Όποιος έχει παρακολουθήσει τα ντιμπέιτ των υποψηφίων δημάρχων ξέρει ότι το ζήτημα της ασφάλειας είναι κυρίαρχο στην ατζέντα. Και συνήθως τίθεται με όρους καταστολής, ο Κ. Μπακογιάννης προτείνει ακόμα και συνεργασία Δημοτικής Αστυνομίας με την ΕΛΑΣ, σχέδιο που βρήκε σθεναρές αντιδράσεις και στα δύο σώματα, όποτε προτάθηκε.
Οι κάτοικοι στις γειτονιές, όμως, ειδικά τις απομακρυσμένες από το κέντρο και ξεχασμένες από τις δημοτικές αρχές των προηγούμενων δεκαετιών, ξέρουν ότι το αίσθημα ανασφάλειας εντείνεται από την παρουσία της Χρυσής Αυγής -ακόμα κι όταν παρουσιάζεται με τον μανδύα των “αγανακτισμένων κατοίκων”- και τον κοινωνικό αυτοματισμό που υποδαυλίζει το σύστημα της Ακροδεξιάς ως δομικό στοιχείο της πολιτικής του επιβίωσης.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε λοιπόν για ασφάλεια, δεν μπορούμε παρά να μιλήσουμε και για κοινωνική ειρήνη. Εδώ έρχεται να παίξει σημαντικό ρόλο ο πολιτισμός και μάλιστα σε δύο άξονες. Ο ένας είναι η απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων των ίδιων των πολιτών, ιδιαίτερα στις γειτονιές που βρίσκονται μακριά από το κέντρο ή τις πολιτιστικές “πιάτσες” της πόλης. Η δημοτική αρχή οφείλει να ενθαρρύνει και να διευκολύνει τέτοιες δράσεις, να τους παρέχει χώρους και υποδομή. Ο άλλος είναι ο εκπαιδευτικός άξονας. Η μεγάλη εκπαιδευτική αξία του πολιτισμού δεν περιορίζεται στο γνωστικό αντικείμενο. Είναι η δέσμευση, η ανάληψη ευθύνης απέναντι στην ομάδα. Μαθαίνεις να σκέφτεσαι τον εαυτό σου ταυτόχρονα ως μονάδα και ως μέρος ενός συνόλου με κοινές επιδιώξεις, η ατομική ταυτότητα υποχωρεί μπροστά στη συλλογική ιδιότητα.
Ο σχεδιασμός μιας πολιτιστικής πολιτικής στοχευμένης στην ενδυνάμωση του κοινωνικού ιστού, των σχέσεων των κατοίκων στο πεδίο που τα εθνολογικά – πολιτισμικά τους στοιχεία τέμνονται, μια πολιτική που προάγει την συμπερίληψη και την αλληλεγγύη, είναι υποχρέωση κάθε δημοτικής αρχής που ενδιαφέρεται για την ίδια την πόλη περισσότερο από τη διοίκησή της. Με δεδομένο ότι το 20% των κατοίκων της Αθήνας είναι μεταναστευτικής καταγωγής, θα περίμενε κανείς η πολυπολιτισμικότητα να έχει απασχολήσει τις προηγούμενες δημοτικές αρχές και ο σχεδιασμός αυτός να είχε, έστω, συζητηθεί. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς το πολιτιστικό απόθεμα της Αθήνας τόσο σε δημόσιους χώρους και εγκαταλελειμμένα κτήρια όσο και σε “θεσμικό” πολιτισμό, δηλαδή τα μουσικά σύνολα του Δήμου, δημοτικές βιβλιοθήκες και δημοτικές πινακοθήκες.
Αυτό δεν έγινε για δύο λόγους. Ο ένας είναι απλή αδιαφορία. Οι κάτοικοι αυτοί δεν είναι ψηφοφόροι. Το ότι δεν μπορούν να ψηφίσουν στις αυτοδιοικητικές εκλογές άνθρωποι που μένουν σε μία γειτονιά για δεκαετίες είναι πρόβλημα για την ίδια τη δημοκρατία, εξηγεί, όμως, το γιατί ήταν “αόρατοι” για τις δημοτικές αρχές τόσο αυτοί όσο και οι γειτονιές τους.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την ίδια τη φιλοσοφία της διακυβέρνησης. Θα περίμενε κανείς ότι μια δημοτική αρχή κάνει έναν σχεδιασμό, εν προκειμένω πολιτιστικό, και χρησιμοποιεί τα χρήματα από τον προϋπολογισμό της για να τον υλοποιήσει. Στην πράξη, όμως, συμβαίνει ακριβώς το ανάποδο. Ο στόχος είναι να μοιραστούν τα χρήματα του προϋπολογισμού και εφευρίσκονται έργα που κάνουν εντύπωση και βοηθούν στη “μοιρασιά”. Ο πολιτισμός είναι προνομιακό πεδίο γι’ αυτή τη λογική, επειδή δεν υπάρχει αντικειμενικότητα ή συγκεκριμένες προδιαγραφές, όπως στην υλοποίηση δημόσιων έργων, που, έστω, τηρούνται κάποια προσχήματα. Να θυμηθούμε τον πρώην πρόεδρο του Οργανισμού Πολιτισμού, Άθλησης και Νεολαίας του Δήμου Χρήστο Τεντόμα (υποψήφιο εκ νέου με τον συνδυασμό του Κ. Μπακογιάννη), ο οποίος παραιτήθηκε υπό το βάρος του σκανδάλου της χριστουγεννιάτικης “ρόδας” που δεν λειτούργησε ποτέ, αλλά και υπέρογκων αμοιβών σε καλλιτέχνες για τις εορταστικές εκδηλώσεις του δήμου.
Η Αθήνα δεν μπορεί πλέον να κινηθεί με μπαλώματα. Πρέπει να την εφεύρουμε ξανά από την αρχή. Με παρεμβάσεις που μπορεί να μην φαίνονται εντυπωσιακές, αλλά λύνουν πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητας των κατοίκων και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής τους.
Η Μαργαρίτα Συγγενιώτου είναι λυρική τραγουδίστρια, συνδικαλίστρια και υποψήφια δημοτική σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων με την “Ανοιχτή Πόλη”
Πηγή: Η Αυγή