Macro

Μπορεί το ελληνικό κράτος να μας προστατέψει από τις SLAPP;

H θωράκιση της έννομης τάξης απέναντι στις SLAPP είναι ταυτόσημη με την υπεράσπιση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, αλλά και γενικότερα του δικαιώματος στη δημόσια διαμαρτυρία. Όσον αφορά διασυνοριακές υποθέσεις, τη θωράκιση αυτή πλέον απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από τα κράτη-μέλη της, βάσει της οδηγίας που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 2024.

Τόσο η ΕΕ, όμως, όσο και το Συμβούλιο της Ευρώπης, έχουν απευθύνει συστάσεις στα κράτη-μέλη τους να υιοθετήσουν αντίστοιχα μέτρα και για υποθέσεις που δεν είναι διασυνοριακές αλλά εκτυλίσσονται στο εσωτερικό τους.

Ανατρέχοντας στα σχετικά κείμενα, το πρόβλημα μοιάζει ευεξήγητο και η αντιμετώπισή του, αν όχι απλή, τουλάχιστον καλά προσδιορισμένη. Τι είναι SLAPP; Το ακρωνύμιο σημαίνει Strategic Lawsuit Against Public Participation ή Στρατηγικές Αγωγές Κατά της Συμμετοχής του Κοινού, δηλαδή καταχρηστικές δικαστικές διαδικασίες, τις οποίες διάφοροι ισχυροί κινούν για να φιμώσουν όσους τους ασκούν κριτική — λόγου χάρη δημοσιογράφους ή οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Και ποια είναι η προτεινόμενη αντιμετώπισή τους; Απλοποιώντας χάριν συντομίας, το σημαντικότερο ίσως μέτρο είναι το να μπορούν τα δικαστήρια να απορρίπτουν τις δικαστικές αυτές διαδικασίες σε πρώιμο στάδιο, ώστε οι δημοσιογράφοι ή οι οργανώσεις να μην υφίστανται ψυχικά και οικονομικά εξοντωτικές δικαστικές διαμάχες.

Είναι όμως πράγματι το πρόβλημα τόσο ευεξήγητο και η αντιμετώπισή του τόσο καλά προσδιορισμένη;

Επουδενί δεν θέλουμε να πούμε ότι η ελληνική πολιτεία δεν πρέπει να ενσωματώσει τη σχετική ευρωπαϊκή οδηγία και τις αντίστοιχες συστάσεις ή ότι κάτι τέτοιο θα ήταν άνευ σημασίας. Τουναντίον, πρέπει να πιεστεί να το κάνει κατά το δυνατόν συντομότερα, διότι κάθε πρόσθετο όπλο μπορεί να βοηθήσει.

Ωστόσο, εδώ και έναν χρόνο περίπου, έχουμε καταγράψει αναλυτικά δεκαπέντε υποθέσεις SLAPP, στο πλαίσιο της συνεργασίας μας με την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για το έργο «SLAPP Proof: Συνηγορία για την Ελευθερία Έκφρασης και Πληροφόρησης», και έχουμε φτάσει σε ορισμένους προβληματισμούς που συνοψίζονται στο εξής ερώτημα: πώς εξειδικεύεται στη χώρα μας αυτό το φαινομενικά ευεξήγητο πρόβλημα και η καλά προσδιορισμένη — στην ευρωπαϊκή οδηγία — αντιμετώπισή του;

Media Capture

Ένας πρώτος προβληματισμός αφορά τη φύση του τοπίου των ελληνικών ΜΜΕ. Σύμφωνα με έρευνες διεθνών φορέων, όπως το Media Freedom Rapid Response, τα ελληνικά ΜΜΕ βρίσκονται σε καθεστώς media capture, δηλαδή της υπερσυγκέντρωσης της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ σε χέρια ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων με ταυτόχρονη απουσία μέτρων απομόνωσης (chinese wall) ανάμεσα στην ιδιοκτησιακή και στην δημοσιογραφική διάσταση. H διαρκής σχέση διαπλοκής των ΜΜΕ με επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα, στην οποία οδηγεί το καθεστώς media capture, συνεπάγεται δύο τουλάχιστον ιδιαιτερότητες:

Πρώτον, δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η ανισορροπία ισχύος μεταξύ του δημοσιογράφου που διατυπώνει την δημόσια κριτική και του δημοσίου προσώπου που ενδεχομένως ασκεί αγωγή. Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Media Freedom Rapid Response, «ο αρχισυντάκτης κορυφαίας εφημερίδας δήλωσε ότι βασίζονται σε “υπολογίσιμη δύναμη πυρός” από την άποψη της νομικής υποστήριξης του εκδότη τους και ως εκ τούτου δεν ανησυχούν ιδιαίτερα για τις SLAPPs».

