Macro

Νικήτας Μυλόπουλος: Η πολιτική της λειψυδρίας (και η λειψυδρία της πολιτικής)

Η λειψυδρία, ακριβώς όπως η φτώχεια, η ανεργία και οι κοινωνικές ανισότητες, δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι ένα ατόφιο πολιτικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε από το κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής και δομήθηκε πάνω στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για την ανάπτυξη και το περιβάλλον: το κέρδος πάνω απ’ όλα, η «ανάπτυξη» είναι μονόδρομος –με όποιο κόστος–, τα φυσικά αγαθά είναι εκεί για να υπηρετήσουν τις αναπτυξιακές μας ανάγκες. Στην περίπτωση του νερού αυτό μετουσιώνεται στη μονότονη ικανοποίηση της ακόρεστης υδατικής ζήτησης, που επεκτείνει διαρκώς την εκμετάλλευση πεπερασμένων αποθεμάτων, εξαντλώντας έτσι τα υδατικά συστήματα. Από τη στιγμή μάλιστα που το συγκεκριμένο «προϊόν»-νερό βρίσκεται σε σπανιότητα, σε συνδυασμό με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, ως οικολογική και βιολογική βάση της ζωής μας, η αξία –και η δυνητική τιμή του– εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα μεγέθη. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούσε, ήδη είκοσι χρόνια πριν, ότι η αγορά του νερού μπορεί να ξεπεράσει το 1 τρισ. δολάρια – μην απορούμε λοιπόν με την εμμονή στην ιδιωτικοποίησή του.
 
Στην Ελλάδα, η λειψυδρία εξελίσσεται σε κεντρικό πολιτικό και χωροταξικό θέμα, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην οικονομία, την ανάπτυξη, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και στο ίδιο το περιβάλλον. Επιγραμματικά, η λειψυδρία σήμερα οφείλεται στη σύμπτωση τριών κρίσιμων και κομβικών παραμέτρων:
 
1. Τη χρόνια υπερκατανάλωση των ήδη εξαντλημένων και υποβαθμισμένων υδατικών σωμάτων, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ιδιαίτερα στην άρδευση και στον τουρισμό. Βρίσκεται σε έξαρση καθώς το υδατικό έλλειμμα σωρεύεται χρονιά με τη χρονιά, κάνοντας την κατάσταση όλο και πιο δύσκολη. Το δυσανάλογα μεγάλο υδατικό αποτύπωμα της χώρας ορίζεται από τα παλιά και κακοσυντηρημένα δίκτυα ύδρευσης, έναν αδηφάγο υπερτουρισμό χωρίς στοιχειώδες σχέδιο και οργάνωση και, κυρίως, τη σπάταλη άρδευση, με εκατοντάδες εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό να χάνονται κάθε χρόνο στη μεταφορά, στα αρχαία αρδευτικά συστήματα, στη χωρίς σχέδιο διάρθρωση των καλλιεργειών.
 
2. Την κλιματική κρίση με την αυξημένη ξηρασία αλλά και τις πλημμύρες και πυρκαγιές που εντείνουν τη λειψυδρία, καθώς στερεύουν τη φυσική προσφορά του νερού. Με δυο λόγια, η κλιματική κρίση δρα ως καταλύτης στο ήδη σοβαρό πρόβλημα της λειψυδρίας στη χώρα, με δύο κυρίως τρόπους: την αύξηση της ξηρασίας και την αδυναμία να συλλέξουμε τα νερά των πλημμυρών.
 
3. Την υδατική πολιτική της κυβέρνησης. Αντί να αντιμετωπίσει τα παραπάνω προβλήματα και να προστατέψει τους πολίτες και τα περιβαλλοντικά συστήματα, κερδοσκοπεί ασύστολα έχοντας ρίξει το βάρος της υδατικής πολιτικής στις αυξήσεις των τιμολογίων του νερού (!) και στην ιδιωτικοποίηση της διαχείρισής του (ΟΔΥΘ, κλπ.).
 
Επομένως, η φυσική ξηρασία και η ανομβρία είναι παράμετροι του προβλήματος, αλλά όχι οι βασικές του αιτίες. Το ίδιο και η κλιματική κρίση που χρησιμοποιείται κατά κόρον ως άλλοθι για την απραξία και το πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης. Αντίθετα, στη λειψυδρία αποτυπώνεται ανάγλυφα η πολιτική δομικής αλλαγής της χώρας, με την αύξηση των ανισοτήτων, το σφετερισμό του δημόσιου χώρου της, την ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων και εδαφών της. Από την άλλη, η κλιματική κρίση με τον ακραίο τρόπο που ήδη πλήττει ανθρώπους και περιοχές (π.χ. Θεσσαλία) δημιουργεί, ίσως για πρώτη φορά μετά από χρόνια, τις συνθήκες συγκρότησης μίας νέας, εναλλακτικής πρότασης στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Ένα εθνικό σχέδιο προσαρμογής στην κλιματική κρίση, με ένα νέο παραγωγικό μοντέλο δίκαιης και δημοκρατικής πράσινης μετάβασης και ένα αντίστοιχο σχέδιο διαχείρισης του νερού, μπορεί –και πρέπει– να αποτελέσει το πολιτικό αντίπαλο δέος στη διάλυση που επιχειρεί η κυβέρνηση και στην πολιτική της ηγεμονία.
 
Ο Νικήτας Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας