Macro

Νικήτας Μυλόπουλος: Η διαχείριση των υδάτων στη μετά «Ντάνιελ» εποχή

Η τραγική ειρωνεία της αποτυχίας των πελατειακών πολιτικών στη Θεσσαλία φαίνεται αφ’ ενός στην τεράστια ποσοτική συρρίκνωση των υδατικών πόρων και στην ταυτόχρονη ποιοτική τους υποβάθμιση και αφ’ ετέρου στις επιπτώσεις από την κλιμάκωση των πλημμυρών. Για δεκαετίες ένα λόμπι λαϊκιστών πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων υπονόμευσε τις απαραίτητες επενδύσεις σε ορεινή υδρονομία, ταμιευτήρες και φράγματα εντός λεκάνης απορροής, αντιπλημμυρικά έργα, αρδευτικά δίκτυα κ.λπ. Στο όνομα έργων-φετίχ του περασμένου αιώνα (εκτροπή Αχελώου) που δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν, εκτός των άλλων λόγω της ευρωπαϊκής και ελληνικής νομοθεσίας, η Θεσσαλία στερήθηκε έναν ορθολογικό και βιώσιμο σχεδιασμό υδραυλικών έργων και διαχείρισης του νερού της. Ισως είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα έλλειψης υδατικής πολιτικής στη χώρα μας, με εντονότατα τα σημάδια της λειψυδρίας και ορατό τον κίνδυνο ερημοποίησης, στον βαθμό που κυριαρχούν οι ίδιες λογικές.
 
Ο Θεσσαλικός Κάμπος υφίσταται σήμερα τις συνέπειες της μακροχρόνιας επιθετικής πολιτικής που ακολουθήθηκε στον τομέα της γεωργίας, όπου τα συνεχόμενα αρνητικά υδατικά ισοζύγια έχουν οδηγήσει στην εξάντληση, εκτός των ανανεώσιμων, και μεγάλου μέρους των μόνιμων υδατικών αποθεμάτων. Ετσι οδηγηθήκαμε στη μειωμένη απορροή του Πηνειού με σημαντική ποιοτική υποβάθμιση των νερών του, στη χαοτική πτώση του υδροφόρου ορίζοντα, ιδιαίτερα στον ανατολικό υδροφορέα (Κάρλας) λόγω της υπεράντλησης, στην υφαλμύρινση που προχωράει σε εκτεταμένο μέτωπο κ.λπ. Επομένως, η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι γνωστή εδώ και πολλά χρόνια. Η διαχείριση των υδατικών πόρων στη Θεσσαλία απαιτεί τον συνυπολογισμό πολλών παραγόντων και συνιστωσών και πρέπει να συμπεριλάβει τεχνικές, περιβαλλοντικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους, εντός του ενιαίου πλαισίου μελέτης, πολλές εκ των οποίων απουσιάζουν από την προσέγγιση της κυβέρνησης (master plan των Ολλανδών).
 
Η ανυπαρξία σχεδίου διαχείρισης υδατικών πόρων στέρησε την περιοχή από τις προτάσεις των επιστημόνων που επέμεναν για εξοικονόμηση στη χρήση νερού με μέτρα και τεχνικές διαχείρισης της ζήτησής του, αλλά και με αλλαγή των συστημάτων άρδευσης και περιορισμό των απωλειών στα δίκτυα, μέτρα και έργα που θα μπορούσαν να αποφέρουν εξοικονόμηση έως και του 50% της υδατικής κατανάλωσης. Αν σε αυτά προστεθούν τα δίκτυα μικρών λιμνοδεξαμενών στην ορεινή ζώνη και την πεδιάδα, τα έργα ταμίευσης της 1ης αναθεώρησης των Σχεδίων Διαχείρισης που δεν προχώρησαν, μέθοδοι επανάχρησης του νερού στην ύδρευση και τη βιομηχανία, η μεταστροφή των υδροληψιών από τα υπόγεια στα επιφανειακά νερά, και, τέλος μια σοβαρή, ολιστική μελέτη για την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών με σχεδιασμό νέων μιγμάτων που να ταιριάζουν περισσότερο με το περιβάλλον και να αποφέρουν ικανές εμπορικές ωφέλειες, το επίμονο και διαρκές υδατικό έλλειμμα, όλα αυτά τα χρόνια των μεγάλων υποσχέσεων, θα είχε μηδενιστεί.
 
Ομως η πρόταση της Νέας Αριστεράς για τη διαχείριση των νερών δεν σταματάει εδώ. Επεκτείνεται και στη μετά «Ντάνιελ» εποχή, όπου οι λύσεις είναι εφικτές και προσιτές. Σε μια νέα συνθήκη, μετά την καταστροφή, πολλά μπορούν να αρχίσουν από την αρχή και να αναδειχθεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο θα συμπεριλάβει, εκτός της οικονομίας, το περιβάλλον και τις αντοχές του. Η διάνοιξη των ποταμών και οι νέες χρήσεις γης, ακριβώς όπως ορίζονται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία (στις πλημμυρικές ζώνες και όχι μόνο), η ορεινή υδρονομία, οι απαιτούμενες αναδασώσεις και μια νέα προσέγγιση στη γεωργία και την κτηνοτροφία -χρησιμοποιώντας λύσεις δόκιμες που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία- είναι δυνατόν να αλλάξουν το υπόδειγμα και να ξαναζωντανέψουν τον τόπο και τους ανθρώπους του με όρους αξιοπρέπειας. Ετσι, η Θεσσαλία θα μπορούσε να μετατραπεί, από παράδειγμα προς αποφυγή, σε ένα νέο μοντέλο πράσινης και αξιοβίωτης περιφέρειας.
 
Η Θεσσαλία, μετά την καταστροφή, με την ανατροπή της σημερινής πολιτικής, προσφέρεται ως ένα οικουμενικό υπόδειγμα για τον τρόπο που η κλιματική κρίση, μέσω μιας δίκαιης και ριζοσπαστικής πράσινης μετάβασης, μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία συγκρότησης ενός νέου κόσμου, σε ευκαιρία επανίδρυσης της δημοκρατίας.
 
Ο Νικήτας Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, υποψήφιος ευρωβουλευτής