Δεύτερον, είναι εντελώς δυσδιάκριτο ποια αντιδικία με εναγόμενο δημοσιογράφο αποσκοπεί πραγματικά στην καταστολή της δημόσιας κριτικής και ποια υποκρύπτει άλλου είδους διαμάχες μεταξύ της ιδιοκτησίας του μέσου (για την οποία ο δημοσιογράφος λειτουργεί ως πληρεξούσιος ή, κατά το δημοσιογραφικό ιδιόλεκτο, «πιστόλι») και του στόχου του δημοσιεύματος, ο οποίος μπορεί να είναι πολιτικός στον οποίο ασκείται με αυτόν τον τρόπο πίεση ή πρόσωπο που εκφράζει αντίπαλα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Ως εκ τούτου, όπως διαπιστώνει και η έκθεση του Media Freedom Rapid Response, «οι SLAPPs δυσανάλογα επηρεάζουν μικρότερα και ανεξάρτητα δημοσιογραφικά εγχειρήματα στην Ελλάδα, αντί για καθιερωμένα και πιο οικονομικά σταθερά μέσα με πιο εύπορους ιδιοκτήτες».

ΜΚΟ και κινήματα

Ένας δεύτερος προβληματισμός είναι ότι, τηρουμένων των αναλογιών, ό,τι ισχύει για τα ΜΜΕ, ισχύει και για την κοινωνία των πολιτών. Στην Ελλάδα, δεν σημειώνονται ιδιαίτερες αγωγές SLAPPs εναντίον ΜΚΟ, με τη στενή έννοια, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ο σχετικός τομέας στη χώρα δεν είναι ιδιαίτερα ευρύς, ενώ οι ΜΚΟ που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα και ασκούν δημόσια κριτική είναι ακόμη λιγότερες.

Από την άλλη, εκεί όπου κυρίως — διαχρονικά αλλά και σήμερα — στοχεύουν οι στρατηγικές αγωγές είναι τα κινήματα πολιτών, τα οποία δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο σε περιβαλλοντικά ζητήματα. Η στοχοποίηση εδώ αφορά όχι μόνο τις νομικές μορφές τέτοιων κινημάτων (π.χ. σύλλογοι) αλλά και μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα, τα οποία σε κάποιες φάσεις έχουν πρωτοστατήσει σε διαμαρτυρίες, ιδιαίτερα για τοπικά περιβαλλοντικά ζητήματα.

Κρατικές διώξεις

Ένας τρίτος προβληματισμός είναι ότι οι SLAPPs, ασχέτως αν ενίοτε οι ενάγοντες είναι πολιτικά πρόσωπα, νοούνται πρωτίστως ως ιδιωτικές διαφορές. Ακόμη και όταν έχουμε να κάνουμε με μηνύσεις, πρόκειται κατά κανόνα για αδικήματα που διώκονται κατ’ έγκληση, συνεπώς ο ρόλος της πολιτείας ως κατηγόρου είναι με μια έννοια τυπικός.

Αυτή η «καθαρή» εικόνα είναι ωστόσο μάλλον παραπλανητική. Διεθνείς οργανισμοί έχουν ασκήσει κριτική στην Ελλάδα από τη σκοπιά των ελλειμμάτων του κράτους δικαίου όσον αφορά τον τρόπο που η πολιτεία αντιμετωπίζει τόσο τα ΜΜΕ όσο και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Σε σχέση με τα ΜΜΕ, η διεθνής οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, η οποία αξιολογεί την Ελλάδα στην 88η θέση (τελευταία ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ) στον Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου 2024, επισημαίνει δομικά προβλήματα ευθείας παρέμβασης της πολιτείας στη δημοσιογραφική ελευθερία. Τέτοιες συνιστούν, λόγου χάρη, η υπόθεση Predator/ΕΥΠ με τις παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, αλλά και η συστηματική αστυνομική βία κατά δημοσιογράφων. Σε σχέση με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, η διεθνής οργάνωση Human Rights Watch έχει επισημάνει απόπειρες νομικής καταστολής ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στο προσφυγικό ζήτημα.

Δεν είναι η πρόθεσή μας να υποστηρίξουμε ότι στην Ελλάδα ισχύει γενικευμένο καθεστώς κρατικών διώξεων δημοσιογράφων ή ακτιβιστών. Επισημαίνουμε, ωστόσο, ότι σε νευραλγικά ζητήματα, όπως είναι το προσφυγικό ή οι παρακολουθήσεις ή οι αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών για περιβαλλοντικά θέματα, όπου η χώρα και ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις της έχουν δεχτεί σκληρή κριτική, τέτοιες διώξεις υφίστανται.

