Το σημερινό μας άρθρο έχει την αφετηρία του, αναπαντεχα, σε κάτι που ειπώθηκε κατά τη προχτεσινή προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή. Αναπάντεχα, επειδή η συζήτηση είχε ως θέμα της την οικονομία, ενώ το θέμα που ανέκυψε, θέμα ορολογίας και μεταφραστικό, αφορά τη συμφωνία των Πρεσπών για το όνομα της γειτονικης χώρας.
Λοιπόν, στη δευτερολογία του στη Βουλή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στη συμφωνία των Πρεσπών και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι εκχώρησε «την εθνότητα» διότι στο αγγλικό κείμενο της συμφωνίας υπάρχει ο όρος nationality, που σημαίνει «εθνότητα».
Συγκεκριμένα, ο κ. Μητσοτάκης είπε τα εξής: «Η συμφωνία λέει nationality. Το nationality στα ελληνικά κυρία μου μεταφράζεται ως εθνότητα. Citizenship είναι η ιθαγένεια. Μάθετε και λίγα αγγλικά, δεν βλάπτει».
Το «κυρία μου» το είπε επειδή προφανώς απαντά σε κάτι που του είπε κάποια βουλευτίνα του ΣΥΡΙΖΑ. Νομίζω ότι έχω μεταγράψει πιστά τα όσα είπε, αλλά αν θέλετε μπορειτε να τον ακουσετε αυτήκοοι εδώ, από το 15.05 έως το 15.25 του αποσπάσματος.
Είναι αρκετά πιθανό ο Κούλης να έκανε ένα μικρό λάθος εκεί που λέει «μεταφράζεται ως εθνότητα» και στην πραγματικότητα να ήθελε να πει «εθνικότητα». Ας το έχουμε κατά νου.
Πώς όμως μεταφράζεται στα ελληνικά ο όρος nationality; Μπορεί να μεταφραστεί με πολλους τρόπους, εμείς όμως θέλουμε την επισημη αποδοση. Για να βρούμε την επίσημη απόδοση, δεν θα ανοίξουμε λεξικό αλλά… το πορτοφόλι μας -τουλάχιστον εγώ εκει βάζω την αστυνομική μου ταυτότητα.
Δεν βγήκε πολύ καθαρά η φωτογραφία, όμως φαίνεται οτι η ταυτότητα γράφει Hellenic nationality / Ελληνική ιθαγένεια, που σημαίνει ότι η επίσημη απόδοση του nationality είναι «ιθαγένεια» και όχι βέβαια «εθνότητα» όπως ισχυρίστηκε στη Βουλή ο Κ. Μητσοτάκης, ούτε «εθνικότητα» όπως ίσως ήθελε να πει.
Οπότε μοιραία γεννήθηκε χτες το βράδυ, στα αστεία, το ερώτημα: «Καλά, δεν έχει αστυνομική ταυτότητα ο Κυριάκος Μητσοτάκης;»
Θα μου πείτε, πρόσφατα που θέλησε να επισκεφτεί την Τουρκία δεν μπορεσε να ταξιδέψει διότι δεν είχε μαζί του την ταυτότητά του, οπότε ίσως και να την έχει χάσει, αλλά στην ανάγκη θα μπορουσε να κοιτάξει το διαβατήριό του.
Γιατί και στο διαβατήριό μας, στη σελίδα με τη φωτογραφία, υπαρχει η ίδια ένδειξη: Ιθαγένεια/Nationality: Ελληνική/Hellenic
Ξαναλέω ότι αυτή είναι η επίσημη απόδοση. Αν ανοίξετε λεξικό, π.χ. της Ματζέντας, θα δείτε το nationality να αποδίδεται «εθνικότητα, ιθαγένεια» και «για βασίλεια, υπηκοότητα», ενώ το Google translate το αποδίδει «ιθαγένεια» και δίνει δεύτερη απόδοση το «εθνικότητα». Πράγματι, πολύ συχνά θα δούμε το nationality να αποδίδεται «εθνικότητα» σε καθημερινές χρήσεις, όμως στο κείμενο μιας συμφωνίας θέλουμε την επίσημη απόδοση που χρησιμοποιείται στη διπλωματία και στο διεθνές δίκαιο -και αυτή είναι η ιθαγένεια.
