Η σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου, κύριου πολιτικού αντιπάλου του τούρκου προέδρου Ερντογάν, με την κατηγορία της διαφθοράς και της υποτιθέμενης διασύνδεσης με τρομοκρατικές δραστηριότητες, όπως και μαζικές διαδηλώσεις που προκάλεσε το γεγονός και οι συλλήψεις άνω των χιλίων διαδηλωτών, προκάλεσε ελάχιστη διεθνή κριτική.
Η διεθνής σκακιέρα
Αν και τα παραπάνω γεγονότα, εκ πρώτης όψης, φαίνονται να αποτελούν αποκλειστικά θέματα εσωτερικής πολιτικής, τα βαθύτερα αίτιά τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ευρύτερη γεωπολιτική κατάσταση και τη στρατηγική θέση της Τουρκίας σε αυτήν την εξελισσόμενη αναδιάρθρωση της παγκόσμιας σκακιέρας. Η έλλειψη μίας σοβαρής τοποθέτησης από διεθνείς παράγοντες βρίσκεται στο ότι η Τουρκία κατέχει μια σειρά από στρατηγικά πλεονεκτήματα στο εξελισσόμενο γεωπολιτικό τοπίο: στο Κουρδικό, στο Παλαιστινιακό και στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφάλειας.
Ευθύς εξαρχής, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η σύλληψη Ιμάμογλου λαμβάνει χώρα σε μία συγκυρία όπου μόλις λίγες ημέρες πριν ο φυλακισμένος αρχηγός του ΡΚΚ, Αμντουλάχ Οτζαλάν, ανακοίνωσε τη διάλυση της οργάνωσης. Αυτή η δήλωση, ρητά ή άρρητα, συνδέεται με τις μεταβαλλόμενες συμμαχίες στη Συρία. Το παράδειγμα της πρόσφατης συμφωνίας μεταξύ των υπό κουρδική ηγεσία Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) και της συριακής κυβέρνησης επιβεβαιώνουν ότι το μήνυμα του Οτζαλάν δεν στρέφεται αμιγώς προς την Τουρκία, αλλά προσφέρει μια κρίσιμη ευκαιρία που θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει τα πάντα, από τις πολιτικές ασφαλείας της Τουρκίας μέχρι τη μελλοντική τοποθέτηση των κουρδικών φορέων, διαμορφώνοντας την επόμενη φάση της δυναμικής της περιφερειακής ισχύος. Αναμφίβολα, όμως, αυτές οι δηλώσεις δίχασαν και «παρέλυσαν» ουσιαστικά την εγχώρια αντιπολίτευση, κάτι που «βολεύει» τον Ερντογάν. Αυτό που παρατηρείται, είναι πως τόσο οι κουρδικές παρατάξεις όσο και το τουρκικό κράτος εμφανίζονται πρόθυμοι να συμβιβαστούν στην προοπτική της επιβίωσης. Αυτός ο στρατηγικός υπολογισμός εξηγεί εν μέρει τη σχετικά συγκρατημένη προσέγγιση του κουρδικού πολιτικού κινήματος στην υπόθεση Ιμάμογλου. Το αν οι κούρδοι πολιτικοί παράγοντες, μέσω μιας σειράς πολυδιάστατων συμφωνιών με τον Ερντογάν, μπορούν τελικά να διευκολύνουν τη διατήρηση της εξουσίας του, είτε με εκλογικά μέσα είτε με την υποστήριξη συνταγματικών τροποποιήσεων που επιτρέπουν μια παρατεταμένη προεδρία, μένει να φανεί. Όπως διαφαίνεται όμως μέχρι τώρα, ο παρόν συνδυασμός άμεσων και έμμεσων αμερικανικών κινήτρων, η εξελισσόμενη σχέση προστάτη-πελάτη της Τουρκίας με τη συριακή κυβέρνηση και οι εσωτερικοί πολιτικοί υπολογισμοί των βασικών παραγόντων λειτουργούν προς όφελος του Ερντογάν.
Ο ενεργός ρόλος της Τουρκίας στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό στη Μέση Ανατολή φαίνεται και στο Παλαιστινιακό με την υποστηρικτική στάση του Ερντογάν προς τον αγώνα των Παλαιστινίων. Η συχνή ερντογανική ρητορική βρίσκει, ή τουλάχιστον αποσκοπεί να βρει, απήχηση στις μουσουλμανικές κοινότητες σε όλο τον κόσμο μέσω των υπερεθνικών κρατικών μηχανισμών του και με τη διατήρηση στενών δεσμών με τη Χαμάς, την οποία η Τουρκία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, δεν αναγνωρίζει ως τρομοκρατική οργάνωση. Ταυτόχρονα, αν και ο λόγος του Ερντογάν συχνά παρουσιάζει την Τουρκία ως προστάτη των καταπιεσμένων μουσουλμάνων ενισχύοντας την απήχησή του στον αραβικό κόσμο, περιπλέκει τις σχέσεις της Άγκυρας με τη Δύση. Εδώ να σημειωθεί πως η τουρκική εξωτερική πολιτική ακολουθεί μία ρεαλιστική στάση και επιχειρεί να εξισορροπήσει μεταξύ της υποστήριξής της προς τη Χαμάς και των προσπαθειών της να διατηρήσει οικονομικούς και διπλωματικούς δεσμούς με τη Δύση επιχειρώντας να αξιοποιήσει τη μοναδική του θέση για να αποσπάσει παραχωρήσεις από τις δυτικές δυνάμεις, διατηρώντας παράλληλα την επιρροή του στον μουσουλμανικό κόσμο.
