Macro

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια

Μπορεί ο Μπρεχτ, όταν έγραφε το εμβληματικό κείμενο, το οποίο παραθέτουμε εδώ (με περικοπές) στο επετειακό τεύχος για τα 12 χρόνια της «Εφημερίδας των Συντακτών», να απευθυνόταν σε συγγραφείς, λογοτέχνες, στοχαστές, διανοούμενους, ανθρώπους που απευθύνονταν με τη γραφή τους όχι απαραίτητα στα μεγάλα λαϊκά ακροατήρια και κοινά, ωστόσο, διαβάζοντάς το ξανά, έχουμε την αίσθηση ότι αφορά κατ’ εξοχήν τη δημοσιογραφία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την «εξόρυξη» και την αποτύπωση της αλήθειας. Ο Μπρεχτ, απευθυνόμενος στους συμμετέχοντες του συνεδρίου του Παρισιού το 1935 «Για την υπεράσπιση της κουλτούρας», μιλούσε για τη δυσκολία να γράψει κανείς την αλήθεια στις χώρες του προελαύνοντος φασισμού, αλλά εξ αρχής αποσαφηνίζει ότι αυτή η δυσκολία αφορά και τις χώρες στις οποίες επικρατούν οι τυπικές αστικές ελευθερίες, όπως η ελευθερία του Τύπου.

Αντλήσαμε το κείμενο, σε μετάφραση στα ελληνικά του Βασίλη Βεργωτή, από την ομότιτλη έκδοση του «Στοχαστή», με πολιτικά κείμενα του Μπρεχτ, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1971 και έκτοτε επανεκδίδεται. Ευχαριστούμε τον «Στοχαστή» που μας παραχώρησε το δικαίωμα δημοσίευσης για τα 12 χρόνια «Εφ.Συν.».

Οποιος σήμερα θέλει να πολεμήσει την ψευτιά και την αμάθεια και να γράψει την αλήθεια, έχει να ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θάρρος να γράψει την αλήθεια παρ’ όλο που παντού την καταπνίγουν, την εξυπνάδα να την αναγνωρίσει παρ’ όλο που τη σκεπάζουν παντού, την τέχνη να την κάνει ευκολομεταχείριστη σαν όπλο, την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποκτήσει δύναμη, την πονηριά να τη διαδώσει ανάμεσά τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι μεγάλες για εκείνους που γράφουν κάτω από το φασισμό, υπάρχουν όμως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν, ακόμα και για όσους γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας.

Α. Το θάρρος να γράφει κανείς την αλήθεια

Φαίνεται αυτονόητο πως αυτός που γράφει πρέπει να γράφει την αλήθεια, με την έννοια δηλαδή πως δεν πρέπει να την καταπνίγει ή να την αποσιωπά και πως δεν πρέπει να γράφει τίποτα που δεν είναι αληθινό. Δεν πρέπει να σκύβει στους ισχυρούς, δεν πρέπει να εξαπατά τους αδύναμους. Είναι φυσικά πολύ δύσκολο να μη σκύβεις στους ισχυρούς, και είναι πολύ κερδοφόρο να εξαπατάς τους αδύναμους. Το να μην αρέσεις στους πλούσιους σημαίνει να παραιτείσαι από τον πλούτο. Το να παραιτείσαι από την πληρωμή για καμωμένη δουλειά πάει να πει, σε ορισμένες συνθήκες, να θυσιάζεις τη δουλειά, και το ν’ αποδιώχνεις τη φήμη ανάμεσα στους ισχυρούς σημαίνει συχνά ν’ αποδιώχνεις κάθε φήμη. Ολα αυτά απαιτούν θάρρος.

