Στον πυρήνα των ραγδαίων μετατροπών της τελευταίας πεντηκονταετίας βρίσκονται δύο ζητήματα που ενέχουν μεγάλο ψυχολογικό φόρτο: (α) η επιτάχυνση της ζωής και (β) ο υπερπολλαπλασιασμός των πληροφοριών. Ήδη προ εικοσαετίας, οι κοινωνιολόγοι προειδοποιούσαν για τα δεινά της επιτάχυνσης, για τη συνεχή μετατροπή των πάντων με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς, για τον τεμαχισμό του χρόνου σε όλο και περισσότερες αποσπασματικές, παράλληλες δραστηριότητες που εμποδίζουν την προσήλωση, για το ότι όλα όσα μπορούν να γίνουν γρήγορα απειλούν να εξαφανίσουν όλα όσα θα έπρεπε να γίνονται αργά1. Αυξήθηκε η ταχύτητα με την οποία καλούμαστε να προσαρμοστούμε σε διαρκώς ανανεούμενες τεχνολογίες και να επεξεργαστούμε ολοένα και περισσότερες πληροφορίες. Το ραδιόφωνο χρειάστηκε 38 χρόνια για να ενσωματωθεί στην καθημερινή ζωή, η τηλεόραση 13, ενώ η Google μόνον 88 ημέρες2. Και μια εβδομαδιαία έκδοση των New York Times περιέχει σήμερα περισσότερες πληροφορίες από όσες ένας μέσος άνθρωπος στη Βρετανία του 17ου αιώνα θα εκτίθετο σε όλη του τη ζωή3.
Ο αντίκτυπος αυτών των μετατροπών δεν είναι εύκολα μετρήσιμος, ούτε το 2024 μπορεί να συγκριθεί με το 1974 με μοναδικό κριτήριο την ψηφιακή επανάσταση, εφόσον και άλλες κοινωνικο-οικονομικές μετατροπές διεξάγονταν παράλληλα. Ωστόσο, αν παρακολουθήσουμε δυο νέους στην πρώτη εικοσαετία της ζωής τους, ο ένας το 1974 –ας τον ονομάσουμε Γιάννη– και η άλλη το 2024 –ας την πούμε Μαρία– κάποιες αλλαγές γίνονται αμέσως ορατές4.
Αυτοπαρουσίαση και ταυτότητα
Για να δομήσει ο Γιάννης την ταυτότητά του, να καταλάβει ποιος είναι, τι θέλει και ποιος μπορεί να γίνει, καθρέφτης του ήταν οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι συμμαθητές, οι γείτονες, οι φίλοι, δηλαδή οι δια ζώσης συναναστροφές του που περιορίζονταν τοπικά. Η Μαρία καθρεφτίζεται μέσω της οθόνης της στα μάτια εκατοντάδων ανθρώπων από όλο τον κόσμο και ανατροφοδοτεί το ποια είναι με μετρήσεις ρηχής ανταπόκρισης των άγνωστων «φίλων» της, στις φωτογραφίες που ανεβάζει στα κοινωνικά δίκτυα. Ο ψηφιακός χώρος επιτρέπει στους ανθρώπους να επεξεργάζονται την εικονική τους ύπαρξη κατασκευάζοντας μια εξιδανικευμένη ψηφιακή περσόνα, η οποία όμως σπανίως συμπίπτει με την πραγματική. Η διαρκής σύγκριση με «καλύτερους» άλλους, μειώνει την αντίληψη της αξίας του εαυτού, καλλιεργεί μια μόνιμη αίσθηση ανεπάρκειας και εμπλέκει τη Μαρία σε μια ατέρμονη προσπάθεια να κατακτήσει μια «επιτυχημένη» εικόνα, σε βάρος της συγκρότησης μιας σχετικά συνεκτικής αίσθησης του ποια είναι και ποια μπορεί να γίνει μέσα στα βιολογικά πεπερασμένα όρια της φυσικής της ύπαρξης. Πριν από πενήντα χρόνια, ο Γιάννης είχε πιο κλειστούς ορίζοντες και περιορισμένες επιλογές. Η Μαρία έχει εξαιρετικά διευρυμένους ορίζοντες και απεριόριστες δυνητικές επιλογές, με όλα τα οφέλη και τα προσκόμματα που τις συνοδεύουν.