Παρόλο που είναι κάπως αστειο το θέαμα ενός πολιτικού αρχηγού που απαξιωτικά λέει στους συνομιλητές του «μάθετε και λίγα αγγλικά, δεν βλάφτει» ενώ στην πραγματικότητα συλλαμβάνεται ο ίδιος να αγνοεί πώς μεταφράζεται επίσημα ο αγγλικός όρος, δεν θέλω να σταθουμε σε αυτό, διότι μας δίνεται η ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε κάποια θέματα ορολογίας -και να βοηθηθώ κι εγώ από τις γνώσεις σας, ιδίως των φίλων που είναι νομικοί.
Άλλωστε, δεν αποκλείεται ο Κούλης να ξέρει πολύ καλά πώς μεταφράζεται επίσημα το nationality αλλά να λέει όσα λέει για να ικανοποιήσει την ακροδεξιά πτέρυγα που έχει εδώ και καιρό πάρει τα ηνία του κόμματός του -διαπράττοντας, οπως έχω ξαναγράψει, πολιτική πατροκτονία.
Ωστόσο, δεν θα σταθούμε σε αυτό.
Λέγαμε ότι στην τρέχουσα χρήση χρησιμοποιείται και ο όρος «εθνικότητα» σαν απόδοση του nationality αν και αυτό δεν είναι σωστο, ενώ επίσης χρησιμοποιείται ο όρος «υπηκοότητα».
H παραπάνω εικόνα είναι οθονιά από τη σελίδα της ΙΑΤΕ, της βάσης δεδομένων ορολογιας της ΕΕ, και έχει την απόδοση του όρου nationality σε διάφορες επίσημες γλώσσες της ΕΕ -δεν τις έχει όλες διότι ειναι 24, ζωή νά’χουνε, και δεν χωράνε σε μια οθονιά. Ομως έχει τα ελληνικά, όπου βλέπουμε κάτι ενδιαφέρον. Σαν απόδοση του nationality δίνονται τρεις οροι, οι εξής:
- ιθαγένεια (Preferred) -προτιμώμενος όρος
- υπηκοότητα (Admitted) -αποδεκτός όρος
- εθνικότητα (Deprecated) -να αποφεύγεται
Και αν ζητησουμε περισσοτερα για τον κάθε όρο διαβάζουμε τον εξής ορισμό για την ιθαγένεια/nationality: ο ιδιαίτερος νομικός δεσμός μεταξύ ενός ατόμου και του κράτους του, ο οποίος έχει αποκτηθεί με γέννηση ή με πολιτογράφηση, είτε με δήλωση, επιλογή, γάμο ή άλλα μέσα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία
Κατά τη γνωμη μου η βαριά λέξη εδω είναι «νομικός».
Υπάρχει και η εξής σημείωση που ξεδιαλύνει τις διαφορές ανάμεσα στους τρεις όρους: Οι όροι «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα» είναι ταυτόσημοι, αλλά στα νομοθετικά κείμενα προτιμάται ο όρος «ιθαγένεια» (ωστόσο, ο έχων την ιθαγένεια ενός κράτους είναι «υπήκοος» του κράτους αυτού). Αντιθέτως, στην καθομιλουμένη, ο όρος «εθνικότητα» χρησιμοποιείται ορισμένες φορές καταχρηστικά για να δηλώσει την ιθαγένεια. Οι έννοιες όμως διακρίνονται ως προς ένα σημαντικό ποιοτικό στοιχείο: Συγκεκριμένα, η «ιθαγένεια» αφορά τον νομικό δεσμό κράτους-πολίτη, με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν, ενώ η «εθνικότητα» εμπεριέχει ένα ηθικό-πολιτισμικό στοιχείο και αναφέρεται στον συναισθηματικό δεσμό ενός προσώπου με ορισμένο έθνος λόγω της καταγωγής του από αυτό.
