Μερικές επισημάνσεις εν είδει… άτυπου οδηγού προς ναυτιλλομένους στο οικονομιδικό σύμπαν της νέας ταινίας του, που προβάλλεται και αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες.
1. ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ Μετά την οικονομική, πανδημική, πολιτική και κοινωνική κρίση, τη λούπα γιγαντιαίων κρίσεων που έζησε δηλαδή η Ελλάδα των τελευταίων χρόνων για να ‘ρθουν κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω, ο Γιάννης Οικονομίδης, πέντε χρόνια μετά τη μαύρη κωμωδία της «Μπαλάντας της Τρύπιας Καρδιάς», έφτασε για να αποτυπώσει πρώτος μ’ ένα καθόλα οικονομιδικό δράμα την ηχηρή και ανεπιστρεπτί κατάρρευση της μεσαίας τάξης στη χώρα – όποια κι αν ήταν κι όσο αμφιλεγόμενη, πολυμορφική και άνιση κι αν υπήρξε αυτή η «μεσαία τάξη». Εδώ φυσικά οι εκπρόσωποί της δεν αφήνονται άμοιροι ευθυνών. Αντίθετα αποτυπώνεται ξεκάθαρα τι συνέβη σε όσους στα ‘80ς καβάλησαν το κύμα της «δανεικής» ευημερίας και διήγαν βίον… ανθόσπαρτον στα σκυλάδικα, στα πολυτελή ρετιρέ των αριστοκρατικών συνοικιών, στις φιλόδοξες και ημινόμιμες «μπίζνες», στα βραδινά ουίσκια και στις διαδρομές, τέρμα γκάζι, με τα πανάκριβα αυτοκίνητα.
2. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Η οικονομική και κοινωνική αποσάθρωση δεν μπορεί παρά να αποτυπώνεται στους οικογενειακούς δεσμούς. Ευκαιρία για τον Οικονομίδη να επιστρέψει με άλλους όρους σ’ ένα από τα θέματα που καθόρισαν το σινεμά του εξ αρχής όταν από το «Σπιρτόκουτο» κι εφεξής σταθερά ξέσκιζε το προσωπείο της «αγίας ελληνικής οικογένειας»: βία, σχέσεις εξουσίας, υποκρισία, ψέματα, καταπίεση, συμφέρον, αντί για την ευτυχισμένη οικογενειακή φωτογραφία στο σαλόνι.
3. ΧΡΕΗ Δεν νομίζω ότι υπάρχει ενήλικος Ελληνας θεατής που να μην αναγνωρίζει στο μοτίβο των χρεών έτσι όπως συντρίβουν τον κεντρικό ήρωα «Θωμά Αλεξόπουλο» τον εαυτό του και να μην ταυτίζεται με την αγωνιώδη προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Μπορεί βέβαια για εμάς οι προειδοποιήσεις που ανεβάζουν τους παλμούς μας να μην προέρχονται από τις μαφιόζικες τακτικές κάποιου αδίστακτου τοκογλύφου (γεια σου εκπληκτικέ Γιάννη Αναστασάκη!), αλλά από τα δικηγορικά γραφεία και τις απρόσωπες εταιρείες που αγόρασαν τα χρέη ή ανέλαβαν να ειδοποιούν όσο πιο επίμονα και ενοχλητικά γίνεται εκ μέρους της τράπεζας, της Εφορίας, των ΔΕΚΟ, των δόσεων, των ληγμένων γραμματίων. Τον «ηλεκτρισμό» πάντως που διαπερνά εφιαλτικά το σώμα τη στιγμή της επικοινωνίας με την απρόσωπη φωνή που σε προειδοποιεί για τις επιπτώσεις της απλήρωτης δόσης τον βλέπουμε ακόμα στον ύπνο μας, όχι μόνο στο σινεμά του Οικονομίδη.
4. ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΙΣΜΠΙΚΗΣ Ναι, στον ρόλο του Θωμά Αλεξόπουλου ο Μπισμπίκης είναι στα γνώριμά του νερά του νεοελληνικού αρσενικού στερεότυπου (macho τύπος, φυγόπονος, καταφερτζής, αλιτήριος, νυχτόβιος, γυναικάς, τσαντίλας), αλλά εδώ υπερβαίνει ερμηνευτικά εαυτόν στα βλέμματα και στις ανάσες. Στα βλέμματα γιατί αυτός ο πάντα (και στα σίριαλ) «πολύ άντρας» κατορθώνει ν’ αποτυπώσει την σχεδόν παιδιάστικη έκπληξη, την απόγνωση, το κενό και τον γκρεμό. Στις ανάσες που τις ακούς σε όλη την ταινία, όταν γρηγορεύουν, όταν βαραίνουν, όταν κόβονται. Ο Μπισμπίκης κάνει με δυο λόγια μεγάλη ερμηνεία.
5. ΜΠΕΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ Δεν μπορώ να μην υποκλιθώ στη μεγάλη ηθοποιό που υπήρξε ανέκαθεν και μια κομψή, ωραία γυναίκα, όταν εδώ δέχεται να θραύσει τη γυναικεία της ματαιοδοξία για να υποδυθεί την ώριμη ερωμένη του ήρωα σε μια σχέση ξεκάθαρα συμφεροντολογική εκ μέρους του. Εξαρτημένη από τον Θωμά και τη σεξουαλική τους σχέση η ηρωίδα της σχεδόν γνωρίζει πως αυτό είναι το deal: εκείνος θα την επισκέπτεται τακτικά και εκείνη θα πληρώνει. Μια σπουδαία ερμηνεία στην πρώτη συμμετοχή της σπουδαίας Αρβανίτη στο οικονομιδικό σύμπαν που επιβάλλει τσαλάκωμα, δεν χαρίζεται σε κανέναν και το ξέρεις εκ των προτέρων. «Η Μπέτυ Αρβανίτη δίνει μία από τις πιο γενναίες γυναικείες ερμηνείες που είδατε στο ελληνικό σινεμά τα τελευταία δε-ξερω-και-γω-πόσα χρόνια» έγραψε ο Ακης Καπράνος. Αυτό.
6. ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΚΑΣΤ Πρέπει ν αγαπάς πολύ τον σκηνοθέτη και να του έχεις τεράστια εμπιστοσύνη ώστε να δέχεσαι κοτζαμάν ηθοποιός να κάνεις τρίλεπτα περάσματα με 3-4 ατάκες. Το έκαναν όλοι που έχουμε ταυτίσει με το σινεμά του (Μαρία Κεχαγιόγλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Γιάννης Αναστασάκης κ.λπ.), γνωρίζοντας ότι το μεγάλο στοίχημα κάθε φορά είναι η μία σκηνή (στην οποία η Κεχαγιόγλου π.χ. κάνει εδώ μια τρίλεπτη «οσκαρική» ερμηνεία ως εκτός εαυτού σύζυγος). Το έκαναν όσοι ξέρουν τον Οικονομίδη ακόμα κι από το θέατρο (Ιωάννα Κολλιοπούλου, Γιάννης Νιάρρος) ή είναι ιδιοσυγκρασιακοί ηθοποιοί του ενστίκτου (Κλέλια Ρένεση) και καταξιωμένοι ερμηνευτές (Μπέτυ Αρβανίτη). Φυσικά το έκαναν και οι ερασιτέχνες – μη ερασιτέχνες μετά την καθοδήγηση του σκηνοθέτη: η μηχανολόγος Σοφία Κουνιά, που τη μάθαμε ως «Αλίκη» στην «Μπαλάντα», δίνει ρέστα και εδώ ως ιδιοκτήτρια καντίνας – και όχι μόνο. Τον Αλέκο Πάγκαλο επίσης τον ξέρουμε ως βετεράνο στο σινεμά του Οικονομίδη. Αλλά έχουμε και new entries: τον πολιτικό μηχανικό -και πατέρα της Ιωάννας Κολλιοπούλου- Γιώργο Κολλιόπουλο στον ρόλο του πατέρα τού «Θωμά», τον Δαυίδ Σταμούλο, αλλά και τον Σταύρο Μπένο – μας έλειψε όμως ο Πέτρος Ζερβός! Στην παζολινική σχολή αξιοποίησης ερασιτεχνών τόσο εύστοχα που να ξεπερνούν τους επαγγελματίες, ο Οικονομίδης έχει κερδίσει το δικό του know-how. Αρκεί να ξέρεις ότι θα λιώσεις σε πρόβες εβδομάδων για να πεις ακόμα και μία ατάκα. Αλλά θα την πεις τέλεια.