Το τρίτο σημείο το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ο ρόλος της Τουρκίας στη μελλοντική αρχιτεκτονική στρατηγική περί ασφάλειας της ΕΕ. Ο Ερντογάν γνωρίζει πως η Τουρκία αποτελεί παίκτη-κλειδί σε αυτόν τον τομέα και υιοθετεί έναν καιροσκοπικό λόγο ως ασπίδα προστασίας έναντι της κριτικής για τις εγχώριες εξουσιαστικές του επιδιώξεις. Όμως το ερώτημα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη δεν είναι πλέον μόνο ηθικό, αλλά και στρατηγικό: μπορεί να διατηρηθεί μια μακροχρόνια εταιρική σχέση ασφαλείας με ένα καθεστώς που απορρίπτει τους δημοκρατικούς κανόνες, στερείται θεσμικών ελέγχων και συγκεντρώνει την εξουσία σε ένα μόνο άτομο; Η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφανώς όχι. Η ΕΕ επιβάλλεται να αποφύγει την έκδοση ακόμα μίας αόριστης δήλωσης «ανησυχίας», όπως έκανε πρόσφατα στην περίπτωση του Ισραήλ. Μία σαφής θέση από την ΕΕ είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη αξιοπιστία της, ενώ ταυτόχρονα θα δώσει ένα σαφές μήνυμα στην Τουρκία, αλλά και αλλού, ότι η αυταρχικότητα δεν θα ανταμειφθεί με διεθνή νομιμότητα.
Ο παράγοντας της Ακροδεξιάς
Τέλος, εκτός από τους παραπάνω λόγους οι οποίοι εξηγούν γιατί η Τουρκία (παρα)μένει στο απυρόβλητο, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως τα γεγονότα στην Τουρκία συνδέονται άρρηκτα με την άνοδο της ακροδεξιάς παγκοσμίως. Αν και η προσοχή επικεντρώνεται κυρίως στις δυτικές χώρες, η Ακροδεξιά είναι ισχυρότερη σε χώρες εκτός «Δύσης», όπως στην Τουρκία, το Ισραήλ και την Ινδία. Παρόλο που η δράση των ακροδεξιών κινημάτων και κομμάτων στις χώρες αυτές δεν απασχολεί ιδιαίτερα την παγκόσμια κοινή γνώμη (με εξαίρεση ίσως την Ακροδεξιά στο Ισραήλ), η πορεία της παγκόσμιας Ακροδεξιάς καθορίζεται σε κάποιον βαθμό από τις κινήσεις αυτών των γεωγραφικών περιοχών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ δημιουργεί νέες διαστάσεις, καθώς προσφέρει απλόχερα στους αυταρχικούς ηγέτες νομιμοποίηση και περιθώριο για καταστολή και αντιδημοκρατικά μέτρα. Οι δηλώσεις σχετικά με τις τουρκικές εξελίξεις, πως αποτελούν «εσωτερική υπόθεση» και ως τέτοια οι ΗΠΑ δεν μπορούν (ή δεν προτίθενται να αναμειχθούν), σε αντίθεση με την περίπτωση της Ουκρανίας και του Ισραήλ, αναδεικνύουν την επιλεκτική αμερικανική πολιτική για τις παγκόσμιες εξελίξεις. Άλλωστε, στην «εποχή των τεράτων», αυταρχικοί ηγέτες όπως ο Ερντογάν (ή ο Νετανιάχου), μπορούν να δρουν όπως επιθυμούν χωρίς να χρειάζεται να λογοδοτήσουν. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που τα προσκείμενα ΜΜΕ στο ΑΚΡ, με την ίδια την τουρκική κυβέρνηση να παραβλέπει γεγονότα του παρελθόντος (βλ. πάστορα Μπράνσον), πανηγύριζαν για ημέρες την εκλογή του Τραμπ. Μπορεί τα συμφέροντα των ηγετών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να μην συμπίπτουν πάντα, και μπορεί κάποια στιγμή να εξετάσουν το ενδεχόμενο ανατροπής του, αλλά κάθε χτύπημα που δίνει ο Ερντογάν στη δημοκρατία εξακολουθεί να είναι μια νίκη της Ακροδεξιάς, μία νίκη η οποία οδηγεί σε λιγότερη ασφάλεια και περισσότερους κινδύνους τόσο σε εθνικό όσο και σε γεωπολιτικό διεθνές επίπεδο.