Και παλιότερα στο ιστολόγιο εχουμε αναφερθεί στους όρους «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα», με αφορμή τα νομοσχέδια για την πολιτογράφηση των αλλοδαπών. Επειδή προβάλλεται η άποψη οτι άλλο είναι ιθαγένεια και άλλο υπηκοότητα, είχαμε τοτε τονίσει, σε σχόλια των νομομαθών του ιστολογίου, ότι για το ελληνικό δίκαιο οι δυο όροι είναι συνώνυμοι.
Το ίδιο ακριβώς εκτίθεται και σε μια εγκύκλιο του υπουργείου Εσωτερικών, από το 2013, που έχει τον εύγλωττο τίτλο: Παροχη διευκρινίσεων σχετικά με τον εννοιολογικό προσδιορισμό των όρων «ιθαγένεια», «υπηκοότητα» και «εθνικότητα».
Συγκεκριμένα μετά από πλήθος ερωτημάτων προς το υπουργείο Εσωτερικών από σχολικές μονάδες και άλλες υπηρεσίες ή γραφεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με εννοιολογικές αποσαφηνίσεις και ορθή χρήση στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών, των όρων «ιθαγένεια», «υπηκοότητα» και «εθνικότητα», το υπουργείο αποσαφηνίζει τους ορισμούς των παραπάνω όρων:
Α. Στην ελληνική νομική γλώσσα δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων «ιθαγένεια» και «υπηκοότητα», οι οποίοι έχουν στη χώρα μας ταυτόσημο περιεχόμενο, δηλώνοντας τον δημοσίου δικαίου νομικό δεσμό που συνδέει το άτομο με την πολιτεία στο λαό της οποίας ανήκει. Για το λόγο αυτό άλλωστε, όσοι έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους ονομάζονται ημεδαποί του κράτους αυτού, ενώ όσοι έχουν διαφορετική ή καμία ιθαγένεια ονομάζονται αλλοδαποί. Συνεπώς, η χρήση του όρου υπηκοότητα γίνεται παράλληλα προς τη χρήση του όρου ιθαγένεια (π.χ. λέμε ελληνική ιθαγένεια και Έλληνας υπήκοος όχι Έλληνας ιθαγενής). Πάντως για την αποφυγή σύγχυσης ή παρερμηνειών, προτείνουμε την από πλευράς σας καθιέρωση της ενιαίας χρήσης του όρου ιθαγένεια σε κάθε διαδικασία σας.
Β. Η «εθνικότητα» είναι ουσιαστικά ιδιότητα και αποτελεί μη νομικό δεσμό ενός ατόμου με ένα έθνος. Για το λόγο αυτό, όσοι ανήκουν στο ίδιο έθνος ονομάζονται ομογενείς (ή ομοεθνείς), ενώ οι υπόλοιποι αλλογενείς (ή αλλοεθνείς). Είναι δυνατόν ένας αλλογενής να είναι Έλληνας πολίτης (δηλ. ημεδαπός), εφόσον, έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, ενώ μπορεί να συμβαίνει και το αντίστροφο (ένας Έλληνας ομογενής να είναι αλλοδαπός διότι δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια). Επιπλέον, επισημαίνεται ότι μία εκ των αρχών που διέπει το δίκαιο της ελληνικής ιθαγένειας και η οποία απορρέει από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο είναι η αρχή της διπλής ή πολλαπλής ιθαγένειας, σύμφωνα με την οποία κάθε άτομο δύναται να έχει περισσότερες από μία ιθαγένειες.
