Κάθε απολογισμός φέρει εγγενώς ένα βαθιά αισιόδοξο στοιχείο: Τη βεβαιότητα ότι μπορείς να βελτιωθείς και να διορθώσεις τα λάθη σου. Και αυτό δεν ισχύει μόνο σε ατομικό επίπεδο. Ισχύει και για τη συλλογική μας προσπάθεια. Κάνοντας λοιπόν τον απολογισμό της κυβερνητικής εμπειρίας 2015-2019, σκέφτομαι ότι το χειρότερο θα ήταν να χάναμε στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 θεωρώντας ότι το προηγούμενο διάστημα τα είχαμε κάνει όλα μια χαρά. Αυτό θα ήταν όντως πρόβλημα.
Για να μπορέσουμε να συζητήσουμε σε βάθος πρέπει να ξεκινήσουμε από μια βασική εκτίμηση.
Ακόμα και τώρα πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να έχει κερδίσει τις εκλογές του 2019. Μπορούσε, παρά την ήττα του καλοκαιριού του 2015, της αναγκαστικής εφαρμογής του Μνημονίου, και τον συστηματικό, και συχνά ανέντιμο, πόλεμο των ΜΜΕ και των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων. Θα μπορούσε, αν είχαμε κάνει περισσότερα και πιο θαρραλέα βήματα, αν ήμασταν πιο ριζοσπαστικοί και πρακτικοί, αν μιλούσαμε θετικά για το μέλλον.
Αυτά τα στοιχεία μάς έλειψαν. Ας σταθώ σε κάτι που είναι εύκολα αντιληπτό. Αν παρατηρούσε κάποιος τον προεκλογικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι που μας πέρασε, θα έβλεπε ότι το βάρος έπεφτε στους λόγους για τους οποίους οφείλουμε να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο εκλογής μιας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Το τι θα σήμαινε μια νέα κυβέρνηση της Αριστεράς, ποιες θα ήταν οι κοινωνικές αλλαγές που θα έφερνε, πώς θα βελτίωνε την κατάσταση της κοινωνικής πλειοψηφίας, καταλάμβανε λιγότερο χώρο στον δημόσιο λόγο μας. Και αυτό ήταν λάθος μας. Λάθος μας διότι δεν καταφέραμε να εμπνεύσουμε την αίσθηση ότι αν την περίοδο 2015-2019 είχαμε καταφέρει πολλά, είχαμε τη διάθεση και το πρόγραμμα να κάνουμε περισσότερα από την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών. Όπως το επιχείρημα «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ» και «με ΣΥΡΙΖΑ σίγουρη η καταστροφή» που χρησιμοποιούσε το παλιό πολιτικό σύστημα εναντίον μας στα χρόνια της κρίσης δεν δούλεψε, έτσι δεν δούλεψε η στρατηγική εκείνη που εστίασε στα αρνητικά μιας νέας διακυβέρνησης της Ν.Δ.
Το παραπάνω σύμπτωμα αναδεικνύει κάτι ευρύτερο: φαινόταν σαν να έχουμε χάσει τη δυνατότητα να θέτουμε εμείς τα πολιτικά ερωτήματα, δηλαδή να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Δεύτερο σύμπτωμα είναι ότι πολλές φορές ο δημόσιος λόγος μας παρέπεμπε στην εικόνα ενός καλού και επαρκούς τεχνοκράτη από τον οποίο απουσιάζει ο πολιτικός οραματισμός. Απουσίαζε η δυνατότητα να συνδυάζουμε κυβερνητικές επιτυχίες με μια συνολικότερη στρατηγική για τα κοινωνικά στρώματα που επιδιώκαμε να εκπροσωπήσουμε. Χρησιμοποιούσαμε εύκολα την αναφορά στο ποσό των 37 δισ. ως ένα παράδειγμα διαχειριστικής επάρκειας και όχι ως μια ασπίδα δημοκρατίας που μας έδινε μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας απέναντι στις πιέσεις ΔΝΤ – Ε.Ε. -ΕΚΤ. Πλησιάζοντας προς τις εκλογές αδυνατούσαμε να παρουσιάσουμε τα δημοσιονομικά μας επιτεύγματα ως παρακαταθήκες για ρήξεις και μεταβολές προς όφελος των πολλών, για να υλοποιήσουμε κοινωνικές πολιτικές που ο προηγούμενος συσχετισμός δύναμης δεν μας επέτρεπε π.χ. ουσιαστικά μέτρα για τη στήριξη της πρώτης κατοικίας.
