Macro

Να το πάμε αλλιώς

Η κυριαρχία διαμέσου θεσμών εξουσίας που αλληλοδιαπλέκονται και ανταγωνίζονται για την ηγεμονία αντιπροσωπεύοντας (ή προσπαθώντας να το κάνουν) δοσμένα συμφέροντα μερίδων ή συμμαχιών της αστικής τάξης (που εξίσου διαπλέκονται και ανταγωνίζονται) είναι περίπου ό,τι πρόχειρα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αστικό κράτος αυτήν τη στιγμή.

Αυτή η διαδικασία δεν είναι στατική, καθώς οι ταξικοί συσχετισμοί και ο βαθμός οργάνωσης και παρέμβασής των τάξεων πάλλεται διαμορφώνοντας συνθήκες είτε πιο προοδευτικές, είτε πιο συντηρητικές. Οι συγκρούσεις, μικρές και μεγάλες, δεν θα εξαλειφθούν όσο υπάρχουν κυρίαρχες και κυριαρχούμενες τάξεις. Και ταυτόχρονα, η συγκρότηση του κράτους από μηχανισμούς ορατούς αλλά και όχι και τόσο ορατούς ορίζει την καθημερινότητα αλλά και τη συνέχεια των σχέσεων κυριαρχίας μέσα στη κοινωνία, με τους όρους κυρίως των από πάνω.

Παράλληλα, το ιστορικό βάρος δεδομένων πτυχών της πολιτικής κουλτούρας, οι κύριες πολιτικές διαιρετικές τομές και ο διεθνής επικαθορισμός, με τους δικούς του κάθε φορά συσχετισμούς, συγκροτούν την εικόνα του κράτους στην ολότητά του, χωρίς να εξαντλούν τη μεγάλη συζήτηση για το τι είναι εξουσία.

Αν στην δύσκολη παραπάνω εξίσωση αποκαλυφθούν α) οι άγνωστοι παράγοντες, β) το βάθος της σημασίας τους, δηλαδή η πολυπλοκότητα της σύνθεσης του κράτους και άρα η αποφυγή ερμηνειών με αυτονόητα σχήματα κι εύκολες αναλύσεις,  γ) οι σχέσεις μεταξύ των κόμβων του από τα υποκείμενα που τους αντιπαρατίθενται ή έστω τις αυτοχρισμένες πρωτοπορίες τους,  τότε υπάρχει η δυνατότητα να διαμορφωθούν αντιληπτικά σχήματα που θα δημιουργήσουν δράση με προθέσεις και σχέδιο, με εναλλακτικές λύσεις που θα τεθούν σε εφαρμογή και συν τω χρόνω θα βελτιωθούν.

Ο  τρόπος με τον οποίο παράχθηκε η ριζοσπαστική πολιτική από τα τέλη του 20ού αιώνα έως περίπου την πρώτη δεκαετία του 21ου έδειξε τα όριά του, μιας και δεν έλαβε υπόψη πολλά από τα παραπάνω, παρόλο που ανασύνθεσε οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά τον προοδευτικό χώρο, με λίγα θετικά αποτελέσματα. Η μεγάλη εικόνα, που περιλαμβάνει όχι μόνο αυτά που αναφέραμε αλλά και τις χρονικές και χωρικές επικαλύψεις των συγκρουσιακών, εκλογικών και οικονομικών κύκλων, δεν μπορεί να αφορά ερμηνείες είτε απλουστευτικές, είτε γενικευτικές.

Όσο η εκμεταλλευτική συνθήκη αλλάζει μάσκες, παρά την κρίση του τελευταίου της υποδείγματος, πάρα τη διαχρονική πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους της, παρά την προελαύνουσα τεχνολογική επανάσταση, άλλο τόσο οι αντίπαλοι της χρειάζεται να εξελίσσονται. Οι ρυθμοί μάλιστα της δικής τους εξέλιξης είναι καίριας σημασίας: αν δεν μπορούν να είναι αυξημένοι σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναπληρώνουν την ισχνότητα των πόρων σε σχέση με τον αντίπαλο, τότε δεν θα μπορέσουν να τον νικήσουν για πολλά χρόνια ακόμα, παρόλο που καθίσταται τόσο επιτακτικό όσο η επιβίωση του πλανήτη μας που απειλείται.