Σε κάποιες περιπτώσεις, η ισχύς του κράτους είναι συγκαλυμμένη. Η υπόθεση των αγωγών του Γρηγόρη Δημητριάδη, πρώην γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, εναντίον της δημοσιογραφικής ομάδας Reporters United και της Εφημερίδας των Συντακτών, για την υπόθεση Predator, είναι φαινομενικά «ιδιωτική». Δεν παύει ωστόσο να είναι μια δίωξη που κινεί ένα πολιτικό πρόσωπο με τεράστια επιρροή στον κρατικό μηχανισμό, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα είχε υπό τον έλεγχό του την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.

Σε άλλες περιπτώσεις, οι «ιδιωτικές» διώξεις συνδυάζονται με ευθύτατες κρατικές διώξεις, όπως στην υπόθεση των πολιτών της Τήνου που συμμετείχαν σε δημόσιες διαμαρτυρίες εναντίον της εγκατάστασης ανεμογεννητριών. Εκεί, οι εξοντωτικές αγωγές της ιδιωτικής εταιρείας που θα εγκαθιστούσε τις ανεμογεννήτριες συνοδεύτηκαν από διώξεις που άσκησε αυτεπάγγελτα η εισαγγελία, και μάλιστα με τη συμβολή της αστυνομίας η οποία κατέγραφε τους συμμετέχοντες.

Και σε άλλες, πάλι, περιπτώσεις, οι διώξεις είναι αποκλειστικά κρατικές, όπως στην υπόθεση των ΜΚΟ Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι και Aegean Boat Report, όπου οι κατηγορίες για «διακίνηση» μεταναστών μοιάζουν ευθεία αντεκδίκηση για την τεκμηρίωση της πρακτικής των επαναπροωθήσεων που εφαρμόζει η Ελλάδα.

Τι να περιμένουμε;

Οι προβληματισμοί αυτοί, συνδυαστικά, οδηγούν στο εξής: περιμένουμε από την κυβέρνηση να νομοθετήσει για την προστασία μικρών και ανεξάρτητων δημοσιογραφικών εγχειρημάτων, καθώς και μικρών ΜΚΟ και μη οργανωμένων κινημάτων πολιτών, που έχουν ασκήσει την πιο τεκμηριωμένη και επιδραστική κριτική εναντίον της, και τα οποία ήδη διώκονται πολλαπλώς και με κρατική πρωτοβουλία.

Και περιμένουμε να το κάνει αυτό όχι για να τσεκάρει ένα ακόμη κουτάκι στις συμβατικές της υποχρεώσεις απέναντι στην ΕΕ αλλά με τρόπο ουσιαστικό, που θα λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού τοπίου.

Η αλήθεια είναι ότι η εμπειρία από την ενσωμάτωση διαφόρων διεθνών υποχρεώσεων, από την Σύμβαση του ΟΗΕ για τα άτομα με αναπηρία ως την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και ως τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για την αστυνομική βία, δεν αφήνει πολλά περιθώρια εμπιστοσύνης στην καλή προαίρεση της ελληνικής πολιτείας. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η κυβέρνηση (όχι μόνο η παρούσα, πρέπει να τονιστεί, αλλά διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις) έχει αρκεστεί σε προσχηματικά μέτρα, που της επιτρέπουν να στείλει μια αναφορά που γράφει «ορίστε, συμμορφωθήκαμε», αλλά έχουν μικρό ως μηδαμινό αντίκτυπο στο πρόβλημα.

Μπορούμε να προσδοκούμε ότι στο πρόβλημα των SLAPP η αντιμετώπιση θα είναι διαφορετική, όταν μάλιστα το αγαθό που χρειάζεται προστασία είναι ακριβώς η δυνατότητα μερικών μικρών αλλά εξόχως «ενοχλητικών» πρωτοβουλιών να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση και στις πολιτικές της;

Η απάντηση είναι προφανώς όχι. Την ίδια στιγμή, όπως είπαμε στην αρχή, κάθε όπλο βοηθάει. Και το να αναγνωρίσει η πολιτεία νομοθετικά, όπως είναι συμβατικά υποχρεωμένη να κάνει, το πρόβλημα της φίμωσης της ελευθερίας του λόγου στη χώρα, θα είναι έστω μια μικρή, πρώτη νίκη.

Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου – Αυγουστίνος Ζενάκος

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