Το να μιλήσουμε ξανά για στρατηγική και για όραμα σημαίνει ότι χρειάζεται να επιχειρήσουμε μια ιδεολογική αναπλαισίωση των κυβερνητικών πεπραγμένων της περιόδου 2015-2019, που πιστεύουμε ότι χρήζουν υπεράσπισης. Χαρακτηριστικά, το γεγονός ότι στην Υγεία, την ίδια στιγμή που θεσμοθετήσαμε δωρεάν πρόσβαση στους ανασφάλιστους, καταφέραμε να κρατήσουμε όρθιο το σύστημα και να βελτιώσουμε την οικονομική κατάσταση των νοσοκομείων σίγουρα αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα συνδυασμού οικονομικής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Ήμασταν και επαρκείς διαχειριστικά και επαρκείς -με τα δικά μας κριτήρια- πολιτικά. Και αποδείξαμε κάτι βασικό: ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να διασφαλίσει την πρόσβαση στην Υγεία ακόμα και σε μια χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Πολλές φορές η κυβερνητική μας πρακτική έδειχνε να υποτιμά τη μεταβλητή του πολιτικού χρόνου. Κυβερνούσαμε όχι με την αίσθηση της έκτακτης ανάγκης αλλά με τον ορίζοντα μιας οκταετίας. Αυτό μας στέρησε από γρήγορες και αποτελεσματικές πρωτοβουλίες σε μια σειρά από μέτωπα. Ίσως ένα από τα πιο κρίσιμα ήταν αυτό της δημόσιας διοίκησης και της επαφής του πολίτη με αυτήν. Δεν καταφέραμε να ακυρώσουμε κυκλώματα που είτε συνειδητά είτε με όρους αδράνειας λειτουργούσαν εχθρικά προς κάθε θετική μεταβολή.
Εκεί χάσαμε τη δυνατότητά μας να παρέμβουμε αποφασιστικά σε μια σειρά από μικρά και καθημερινά προβλήματα. Μικρά μπροστά στο μεγάλο της διαπραγμάτευσης, των αξιολογήσεων και του χρέους. Το άθροισμα αυτών των μικρών όμως μπορούσε να δημιουργήσει διαφορετικό κλίμα. Να το πούμε διαφορετικά, υπάρχει πολύς κόσμος που καλοπροαίρετα μπορούσε να κατανοήσει τους ευρωπαϊκούς συσχετισμούς και τα όρια της διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου. Δεν ήταν όμως διατεθειμένος να δεχτεί και να δικαιολογήσει μικρές ή μεγαλύτερες αστοχίες σε ζητήματα “καθημερινότητας”.
Να δώσουμε ξανά τη μάχη των ιδεών
Η ελληνική κοινωνία, έχοντας περάσει από τις μυλόπετρες της κρίσης, ήθελε κάτι περισσότερο από εμάς: να εμπνεύσουμε. Ζούμε σε μια εποχή που οι ιδεολογίες επιστρέφουν. Σε αυτή τη διαδικασία δεν μπορούν να υπάρξουν κενά. Αν η Αριστερά υποχωρήσει από αυτή τη μάχη, τότε ο χώρος θα καλυφθεί από τον αντίπαλο. Και αυτό συμβαίνει σε όλον τον πλανήτη, από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ έως την Ασία και τη Νότια Αμερική.
Η σιωπή μας π.χ. για το πρώτο εξάμηνο του 2015 και η αδυναμία ύπαρξης ενός απολογισμού που θα μετατραπεί σε γραμμή μάχης απέναντι στα ψέματα και τη λάσπη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της εγκατάλειψης ενός χώρου τον οποίο οι συντηρητικές δυνάμεις και θεωρήσεις έσπευσαν να εκμεταλλευτούν.
Η αδυναμία μας να θέτουμε εμείς τους όρους της δημόσιας συζήτησης και να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων συνδεόταν άμεσα με την υποτίμηση του κοινωνικού πεδίου. Η αδυναμία μας να μιλήσουμε στρατηγικά και να συνδέσουμε το κυβερνητικό έργο με ένα θετικό όραμα για την επόμενη μέρα συνδεόταν με την υποτίμηση του πεδίου των ιδεών. Εδώ χρειάζεται να μην ξεχνάμε ότι οι όροι με τους οποίους προσπαθεί να ασκήσει πολιτική η Αριστερά σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι με αυτούς μιας δύναμης του παλιού πολιτικού συστήματος. Το να χρησιμοποιήσουμε τα δικά τους εργαλεία και τη δική τους μεθοδολογία παρέμβασης θα ήταν ήδη μια πολύ σημαντική νίκη των αντιπάλων μας. Θα είχανε καταφέρει αυτό που εξ αρχής ήθελαν: να γίνουμε σαν αυτούς.
Η υποτίμηση του κοινωνικού και της μάχης των ιδεών συνθέτει ένα βαθύτερο πρόβλημα από το απλό “η κυβέρνηση δεν άκουγε το κόμμα”. Πολλές φορές και η ίδια η κομματική λειτουργία θεωρούσε ότι όλα θα κριθούν στο επίπεδο της κυβερνητικής διαχείρισης. Επίσης, παρά την αλήθεια που φέρει σε έναν βαθμό η παρατήρηση για την υποτίμηση του κόμματος από την κυβέρνηση, αδυνατεί να απαντήσει σε μια σειρά από ελλείψεις. Υπήρξαν δηλαδή πολλές περιπτώσεις που στα ερωτήματα που αντιμετωπίσαμε το κόμμα δεν μπορούσε να απαντήσει, γιατί δεν είχαμε αυτή την προετοιμασία. Επίσης γιατί πολλές φορές ο τρόπος που λειτουργούσαμε δεν επέτρεπε στο κόμμα να ακούσει την κοινωνία. Να έχει δηλαδή την πρωτοβουλία και τη δημιουργικότητα να συγκροτήσει σε πρακτική πολιτική πρόταση μια σειρά από θετικά κοινωνικά αιτήματα.