Ανακεφαλαιώνουμε:
Ο όρος nationality της Συνθήκης των Πρεσπών και του διεθνούς δικαίου δηλώνει την ιθαγένεια (ή υπηκοότητα) των πολιτών της γειτονικης χώρας. Η ιθαγένεια (ή υπηκοότητα) είναι νομική έννοια. Η εθνικοτητα είναι μη νομικός δεσμός και ως τέτοιος δεν διέπεται, και δεν θα μπορούσε να διέπεται, από μια Συνθήκη.
Υπάρχει όμως κι ένα ακόμα ζήτημα. Τι σημαινει ο όρος citizenship; Διαφοροποιείται από τον όρο nationality;
Εδώ τα πραγματα μπλεκουν λιγάκι, μεταξύ άλλων επειδή οι δυο οροι νοούνται διαφορετικά σε κάθε αγγλόφωνη χώρα. Το μπέρδεμα αυτό αντανακλάται στη σελίδα της Βικιπαιδειας, που ουσιαστικά δεν καταλήγει σε κανένα συμπέρασμα.
Στην πράξη πολύ συχνά οι οροι χρησιμοποιουνται εναλλάξιμα -για παράδειγμα, σε αυτήν εδώ τη σελίδα, όπου εξηγείται πώς μπορεί κανείς να αποκτήσει τη λουξεμβουργιανή υπηκοότητα/ιθαγένεια, ο τίτλος της σελίδας είναι How to be granted the Luxembourg nationality? όμως στη δευτερη αράδα διαβάζουμε ότι The acquisition of the Luxembourg citizenship… και αμέσως μετά βλέπουμε να χρησιμοποιείται ξανά ο ορος nationality.
Υπάρχουν πολλές σελίδες που επιχειρούν να εξηγήσουν τη διαφορά ανάμεσα στους ορους (παράδειγμα) χωρίς να τα καταφέρνουν, ενώ στον ΟΗΕ οι όροι nationality και citizenship χρησιμοποιούνται σαν συνώνυμοι.
Ίσως θα βοηθούσε ενας ορισμός της nationality. Και πάλι, δεν θα τον πάρουμε από τα λεξικά ουτε από τις ιστοσελίδες, αλλά από πράξη του διεθνούς δικαίου. Στη σύμβαση περί ιθαγένειας/υπηκοότητας (European Convention on Nationality) του Συμβουλίου της Ευρώπης διαβαζουμε: «nationality» means the legal bond between a person and a State and does not indicate the person’s ethnic origin;
Βλέπουμε ότι ο όρος nationality δηλώνει νομικό δεσμό και όχι εθνική/εθνοτική καταγωγή. Αντιστοιχεί επομένως απολύτως στην ιθαγένεια/υπηκοότητα του ελληνικού δικαίου.
Οσοι θεωρούν ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στους όρους nationality και citizenship αναφερουν ότι η nationality δεν μπορεί να αλλάξει ενώ η citizenship μπορεί να αφαιρεθεί, ωστοσο στο διεθνές δίκαιο βλέπουμε να γίνεται λόγος για deprivation of nationality οποτε είναι σωστό το συμπέρασμα οτι οι δυο όροι στην πραξη χρησιμοποιούνται εναλλάξιμα.
Άλλωστε, όποιος έχει Greek nationality είναι Greek national (Ελλην πολίτης/υπήκοος) και οποιος έχει Greek citizenship είναι επίσης Greek citizen. Αλλά αν οι όροι nationality και citizenship είναι συνώνυμοι στην πράξη, ποιος αποδίδει την εθνικότητα;
Αυτό ειναι προβλημα της αγγλικής ορολογίας, αλλά νομίζω ότι ο όρος αυτός είναι το ethnicity, που το έχουμε αποδώσει «εθνοτική καταγωγή» αλλά ουσιαστικά η εθνικότητα είναι. Ο όρος έχει βέβαια σημασία σε πολυεθνοτικά κράτη, και στο παρελθόν τα περισσότερα κράτη, στην Ευρώπη τουλάχιστον, δεν ηθελαν να παραδεχτούν τον πολυεθνοτικό τους χαρακτήρα, αλλά π.χ. κάποιος Έλληνας που παίρνει τη γερμανική υπηκοότητα/ιθαγένεια θα είναι ελληνικής εθνικότητας Γερμανός πολίτης ενώ π.χ. ο Ζέκα ειναι πορτογαλικής εθνικότητας Έλληνας πολίτης. Υπάρχει βέβαια και η διπλή υπηκοότητα/ιθαγενεια την οποία τώρα δέχονται οι περισσότερες χώρες.