Οι καιροί της πιο σκληρής καταπίεσης είναι τις πιο πολλές φορές καιροί όπου γίνεται πολύς λόγος για μεγάλα και υψηλά πράγματα. Χρειάζεται θάρρος για να μιλάς σε τέτοιους καιρούς για πράγματα τόσο χαμηλά και τόσο φτηνά, όπως το φαγητό και το σπίτι του εργαζόμενου, μέσα σε μια βοή από ξεφωνητά ότι το βασικό είναι το πνεύμα της θυσίας. Οταν φορτώνουν τους αγρότες με τιμές, χρειάζεται θάρρος να μιλάς για μηχανήματα και φτηνές ζωοτροφές που θα ευκόλυναν την τιμημένη δουλειά. Οταν απ’ όλους τους ραδιοσταθμούς ουρλιάζουν πως ο άνθρωπος χωρίς γνώση και μάθηση είναι καλύτερος από τον μορφωμένο, θέλει τότε θάρρος να ρωτήσεις: καλύτερος για ποιον; Οταν γίνεται λόγος για τέλειες και ατελείς φυλές, χρειάζεται θάρρος να ρωτήσεις αν η πείνα και η αμάθεια κι ο πόλεμος δεν φέρνουν βαριές παραμορφώσεις. Και ξανά, θέλει θάρρος να πει κανείς την αλήθεια για τον εαυτό του, τον νικημένο. Πολλοί καταδιωγμένοι χάνουν την ικανότητα να βλέπουν τα λάθη τους. Η καταδίωξη τους φαίνεται η πιο μεγάλη αδικία. Αφού οι διώκτες που τους καταδιώκουν είναι οι κακοί, εκείνοι, οι καλοί, διώκονται για την αρετή τους. Αυτή όμως η αρετή χτυπήθηκε, νικήθηκε κι εμποδίστηκε. Ηταν άρα μια αδύναμη αρετή, μια κακή, ανεπίτρεπτη, απαράδεκτη αρετή. Γιατί δεν μπορεί ποτέ να παραδεχτούμε στην αρετή την αδυναμία της, όπως στη βροχή την υγρασία της. «Το να πεις πως οι καλοί δεν νικήθηκαν γιατί ήταν καλοί παρά γιατί ήταν ανήμποροι, αυτό χρειάζεται θάρρος». Φυσικά, η αλήθεια πρέπει να γράφεται μέσα στον αγώνα με ψευτιά και δεν πρέπει να είναι κάτι το γενικό, το απρόσιτο και πολυσήμαντο. Γιατί απ’ αυτήν ακριβώς τη γενική, απρόσιτη στόφα, είναι καμωμένη η ψευτιά. Οταν λένε για κάποιον πως είπε την αλήθεια, πάει να πει πως μερικοί ή πολλοί ή κάποιος είπαν κάτι άλλο, κάποιο ψέμα ή κάποια γενικότητα. Αυτός όμως είπε την αλήθεια, κάτι το πρακτικό, το πραγματικό, το αναντίρρητο, αυτό ακριβώς που έπρεπε να πει.

Δεν χρειάζεται πολύ θάρρος για να παραπονεθεί κανείς για την κακία του κόσμου γενικά και για το θρίαμβο της ωμότητας και για ν’ απειλεί με το θρίαμβο του πνεύματος από ένα μέρος του κόσμου όπου του επιτρέπουν ακόμα να το κάνει αυτό. Ορθώνονται τότε πολλοί σαν να ήταν κανόνια στραμμένα ενάντιά τους, ενώ τους κοιτάζουν μονάχα μονόκλ. Ξεφωνίζουν τις γενικές τους απαιτήσεις σ’ ένα κόσμο που αγαπά τους ακίνδυνους ανθρώπους. Απαιτούν μια καθολική δικαιοσύνη για την οποία δεν δούλεψαν ούτε στο ελάχιστο και μια γενική ελευθερία. Απαιτούν ένα κομμάτι απ’ τη λεία που έχει τάχα κιόλας μοιραστεί από καιρό μαζί τους. Αλήθεια νομίζουν πως είναι μονάχα αυτό που ακούγεται όμορφα. Κι όταν η αλήθεια είναι κάτι με αριθμούς, κάτι το ξερό και χειροπιαστό, κάτι που για να το βρεις θέλει κόπο και μελέτη, αυτά για κείνους δεν είναι αλήθεια, δεν τους εκστασιάζει. Αυτοί έχουν το εξωτερικό παρουσιαστικό μονάχα των ανθρώπων που λένε την αλήθεια. Το τραγικό μ’ αυτούς είναι: «Δεν ξέρουν ποια είναι η αλήθεια».