7. Η ΓΛΩΣΣΑ Με τα χρόνια ο «εμετός» από βία σε λέξεις, ο κενός λόγος που ήταν στην ουσία αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί από βρισιές κι όχι εργαλείο επικοινωνίας, ό,τι δηλαδή καταγράψαμε ως «οικονομιδική γλώσσα» μοιράστηκε τον κινηματογραφικό χρόνο με τη φορτισμένη σιωπή (με αποκορύφωμα τον «Μαχαιροβγάλτη» και το «Μικρό Ψάρι»). Εδώ ο χρόνος μοιράζεται σε απεγνωσμένες σιωπές και επιθετικές εκρήξεις, διατηρώντας κοινό αυτό που ήταν εξ αρχής το μήνυμα: οι λέξεις στις ιστορίες του Οικονομίδη δεν έχουν σημασία, δεν είναι αίσθημα, δεν έχουν εσωτερίκευση, εξωτερικεύουν κυρίως επιθετικότητα και ποτέ επικοινωνία.
8. ΤΟ ΡΕΠΕΡΑΖ Οι χώροι του Οικονομίδη είναι κατά κανόνα όλη του η ταινία και μπούσουλας για ό,τι συμβαίνει. Από το μικροαστικό διαμέρισμα του Κορυδαλλού φτάσαμε εδώ στα (χρεωμένα) νεόπλουτα ρετιρέ και στις μεζονέτες των νότιων προαστίων. Από τα κωλόμπαρα και τα σκυλάδικα στα φαντεζί μπαρ. Από τις συνοικιακές καφετέριες, τις επαρχιακές βιοτεχνίες και τις υποφωτισμένες κάβες, στα μαγαζιά-υπερπαραγωγές με είδη υγιεινής στη Βουλιαγμένης. Οι δρόμοι που δεν οδηγούν πουθενά μένουν όμως ίδιοι.
9. «ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ»; Γλώσσα, σκληρός ρεαλισμός, λούμπεν που μπορεί ν’ αράζει στην καντίνα ή στο μπαλκόνι του ρετιρέ, μετωπικές, απόλυτα αφτιασίδωτες ερμηνείες, λεκτική βία, ψυχικό έρεβος, αδιέξοδα.
Αυτό που έφερε ορμητικά ο Οικονομίδης και οι συνεργάτες του -όπως κατεξοχήν ο Βαγγέλης Μουρίκης- στο σινεμά δημιούργησε και εκεί τάση τα χρόνια μετά το «Σπιρτόκουτο», αλλά -ύστερα από το θεατρικό «Στέλλα Κοιμήσου»- και στο θέατρο. Εκεί την τελευταία δεκαετία έχει έρθει με φόρα μια ταλαντούχα γενιά να παίξει με τον σκληρό ρεαλισμό, να τονίσει το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο, την ταξικότητα, τις ωμές κοινωνικές συνθήκες.
Οι Γιώργος Παλούμπης, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος είναι κατεξοχήν τέτοιες περιπτώσεις που φέρουν -λέμε αυθαιρετώντας- στοιχεία αυτής της άτυπης «σχολής», η οποία όχι τυχαία επιστρατεύει συχνά και ηθοποιούς ταυτισμένους με τον Οικονομίδη – βλέπε Σταθη Σταμουλακάτο.
10. ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ Πάντα ο Οικονομίδης, πέρα από τις δικές του κοινωνικοπολιτικές, ταξικές, ιδεολογικές και καλλιτεχνικές δημιουργικές εμμονές, είχε αναφορές και επιρροές από αλλού.
Ισως απ’ όλες του τις ταινίες -με εξαίρεση το «Μικρό Ψάρι»- αυτή εδώ, η «Σπασμένη Φλέβα», να έχει και τις περισσότερες αναφορές στο αρχαίο δράμα. Ο Θωμάς τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματ’ έχει διαπράξει ύβρη. Ακολουθούν η άτη, η νέμεσις, η τίσις. Αλλά, όπως ξέρουμε κι από τις άλλες ταινίες του σκηνοθέτη (αλλά κι από τη ζωή μας), η κάθαρση δεν επέρχεται.