Macro

Να σε λένε Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ

Να ξέρετε: Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ υπήρξε ένας μεγάλος άνθρωπος. Τόσο μεγάλος που δεν της πρέπει αποχαιρετισμός. Τώρα, ακριβώς την στιγμή που της συνέβη ο θάνατος, θα πρέπει όλοι να αρθούμε στο ύψος αυτής της στιγμής. Και να μην αποχαιρετήσουμε, αλλά με σεβασμό και απέραντη αγάπη να πούμε ξανά τα λόγια μιας οδυνηρής ποίησης όπως εκείνη που εγκατέλειψε πίσω της.

Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Ένα παιδί που έσκυβε ξεθάβοντας αγγέλους. Και ύστερα τους έκανε να πετάνε. Ένα παιδί που αναμασούσε τις κλωστές από το όνειρο κι όλο ανέβαινε, όλο ανέβαινε προς τη σιωπή. Τώρα έφτασε στο «εκεί» της σιωπής κι όλο μας αποχαιρετάει. Με το σκυμμένο της κεφάλι γράφοντας έναν κόσμο που τον έβλεπε εκκωφαντικά και διασταλτικά από την έλλειψη: το ελλείπον σώμα. Και με τη λύπη χείμαρρο να πλημμυρίζει το σπίτι, το βάδισμα, τον δρόμο όπου θα συναντήσει τους άλλους. Μέχρι τώρα, από τώρα και ύστερα, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ πήρε τα ποιήματά της, χαμήλωσε κι άλλο τη σιωπή της και βούλιαξε σε όλους τους βυθούς όπου λυπούνται οι λυπημένοι άνθρωποι. Δεν είχε άλλο κόκκινο κραγιόν να βάψει τα χείλη της, δεν είχε άλλη κόκκινη σιωπή να βάψει τον χαμό της: η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.

Με μια λέξη τραυματισμένη να γράφεις μια τεράστια ποίηση. Με μια ποίηση τραυματισμένη να γράφεις το λυπημένο και τεράστιο πρόσωπο του κόσμου. Με μια κραυγάζουσα σιωπή να γράφεις τον λυγμό. Να βυθίζεσαι στον σταυρό. Να φεύγεις. Να χορεύεις τον κόσμο. Όχι σαν θεός. Σαν ένα μεγάλος άνθρωπος που εκποιεί τον θάνατο κουβαλώντας την ανάσταση σαν σταυρό. Ξανά και ξανά. Κάθε μέρα. Κάθε βράδυ. Κάθε στιγμή που οι άλλοι ονειρεύονται προσδοκίες κι εσύ ονειρεύεσαι το ανέφικτο κορμί σου. Έτσι, με τέτοια καρφιά να φτιάχνεις ποίηση. Πάει να πει, με τέτοια καρφιά να σταυρώνεσαι, κι όλο περισσότερο να σε λένε Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ.

Και να σωριάζονται τα ποιήματα το ένα πάνω στο άλλο όπως τα βράδια του χειμώνα πάνω στα καλοκαίρια που πέρασαν στην άκρη του κορμιού. Στην άκρη της ανάστασης. Σε μιαν ελπίδα. Λέξη προς λέξη αυτή η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ έδειξε την ελπίδα. Για όλα. Αυτό το κουράγιο για όλα, που κάνει τον Γολγοθά αίτημα λυγρής φιλοσοφίας και ποίημα σιωπής μέσα σε ποίημα που θέλει να σιωπήσει κι άλλοτε το καταφέρνει, άλλοτε όχι.

Δεν το καταφέρνει πάντοτε αυτό το ποίημα η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Της ξέφευγε ο πόνος και γινόταν έρωτας. Της ξέφευγε το βήμα και γινότανε χορός. Της ξέφευγε το μέτρο και γινότανε ελευθερία. Ένα μεγάλο ποίημα της σιωπής κι ακόμα ένα που περιμένει στο σκοτάδι ήταν η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Ένα μεγάλο υπομονετικό ποίημα της πλησμονής σ’ ένα σκοτάδι που μονάχα εκείνη ήξερε. Και το ήξερε τόσο καλά ώστε μπορούσε να το φανταστεί ακόμα περισσότερο. Πέρα από τον θάνατο.

Να το γράψει δηλαδή. Θέλει κουράγιο και βαθύτατη ανθρωπιά για να το κάνεις. Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ το έκανε: έσπασε τον εαυτό της για να μπορέσει να βρει τις λέξεις της. Έσπασε τον εαυτό της για να μπορέσει να βρει το ποίημα. Έσπασε ακόμα και τη γενναιότητα της εγκατάλειψης, με το βαρύ σφυρί της ποίησης. Αμόνι και δάκρυ. Χάλυβας και χαμόγελο. Χορός και εικόνισμα. Εξάρθρωση και λόγος. Συμπληγάδες και Ερινύες. Α, ναι. Από πολλές Συμπληγάδες πέρασε η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ ώσπου να φύγει. Χρόνια και χρόνια χαμηλώνοντας τις λέξεις, χρόνια και χρόνια χαμηλώνοντας τη σιωπή μέσα στα ζήτω των άλλων. Αυτή τη χοάνη που καταπίνει τους ποιητές. Και τους ξεβράζει σε ασήμαντες ημερομηνίες. Σε μια σιωπή ασήμαντη. Αυτό είναι το θηρίο: Η ασήμαντη σιωπή. Λες και δεν έγινε τίποτα που πέθανε η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ που τίμησε τη σιωπή, τον έρωτα, τον θάνατο, το πολεμικό κορμί, το άλλο βλέμμα, τον παλμό, την υστέρηση που λέγεται στυγνότητα όταν το δάκρυ καθυστερεί για λίγα δευτερόλεπτα κι ο κόσμος για αιώνες.

Γι’ αυτό θα πω πως είναι μεγάλο πράγμα να έχεις υπάρξει η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ. Γιατί μαζί σου, για όλα αυτά, υπήρξαμε κι εμείς.

Δεν γίνεται λοιπόν να σε αφήσουμε από τα χέρια μας, να πούμε ότι πέθανες και να τελειώσει έτσι η κατάσταση. Δεν γίνεται να σε αφήσουμε να μας αφήσεις. Συνεχίζουμε. Θα γράψουμε τα ποιήματα που δεν πρόλαβες να γράψεις.

Αύριο πάλι, Κατερίνα. Αύριο, στον αιώνα τον άπαντα.

Κώστας Καναβούρης

Πηγή: Η Αυγή