Σχέσεις και επικοινωνία
Στο σχετικά περιορισμένο ορίζοντά του, ο Γιάννης γνώριζε ένα μικρό αριθμό ανθρώπων, με τους οποίους επικοινωνούσε δια ζώσης με την ενεργοποίηση όλων των αισθήσεων και αξιοποιώντας όλο των πλούτο των μη λεκτικών σημαδιών που συνδέουν συναισθηματικά τους ανθρώπους και βαθαίνουν τις σχέσεις τους. Το σταθερό τηλέφωνο βοηθούσε τη συνεννόηση και η αλληλογραφία διατηρούσε σχέσεις που είχαν ήδη χτιστεί. Η συμπαρουσία σε φυσικό χωροχρόνο απαιτούσε παρατήρηση, συντονισμό και δέσμευση στον άλλον. Η Μαρία τα έχει όλα αυτά, αλλά ταυτοχρόνως επικοινωνεί με αναρίθμητους άλλους που δεν είναι φυσικά παρόντες, συνήθως μέσα από φωτογραφίες, συνοπτικά μηνύματα ή σχόλια που δεν μπορούν να μεταφέρουν τον συναισθηματικό πλούτο των μη λεκτικών καναλιών – και γι’ αυτό είναι επιρρεπή σε παρανοήσεις, αλλά ταυτοχρόνως και καθόλου δεσμευτικά. Εάν κάτι τη δυσκολέψει, μπορεί να διακόψει ακαριαία την επικοινωνία, να εξαφανιστεί και να προχωρήσει στον επόμενο. Ο Γιάννης είχε λιγοστές ευκαιρίες να σχετιστεί, η Μαρία πάρα πολλές, αλλά νιώθει περισσότερο μόνη5.
Σκέψη και συναισθήματα
Στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, ο Γιάννης διάβαζε από ένα εγχειρίδιο ή από τις σημειώσεις του καθηγητή. Εάν ήταν τυχερός και υπήρχε βιβλιοθήκη, είχε πρόσβαση σε μια εγκυκλοπαίδεια ή στο δανεισμό βιβλίων και περιοδικών, που δεν ξεπερνούσαν τις μερικές δεκάδες. Έπρεπε να τα διαβάσει διεξοδικά, για να καταλάβει το θέμα και ν’ αποκτήσει τις απαιτούμενες γνώσεις. Συνήθως υπήρχε ησυχία και όταν μελετούσε, μελετούσε. Η Μαρία έχει πρόσβαση σε χιλιάδες ηλεκτρονικές πηγές, απ’ όπου με δυο-τρεις λέξεις κλειδιά μπορεί να βρει πληροφορίες για ένα θέμα. Κανείς δεν της έχει διδάξει πώς να ελέγχει την εγκυρότητα αυτών των πηγών, ούτε χρειάζεται να γνωρίζει καλά ποιο είναι το ζητούμενο. Αντιγράφει και παραθέτει αποσπάσματα. Την ίδια ώρα, ανταλλάσσει μηνύματα ή ξεπετάγονται στην οθόνη της ειδοποιήσεις, επιλεγμένες ειδικά για εκείνη, που την αποσπούν και αποδυναμώνουν τη σκέψη και την παραγωγικότητά της6. Ο Γιάννης είχε υπερβολική βεβαιότητα για τα λίγα που γνώριζε αλλά του έλειπε η μεγάλη εικόνα. Η Μαρία είναι πληροφορημένη για πάρα πολλά, αλλά δεν είναι βέβαιη για τίποτα. Όταν ο Γιάννης έπληττε, είχε κουραστεί ή περίμενε κάποιον που έχει αργήσει, έπρεπε να εφεύρει πώς θα γεμίσει τον άδειο χρόνο και πώς θα διευθετήσει τα δυσάρεστα συναισθήματά του. Για να γεμίσει τον άδειο χρόνο, η Μαρία πιάνει το κινητό της και διατρέχει εικόνες για τις ζωές των άλλων και ειδήσεις που ο αλγόριθμος διαλέγει γι’ αυτήν7.
Πολιτική συμπεριφορά
Λόγω και της ιστορικής συγκυρίας της εποχής του, ο Γιάννης πολιτικοποιήθηκε μέσα από ζυμώσεις και συζητήσεις. Τα προβλήματα της κοινωνίας και των ανθρώπων τον αφορούσαν, γιατί ήταν κυρίως τοπικά και άμεσα βιωμένα και όταν διεκδικούσε, ο αντίκτυπος των πράξεών του ήταν ορατός. Η Μαρία, με ήδη συσσωρευμένη κούραση και σύγχυση εξαιτίας της παραπληροφόρησης, με ήδη συρρικνωμένο χρόνο λόγω της επιτάχυνσης και συναισθηματικά αποδυναμωμένη από τα παγκόσμια προβλήματα που αναδεικνύονται καθημερινά, προτιμά να μην ξέρει. Εξάλλου, δεν νιώθει ότι έχει τη δύναμη να επηρεάσει τα πράγματα με τη συμπεριφορά της, γιατί οι πράξεις της δεν έχουν παγκόσμια εμβέλεια. Αν τύχει και ο αλγόριθμος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προβάλει στην οθόνη της κάποιο κοινωνικό πρόβλημα, θα συνομιλήσει συνοπτικά με ανθρώπους με τους οποίους ήδη συμφωνεί, ενισχύοντας ο ένας τη γνώμη του άλλου και η πολιτική της δραστηριότητα θα περιοριστεί σε σχόλια και διαμαρτυρίες. Δεν ελπίζει και πολλά, εξάλλου έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στους θεσμούς. Ή τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι έρευνες8.
Η ψηφιακή επανάσταση άνοιξε τους ορίζοντες και πρόβαλαν αμέτρητες ευκαιρίες και άπειρες, δυνητικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις οποίες είμασταν απροετοίμαστοι. Για να μην προκαλέσουν σύγχυση και εξουθένωση και για να μπορέσουμε να τις αξιοποιήσουμε, πρέπει να μάθουμε πώς να χωρίζουμε την ήρα από το σιτάρι. Να αναπτύξουμε, δηλαδή, τα εργαλεία που θα μας βοηθήσουν να σταθούμε με κριτική σκέψη και αυτογνωσία απέναντι σε όλες αυτές τις δυνατότητες. Αυτό είναι τώρα το ζητούμενο.
Σημειώσεις:
1. Eriksen, Th. (2005). Η τυραννία της στιγμής: Γρήγορος και αργός χρόνος στην εποχή της πληροφορίας. Εκδόσεις Σαββάλα.
2. Giedd, J.N (2012). The Digital Revolution and Adolescent Brain Evolution. Journal of Adolescent Health, 51, 101-105.
3. Abbot, R. (1999). The world as information. Intellect.
4. Η ανάθεση γένους σε εποχές είναι τυχαία και θα μπορούσε να είναι και αντίστροφη.
5. Buecker, S., Mund, M., Chwastek, S., Sostmann, M., & Luhmann, M. (2021). Is loneliness in emerging adults increasing over time? A preregistered cross-temporal meta-analysis and systematic review. Psychological Bulletin, 147(8), 787–805.
6. Rutkowski, A.F., & Saunders, C. (2018). Emotional and Cognitive Overload. The Dark Side of Information Technology. Routledge.
7. Pfeifer, G. (2013). The Connected Brain. The Psychologist, 26 (5), 340 – 343.
8. Christodoulou, I., Pashias, C., Theocharides, S., & Davou, B. (2017). Investigating the roots of political disengagement of young Greek Cypriots. Contemporary Social Science, 12(3–4), 376–392.
Η Μπετίνα Ντάβου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