Τα παραπάνω προφανώς αποκρυσταλλώνονται και στα μεγάλα οργανωτικά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε σε σχέση τόσο με τη συγκρότηση και τη λειτουργία όσο και με την κοινωνική μας παρέμβαση. Ισχυρίζομαι όμως ότι θα πρέπει να κατανοήσουμε τις οργανωτικές μας αδυναμίες με πολιτικούς όρους.
Ο απολογισμός ως εργαλείο για μια νέα πολιτική νίκη
Όλα τα παραπάνω ούτε θέλουν ούτε μπορούν να αναιρέσουν το κεντρικό πολιτικό συμπέρασμα. Ότι μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες η Αριστερά κατάφερε να κυβερνήσει, να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση και να αφήσει ένα θετικό κοινωνικό αποτύπωμα, που τα όριά του εκτείνονται πέραν των ελληνικών συνόρων. Σε μια σειρά από κρίσιμα πεδία ο συνδυασμός κοινωνικής πολιτικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας μας δίνει κάθε δικαίωμα να είμαστε περήφανοι για τη δουλειά που κάναμε. Ακριβώς γι’ αυτό οφείλουμε στον εαυτό μας και στον κόσμο που μας στήριξε έναν ειλικρινή απολογισμό. Το χρειαζόμαστε γιατί είναι η αφετηρία για να κινητοποιήσουμε όλους αυτούς που από τον ΣΥΡΙΖΑ περίμεναν και περιμένουν περισσότερα.
Υπό αυτό το πρίσμα, η διαδικασία απολογισμού χρειάζεται να γίνει στο πλαίσιο ενός πολύ συγκεκριμένου πολιτικού στόχου: ότι η Αριστερά οφείλει να γίνει ξανά κυβέρνηση, όχι ως αυτοσκοπό, αλλά για να μπορέσει να προχωρήσει σε βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές υπέρ του κόσμου της εργασίας και της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Αυτή η διαδικασία ούτε εύκολη ούτε γραμμική θα είναι. Το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πιστέψουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κανονικοποιημένη δικομματική συνθήκη και απλώς χρειάζεται να περιμένουμε την κυβερνητική εναλλαγή. Να ακούσουμε τις “σειρήνες” που ζητάνε από τον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ένα “κανονικό” κόμμα. Ένα τέτοιο κόμμα δεν θα είχε το θάρρος να προχωρήσει στη Συμφωνία των Πρεσπών, να νομοθετήσει για την ιθαγένεια των παιδιών δεύτερης γενιάς, για τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών, να καταργήσει τον υποκατώτο μισθό και να προχωρήσει σε αύξηση 11% του κατώτατου. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα “κανονικό” κόμμα, τα σχεδόν δύο εκατομμύρια ανασφάλιστοι θα συνέχιζαν να είναι αποκλεισμένοι από το Δημόσιο Σύστημα Υγείας, γιατί αυτό επέβαλλε η “κανονικότητα”.
Το μεγάλο στοίχημα λοιπόν σήμερα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ένα κόμμα μη-κανονικό, με τους όρους του παλιού πολιτικού συστήματος που χρεοκόπησε τη χώρα. Ένα κόμμα που δεν φοβάται την πολιτική μοναξιά όταν αυτή επιβάλλεται από τη συγκυρία. Ένα κόμμα που θα μπορεί να εκφράζει ένα ευρύ δημοκρατικό/ριζοσπαστικό ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία και την ίδια στιγμή να δημιουργεί πλειοψηφίες και να ανοίγει δρόμους εκεί που σήμερα δεν υπάρχουν.
Ένα κόμμα, τέλος, που δεν φοβάται να ακούει και να μαθαίνει από τη συλλογική επινοητικότητα των πολλών, των “αόρατων”, των κοινωνικών αγώνων. Θα αμφισβητεί δηλαδή καθημερινά, μέσα από την πρακτική του, την αντίληψη ότι η πολιτική είναι δουλειά των λίγων και των ειδικών. Άρα ένα κόμμα με παρέμβαση στο σύνολο των κοινωνικών χώρων, που η ιδιότητα του μέλους αποτελεί τιμή και φέρει μαζί της υποχρεώσεις και δικαιώματα. Ένα κόμμα, τέλος, που υπηρετεί το συλλογικό αίτημα για ουσιαστική κοινωνική αλλαγή υπέρ του κόσμου της εργασίας και της κοινωνικής πλειοψηφίας και άρα παραμένει στη σωστή μεριά της Ιστορίας.
Ο Νάσος Ηλιόπουλος είναι μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, επικεφαλής της “Ανοιχτής Πόλης”
Πηγή: Η Αυγή