Οι καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία ανέδειξαν τη βαρύτατη ευθύνη της κυβέρνησης για την απουσία δημόσιων υποδομών οχύρωσης και σχεδίου ανθεκτικότητας απέναντι στις φυσικές καταστροφές. Η εικόνα θα ήταν τελείως διαφορετική, αν πολιτικά είχε κυριαρχήσει η άλλη αντίληψη, αυτή που θέλει να επαναπροσδιορίσει το παραγωγικό και καταναλωτικό υπόδειγμα, απέναντι στη διαπλοκή, τις εργολαβίες και τις πελατειακές εξαρτήσεις. Με σχέδιο, επιστημονική ανάλυση και πραγματική διαβούλευση, στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος.
Αντ’ αυτού η κυβέρνηση προχώρησε στην εκπόνηση ενός Master Plan, μέσω μίας ολλανδικής εταιρείας που ειδικεύεται στην εκμετάλλευση γεωργικών εκτάσεων σε πρώην ολλανδικές αποικίες. Το επιεικώς απαράδεκτο αποτέλεσμα, εκτός από το να ανακυκλώνει παλιές λύσεις, αγνοεί προκλητικά την ευρωπαϊκή νομοθεσία και προχωράει σε δύο βασικές προτάσεις που αποτελούν και την κεντρική πολιτική επιλογή της κυβέρνησης.
Η πρώτη έγινε ήδη Νόμος του κράτους και αφορά στη δημιουργία φορέα διαχείρισης των υδάτων της Θεσσαλίας, υπό τη μορφή ΑΕ που θα λειτουργεί με βάση τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση προχώρησε στην ιδιωτικοποίηση του νερού -της διαχείρισής του κατ’ αρχάς- με σαφές πλάνο για επέκταση στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η δεύτερη πρόταση αφορά στην αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, με αποκλειστικό κριτήριο το οικονομικό αποτέλεσμα, αδιαφορώντας για όλες τις άλλες παραμέτρους. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αφήνει να διαρρεύσει ένα εφιαλτικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο μεγάλες εκτάσεις θα περάσουν στα χέρια επενδυτικών εταιρειών (funds), προφανώς έναντι πινακίου φακής -λόγω της απαξίωσης της γης από την πλημμύρα. Στόχος, η μετάβαση σε χρήσεις μεγάλης κλίμακας και έντασης κεφαλαίου, όπως οι εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες τύπου συμβολαιακής γεωργίας με βιομηχανίες και μεγάλες φίρμες σούπερ μάρκετ. Εξέλιξη που εντάσσεται στη νέα τάση του νεοφιλελεύθερου επεκτατισμού διεθνώς, την «υφαρπαγή γης» (land grabbing), όπου τα μεγάλα funds, ύστερα από κάποιο φυσικό ή οικονομικό «σοκ», αγοράζουν φτηνά τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, με στόχο την κερδοσκοπία πάνω στην καταστροφή. Οι αποδόσεις είναι συνήθως πολύ υψηλές (ο διευθύνων της ολλανδικής εταιρείας προβλέπει για τη Θεσσαλία ετήσια απόδοση 15-20%) και κατά κανόνα μοιράζονται στους μεγαλομετόχους των funds -πιθανότατα στο εξωτερικό, αφήνοντας στους ιθαγενείς τις ζημιές και τα ερείπια της υπερ-εκμετάλλευσης.
Υφαρπαγή γης λοιπόν και ιδιωτικοποίηση του νερού είναι το μέλλον που σχεδιάζει η κυβέρνηση πάνω στον βούρκο της Θεσσαλίας -και από κει στην υπόλοιπη χώρα. Γη και ύδωρ στα funds, γη και ύδωρ μίας χώρας ανοχύρωτης στις τεκτονικές αλλαγές της κλιματικής κρίσης, γη και ύδωρ μίας χώρας ήδη λεηλατημένης, ως προς τους υπόλοιπους πόρους της, από τις αλλεπάλληλες κρίσεις και τα μνημόνια. Καθώς φαίνεται, οι τελευταίες θέσεις της Ελλάδας σε όλους τους πίνακες οικονομίας, ανάπτυξης, ποιότητας ζωής, ποιότητας δημοκρατίας, κράτους δικαίου κλπ δεν είναι μόνο ενδεικτικές της δυστοπίας μας. Είναι και ευκαιρία πλουτισμού, είναι και προαπαιτούμενο κερδοφορίας για την κυβέρνηση και τους οικονομικούς της φίλους, αφού όσο πιο κάτω στην κατάταξη, τόσο πιο φτηνό το ξεπούλημα, τόσο μεγαλύτερα τα κέρδη.
Η δεξιά ηγεμονία στη χώρα είναι αδυσώπητη και το διακύβευμα των επερχόμενων ευρωεκλογών παραπάνω από κρίσιμο. Δεν υπάρχει χώρος για καινοφανείς σωτήρες από το πουθενά και επικοινωνιακές ελαφρότητες. Η Πολιτική οφείλει να επιστρέψει, η Νέα Αριστερά και οι προτάσεις της πρέπει -και μπορούν- να βγουν ενισχυμένες.
Ο Νικήτας Μυλόπουλος είναι Καθηγητής Παν. Θεσσαλίας, Δ/ντής Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων, υποψήφιος ευρωβουλευτής με τη Νέα Αριστερά