Ίσως όχι τυχαία, σε μια πρόσφατη συνέντευξη του Κυρ. Μητσοτακη στο περιοδικό Politico, η οποία προφανώς δόθηκε στα αγγλικά, χρησιμοποιειται ο όρος ethnicity.
The main problem, according to Mitsotakis, is that the deal recognizes the existence of a Macedonian ethnicity and language. … «… We cannot accept a Macedonian language and ethnicity.” Εδώ ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να έμαθε πώς αποδίδεται η εθνικότητα, την οποία στη συνέχεια ξέχασε. Βέβαια η συμφωνία των Πρεσπών δεν μιλάει για ethnicity αλλα για nationality οπότε δεν είναι θέμα μόνο ορολογίας αλλά και εντιμότητας.
Ευχαριστως να ακούσω σχόλια και διευκρινίσεις για τα παραπάνω. Πάντως, να κρατήσουμε δύο πράγματα:
- ο όρος nationality αποδίδεται ιθαγένεια ή υπηκοότητα
- ο όρος ιθαγενεια και ο όρος υπηκοοτητα είναι συνώνυμοι στην ελληνική νομική τάξη
Υστερογραφικό κατωσέντονο:
Επί του πιεστηρίου προσθέτω ένα σημείωμα του νομικού Νικου Τσιμπουκάκη, φίλου στο Φέισμπουκ, που ξεκαθαρίζει ορισμένα πράγματα για την αγγλική ορολογία.
Επειδή πήρε το μάτι μου ότι ο άριστος επανέφερε το θέμα του πώς μεταφράζεται το nationality, εθνικότητα ή ιθαγένεια, να πω δυο κουβεντούλες σχετικά (εντάξει, λίγο παραπάνω από δύο…).
Breast στα ελληνικά σημαίνει στήθος, αν μιλάμε για γυναίκα, και μαστάρι, αν μιλάμε για αγελάδα (με το συμπάθειο). Breast cancer όμως δεν το μεταφράζουμε «καρκίνο του στήθους» αλλά «καρκίνο του μαστού», διότι αυτή είναι η δόκιμη και καθιερωμένη απόδοση ενός ειδικού ιατρικού *όρου*.
Αν σας αρέσουν τα δικαστικά δράματα ή τα αντίστοιχα σήριαλ, σίγουρα θα έχετε ακούσει συχνά να γίνεται λόγος για «1st degree murder», «2nd degree murder» ή «voluntary manslaughter». Τώρα, αν ο τύπος που γράφει τους υπότιτλους στα ελληνικά τα μεταφράσει όλα αυτά σκέτο «ανθρωποκτονία» δεν ακριβολογεί μεν, αλλά δεν θα του πάρουμε και το κεφάλι διότι δεν έγινε και τίποτα. Αν όμως οι όροι αυτοί πρέπει να μεταφραστούν σε ένα επίσημο έγγραφο, π.χ. σε ένα διεθνές ένταλμα σύλληψης ή σε μια αίτηση έκδοσης, προφανώς και έχει τεράστια σημασία να βρεθεί ο όσο το δυνατόν πιο *ακριβής αντίστοιχος* όρος.