Β. Η εξυπνάδα να αναγνωρίσει κανείς την αλήθεια

Μια κι είναι δύσκολο να γράψει κανείς την αλήθεια αφού την καταπνίγουν παντού, στους πιο πολλούς φαίνεται ζήτημα πεποιθήσεων μονάχα το αν θα γραφτεί ή όχι. Πιστεύουν πως το μόνο που χρειάζεται είναι το κουράγιο. Ξεχνούν τη δεύτερη δυσκολία, το να βρεθεί η αλήθεια. Γιατί με κανένα τρόπο δεν είναι εύκολο να τη βρει κανείς. Πρώτα-πρώτα είναι κιόλας δύσκολο να βρει κανείς ποια αλήθεια αξίζει να ειπωθεί.

Για παράδειγμα τώρα, μπρος σ’ όλα τα μάτια, τα μεγάλα πολιτισμένα κράτη βουλιάζουν το ένα μετά το άλλο στην πιο τρομερή βαρβαρότητα. Κι ακόμα, είναι γνωστό πως ο εσωτερικός πόλεμος, που γίνεται με τα πιο τρομακτικά μέσα, μπορεί από ώρα σε ώρα να μετατραπεί σε εξωτερικό, που μπορεί θαυμάσια να κάνει τον πλανήτη μας έναν γιγάντιο σωρό συντρίμμια. Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία μια αλήθεια, υπάρχουν όμως φυσικά κι άλλες αλήθειες. Για παράδειγμα, δεν είναι ψέμα το ότι οι καρέκλες έχουν πάτο και το ότι η βροχή πέφτει από πάνω προς τα κάτω. Πολλοί γράφουν τέτοιου είδους αλήθειες. Μοιάζουν με ζωγράφους που φιλοτεχνούν με νεκρές φύσεις τους τοίχους καραβιών που βουλιάζουν. Η πρώτη μας δυσκολία δεν υπάρχει γι’ αυτούς, κι έχουν παρ’ όλα αυτά τη συνείδησή τους ήσυχη. Ανεπηρέαστοι από τους ισχυρούς, χωρίς όμως και να τους επηρεάζουν κι οι φωνές των κατατρεγμένων, ζωγραφίζουν τα τοπία τους. Το παράλογο στον τρόπο που ενεργούν τους δημιουργεί έναν «βαθύ» πεσιμισμό, που τον πουλάνε σε καλή τιμή και που θα έπρεπε στην πραγματικότητα να τον έχουν οι υπόλοιποι, που βλέπουν τέτοιους καλλιτέχνες και τέτοια ξεπουλήματα. Και δεν είναι εύκολο ούτε καν να διακρίνεις πως οι αλήθειες τους μοιάζουν μ’ αυτές για τις καρέκλες ή τη βροχή, τις πιο πολλές φορές δείχνουν ολότελα διαφορετικές, δείχνουν γι’ αλήθειες πάνω σε σημαντικά θέματα. Γιατί η ουσία της καλλιτεχνικής διαμόρφωσης βρίσκεται ακριβώς στο ότι δίνει σημασία σ’ αυτό που διαμορφώνει.

Χρειάζεται προσεκτική παρατήρηση για να διακρίνει κανείς πως το μόνο που λένε είναι: «Μια καρέκλα είναι μια καρέκλα» και: «Κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τη βροχή να πέφτει προς τα κάτω».

Αυτοί οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να βρουν την αλήθεια που αξίζει να γραφτεί. Αλλοι πάλι πραγματικά καταπιάνονται με τα πιο ζωντανά προβλήματα, δεν τρέμουν ούτε τους καταπιεστές ούτε τη φτώχεια και παρ’ όλα αυτά δεν μπορούν να βρουν την αλήθεια. Σ’ αυτούς λείπουν οι γνώσεις. Είναι γεμάτοι από παλιές προλήψεις, από φημισμένες συχνά καλοδιατυπωμένες αρχαίες προκαταλήψεις. Ο κόσμος είναι πολύ περίπλοκος γι’ αυτούς – δεν ξέρουν τα γεγονότα και δεν διακρίνουν τους συσχετισμούς. Εκτός από τις πεποιθήσεις χρειάζονται και γνώσεις που βρίσκονται και μέθοδοι που μαθαίνονται. Για όλους όσοι γράφουν σ’ αυτούς τους καιρούς των περιπλοκών και των μεγάλων αλλαγών χρειάζεται γνώση της ματεριαλιστικής διαλεκτικής, της οικονομίας και της ιστορίας.

Μπορεί να την αποκτήσει κανείς από τα βιβλία ή με ζωντανή διδασκαλία, φτάνει να μη λείπει η απαραίτητη επιμέλεια. Μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει πολλές αλήθειες με πιο απλό τρόπο, αποσπάσματα δηλαδή της αλήθειας ή δεδομένα που οδηγούν στην εύρεσή της. Αν θέλει κανείς να ερευνήσει, θα πρέπει να χρησιμοποιεί μια μέθοδο – μπορεί όμως κανείς να βρει κάτι και χωρίς μέθοδο και χωρίς ακόμα να ψάξει. Ομως με τέτοιο τυχαίο τρόπο δεν πετυχαίνει κανείς σχεδόν ποτέ μια τέτοια παρουσίαση της αλήθειας που να λέει στους ανθρώπους τι πρέπει να κάνουν. Αυτοί που μονάχα καταγράφουν μικρογεγονότα δεν είναι σε θέση να κάνουν τούτο τον κόσμο κατανοητό στους άλλους. Κι όμως αυτός και κανένας άλλος είναι ο σκοπός της αλήθειας. Αυτοί οι άνθρωποι δεν εκπληρώνουν το καθήκον να γράφουν την αλήθεια.

Οταν είναι κανείς πρόθυμος να γράψει την αλήθεια και ταυτόχρονα ικανός να την αναγνωρίσει, μένουν ακόμα τρεις δυσκολίες.

Γ. Η τέχνη να κάνει κανείς την αλήθεια ευκολομεταχείριστη σαν όπλο

Η αλήθεια πρέπει να λέγεται για χάρη των πρακτικών της συνεπειών. Σαν παράδειγμα αλήθειας με καμιά, ή με καμιά σωστή πρακτική συνέπεια μπορεί να μας χρησιμέψει η πλατιά διαδεδομένη άποψη πως σε ορισμένες χώρες επικρατούν άσχημες συνθήκες που αιτία τους έχουν τη βαρβαρότητα. Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, ο φασισμός είναι ένα κύμα βαρβαρότητας που ξέσπασε σε μερικές χώρες με τη δύναμη στοιχείου της Φύσης.

Σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, ο φασισμός είναι μια καινούργια, τρίτη δύναμη που στέκεται δίπλα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό (και πάνω από αυτούς)· όχι μονάχα το σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά κι ο καπιταλισμός θα μπορούσε, και μετά τη γένεση του κινήματος αυτού να συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς το φασισμό.

Η παραπάνω άποψη είναι βέβαια φασιστική, αποτελεί υποχώρηση μπροστά στο φασισμό. Ο φασισμός είναι μια ιστορική φάση όπου μπήκε τώρα ο καπιταλισμός, κι έτσι είναι κάτι το καινούργιο και παλιό μαζί. Ο καπιταλισμός στις φασιστικές χώρες υπάρχει πια μονάχα σαν φασισμός κι ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός.

