εκ μέρους της πλειοψηφίας, η υποψηφιότητα αυτή έχει ηθική και παιδαγωγική αξία για την ελληνική κοινωνία.
Νίκος ΠαρασκευόπουλοςNEWS 24/7