Διότι, για να έρθουμε σιγά σιγά στο προκείμενο, όταν μεταφράζουμε ειδικό κείμενο με ειδική ορολογία, δεν αρκούμαστε να κοιτάξουμε τι λέει το λεξικό, αφού ενδέχεται το λεξικό να καταγράφει διάφορες έννοιες της ίδιας λέξης, εμείς όμως πρέπει να εντοπίσουμε αυτήν που αποδίδει όσο το δυνατόν πιστότερα το εννοιολογικό περιεχόμενο του ξένου (αγγλικού, γαλλικού κλπ) όρου. Κι αν αυτό ισχύει μία φορά για την ιατρική, που στο κάτω κάτω είναι μία και ενιαία σε όλον τον (δυτικό έστω) κόσμο, ισχύει εκατό φορές στα νομικά, όπου η κάθε έννομη τάξη διαφέρει -λίγο ή πολύ- από όλες τις άλλες, και όπου επομένως η αντιστοιχία των όρων ενδέχεται συχνά να μην είναι 1 προς 1, οπότε και πρέπει να βρούμε το πλησιέστερο (και κατά το δυνατόν ακριβές) αντίστοιχο.
Λοιπόν, συμβαίνει σε κάποιες έννομες τάξεις οι έννοιες της nationality και της citizenship να είναι διακριτές μεταξύ τους. Όπου nationality είναι βεβαίως η ιθαγένεια, δλδ ο νομικός δεσμός (όσο το δυνατόν πιο πλήρης) ενός προσώπου με μία συγκεκριμένη έννομη τάξη, ενώ citizenship είναι η «ιδιότητα του πολίτη», δηλαδή ένα υποσύνολο της nationality, ή -με άλλες λέξεις- ένα σύνολο δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στον citizen και που ενδέχεται να ποικίλλουν από κράτος σε κράτος, οπωσδήποτε όμως υπολείπονται των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε αυτόν που έχει το πλήρες nationality.
Συμβαίνει επίσης στην Ελλάδα να μην διακρίνονται οι δύο έννοιες, και το εννοιολογικό περιεχόμενο και των δύο να περικλείεται στον όρο ιθαγένεια. Εξού και ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας προβλέπει ότι ένας από τους τρόπους κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας είναι η πολιτογράφηση, παρόλο που η ίδια η λέξη υποδεικνύει ότι όποιος ολοκληρώνει την αντίστοιχη διαδικασία θα έπρεπε «λογικά» να αποκτά την ιδιότητα του πολίτη και όχι την ιθαγένεια (όπως και πράγματι συμβαίνει σε άλλα κράτη).
Στο δια ταύτα: ναι μεν nation σημαίνει έθνος και national εθνικός, και μπορεί για το nationality πολλά λεξικά να δίνουν *και* την ερμηνεία «εθνικότητα», και αν το μεταφράσει κανείς ως «εθνικότητα» στους υπότιτλους ενός σήριαλ δεν είναι και προς θάνατο… ΑΛΛΑ, σε νομικό κείμενο η ορθή απόδοση (και όχι μετάφραση) του όρου είναι ιθαγένεια, και καμία άλλη. Τελεία και παύλα. Κι αν στο ίδιο κείμενο βρίσκουμε δίπλα-δίπλα το nationality και το citizenship, ασφαλώς ο μεταφραστής καλείται να σπαζοκεφαλιάσει για να βρει έναν δόκιμο τρόπο να ξεπεράσει το πρόβλημα (της μη διάκρισης των δύο όρων στην ελληνική έννομη τάξη), αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί δόκιμο τρόπο το να μεταφράσει «εθνικότητα» το μεν και «ιθαγένεια» το δε.
Όποιος επιμένει ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, κι έχει και το θράσος να μας προτρέπει να πάμε να μάθουμε λίγα αγγλικά, αν δεν το κάνει από άγνοια (συγγνωστή ή ασύγγνωστη), είναι απλώς απατεώνας. Αυτά.
Νίκος Σαραντάκος