Αντιθέτως όμως, τόσο οι πρακτικές όσο και οι εννοιολογήσεις απέχουν πολύ από την παραπάνω αναγκαία συνειδητοποίηση, και είναι λογικό ως ενός σημείου. Συνήθως η παραδοσιακή μεθοδολογία ηγεμονεύει στον τρόπο που εξυφαίνονται τα λόγια και οι πράξεις και σχεδόν πάντα επί ποινή αποκλεισμού από την κοινότητα των μυημένων για εκείνους και εκείνες που επιλέγουν να βγούν από το καλούπι της παράδοσης. Παράδοση που τόσα θαυμαστά έχει κάνει, αλλά η ήττα είναι συνήθως γραμμένη με μεγάλα γράμματα στο τέλος κάθε κοινωνικού «επεισοδίου». Η συνήθεια, ο τρόπος που μάθαμε να κάνουμε τα πράγματα, είναι και ο σίγουρος δρόμος της ήττας, παρά το ότι μπορεί να αποδίδει μετρήσεις αποτελεσματικότητας που συνήθως αφορούν την ηθική ικανοποίηση, την καθαρή καταγραφή ή τη συγκρουσιακή εικονοποίηση της έκφρασης ή –αραιά και πού –την εγγραφή της πάλης στο θεσμικό επίπεδο, χωρίς συνήθως να εξασφαλίζεται ωστόσο η αναπαραγωγή της.

Οι εσωτερικές δυνάμεις των κινημάτων, που με θάρρος όσο και κόστος μπόλιασαν μερίδες του πληθυσμού έως περίπου το 2014, ήταν μια φάση που συνέβη και δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί. Και το προβληματικό δεν είναι αυτό, διότι θα ήταν φάρσα. Το ζήτημα είναι ότι η επικρατούσα νηνεμία δεν έδωσε χώρο στον πολιτικό  αναστοχασμό, την ουσιώδη αυτοκριτική και την αναζήτηση νέων εκφράσεων αντιπολίτευσης. Ο άνεμος απογοήτευσης του 2015 παρέσυρε και τον κινηματικό χώρο. Η διαχείριση ματαιώσεων και διαψεύσεων έκανε επιτακτική την ανάγκη ακόμη μεγαλύτερης περιχαράκωσης, πρακτική που εφαρμόζεται συχνά, όχι με δόλια κίνητρα, αλλά με αρνητικά αποτελέσματα

Με δεδομένη τη σκληρότητα που ακολουθεί τις διαφωνίες και τις διασπάσεις στην Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα, ήταν αναμενόμενη η ένταση στις σχέσεις. Ο έξαλλος κανιβαλισμός βέβαια που ενέσκηψε τα τελευταία χρόνια και μάλιστα υποστηριζόμενος από αρκετούς/ες  δεν είναι και δεν ήταν ποτέ στην κουλτούρα της από δω Αριστεράς, όπως δεν ήταν ποτέ δικές μας πρακτικές οι αποκλεισμοί και η δημιουργία υγιεινομικής ζώνης απέναντι σε «προδότες», «συμβιβασμένους» και άλλους πολλούς τέτοιους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς που χαίρονται να γράφουν διάφορα φαντάσματα των κοινωνικών δικτύων.

Πλέον, οι συζητήσεις ατροφούν σε κουρασμένους δυϊσμούς όταν δεν κλιμακώνονται γρήγορα σε ηθικολογίες ή/και ύβρεις. Η ανάγκη για μια διαφορετική πολιτική εκφραστικότητα σε όλα τα επίπεδα καθίσταται επιτακτική. Φυσικά, αυτό αφορά και ή πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα στο ανώτατό του επίπεδο.

Χρήστος Καραγιαννίδης