Πώς λοιπόν τώρα να πει κάποιος αντίπαλος του φασισμού την αλήθεια για το φασισμό όταν δεν θέλει να πει τίποτα για τον καπιταλισμό που τον προκαλεί; Πώς να ’χει η αλήθεια αυτή πρακτική σημασία;

Αυτοί που είναι αντίπαλοι του φασισμού χωρίς να ’ναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, αυτοί που παραπονιούνται για τη βαρβαρότητα που αιτία τάχα έχει τη βαρβαρότητα την ίδια, μοιάζουν μ’ ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους από το αρνί χωρίς όμως να σφαχτεί το αρνί. Θέλουν να φάνε το κρέας, να μη δουν όμως τα αίματα. Αυτοί θα ικανοποιηθούν αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του προτού φέρει το κρέας στο τραπέζι. Δεν είναι κατά των σχέσεων ιδιοκτησίας, που προκαλούν τη βαρβαρότητα, παρά μονάχα κατά της βαρβαρότητας, υψώνουν τη φωνή εναντίον της κι αυτό το κάνουν από χώρες όπου κυριαρχούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, όπου όμως οι χασάπηδες πλένουν ακόμα τα χέρια τους προτού φέρουν το κρέας στο τραπέζι.

Οι φωνακλάδικες διαμαρτυρίες κατά των βαρβαρικών μέτρων μπορεί να ’ναι αποτελεσματικές για λίγο καιρό, όσο δηλαδή οι ακροατές τους πιστεύουν πως στη δικιά τους χώρα δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να παρθούν τέτοια μέτρα. Ορισμένες χώρες είναι σε θέση να κρατήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας τους με λιγότερο βίαια για την ώρα μέσα απ’ ό,τι άλλες. Εχει η δημοκρατία προσφέρει ακόμα τις υπηρεσίες για τις οποίες άλλες χώρες αναγκάζονται να καταφύγουν στη βία, δηλαδή την εξασφάλιση της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Το μονοπώλιο στα εργοστάσια, στα ορυχεία, στα τσιφλίκια δημιουργεί πάντα βάρβαρες καταστάσεις· σ’ αυτές τις χώρες είναι όμως λιγότερο ορατές. Η βαρβαρότητα γίνεται ορατή απ’ τη στιγμή που το μονοπώλιο δεν μπορεί πια να προστατευτεί παρά μονάχα με την ανοιχτή βία.

Μερικές χώρες, που δεν το έχουν ακόμα αναγκαίο να παρατήσουν για χάρη των βάρβαρων μονοπωλίων ακόμα και τις τυπικές εγγυήσεις του κράτους δικαίου όπως και απολαύσεις σαν την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, ακούνε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση τους φιλοξενούμενούς τους να κατηγορούν την πατρίδα τους για την εγκατάλειψη τέτοιων αγαθών, μια και ελπίζουν έτσι να βρουν πλεονεκτήματα για τους πολέμους που περιμένουν. Να πει κανείς πως την αλήθεια τάχα τη βρήκαν όσοι φωνάζουν λόγου χάρη: λυσσασμένο αγώνα κατά της Γερμανίας, «γιατί αυτή είναι τώρα η αληθινή πατρίδα του κακού, το παράρτημα της κόλασης, το κατάλυμα του Αντίχριστου»; Μάλλον θα πρέπει να πούμε πως πρόκειται για ανόητους, ανήξερους και βλαβερούς ανθρώπους. Γιατί από αυτές τις φλυαρίες συμπέρασμα βγαίνει πως αυτή η χώρα πρέπει να σβήσει απ’ το χάρτη. Ολόκληρη, μ’ όλους της τους ανθρώπους – τα αέρια, δεν ξεδιαλέγουν τους υπαιτίους όταν σκοτώνουν.

Ο επιπόλαιος άνθρωπος που δεν ξέρει την αλήθεια εκφράζεται με γενικότητες, παχιά λόγια και αοριστίες. Φλυαρεί για «τους» Γερμανούς, κλαψουρίζει για «το» κακό, κι εκείνος που τον ακούει, στην καλύτερη περίπτωση, δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει. Να αποφασίσει να πάψει να είναι Γερμανός; Θα εξαφανιστεί η κόλαση αν εκείνος είναι καλός; Κι οι κουβέντες για τη βαρβαρότητα που αιτία έχει τάχα τη βαρβαρότητα, τέτοιας λογής είναι. Λένε πως αιτία της βαρβαρότητας είναι η βαρβαρότητα και η βαρβαρότητα πολεμιέται με την εξημέρωση των ηθών, που τη φέρνει η μόρφωση. Ολα αυτά είναι γενικολογίες πέρα για πέρα, διατυπώσεις καμωμένες όχι για χάρη των πρακτικών συνεπειών, όπως θα έπρεπε· κατά βάθος είναι λόγια που δεν απευθύνονται σε κανέναν.

Τέτοιες αναλύσεις δείχνουν μόνο λίγους κρίκους απ’ όλη την αλυσίδα των αιτιών και παριστάνουν τις κινητήριες δυνάμεις σαν τάχα ακατανίκητες. Τέτοιες αναλύσεις είναι όλο σκοτάδι, σκοτάδι που κρύβει τις δυνάμεις εκείνες που ετοιμάζουν την καταστροφή. Λιγάκι φως, και να που προβάλλουν άνθρωποι σαν αίτιοι των καταστροφών! Γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου το μέλλον του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος.

Ο φασισμός δεν είναι καμία φυσική καταστροφή που εξήγησή της να έχει τη «φύση» του ανθρώπου. Αλλά και στις φυσικές ακόμα καταστροφές υπάρχουν τρόποι παρουσίασης αντάξιοι του ανθρώπου· είναι αυτοί που κάνουν έκκληση στην αγωνιστική του δύναμη.

Μετά από έναν μεγάλο σεισμό που κατάστρεψε τη Γιοκοχάμα, έβλεπε κανείς σε πολλά αμερικάνικα περιοδικά φωτογραφίες εκτάσεων με ερείπια. Από κάτω έγραφε: «Steel stood» (το ατσάλι κράτησε). Και πραγματικά, αυτός που στην πρώτη ματιά είχε δει μονάχα συντρίμμια, έβλεπε τώρα, με οξυμένη την προσοχή από αυτά τα λόγια, πως μερικά μεγάλα κτήρια είχαν σταθεί. Απ’ όλες τις περιγραφές ενός σεισμού, ασύγκριτα οι πιο σημαντικές είναι των μηχανικών, που υπολογίζουν τους κραδασμούς του εδάφους, τις ωθήσεις, τη θερμότητα που αναπτύσσεται και τα παρόμοια, και που οδηγούν με αυτόν τον τρόπο σε κατασκευές που αντιστέκονται στο σεισμό. Οποιος θέλει να περιγράφει το φασισμό και τον πόλεμο, τις μεγάλες καταστροφές που δεν είναι φυσικές καταστροφές, πρέπει να πει μια πρακτική αλήθεια. Πρέπει να δείξει πως πρόκειται για καταστροφές, που τις ετοιμάζουν ενάντια στις τεράστιες ανθρώπινες μάζες των εργαζομένων χωρίς δικά τους μέσα παραγωγής, οι ιδιοκτήτες ακριβώς αυτών των μέσων παραγωγής.

Αν θέλει κανείς να γράψει μ’ επιτυχία την αλήθεια για τις κακές συνθήκες, πρέπει να τη γράψει έτσι που να διακρίνονται οι, όχι αναπόφευκτες, αιτίες τους. Μιας και φανούν τα -όχι αναπόφευκτα- αίτια, μπορούν πια να πολεμηθούν οι κακές συνθήκες.

Δ. Η κρίση να διαλέγει κανείς εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποκτήσει δύναμη

Οι συνήθειες του εμπορίου του γραπτού λόγου, της αγοράς των περιγραφών και των απόψεων, συνήθειες με ηλικία αιώνων, αφαιρούσαν από το συγγραφέα κάθε έγνοια για το γραπτό του. Εδιναν δηλαδή στο συγγραφέα την εντύπωση πως ο εκδότης που το αγοράζει, ο μεσάζοντας, διέδιδε τάχα τα γραπτά του σ’ όλο τον κόσμο. Σκεφτόταν: εγώ μιλάω και όσοι θέλουν να με ακούσουν με ακούν. Στην πραγματικότητα, μιλούσε – κι όσοι είχαν να πληρώσουν, τον άκουγαν. Τα λόγια του δεν τ’ άκουγαν όλα κι αυτοί που άκουγαν δεν ήθελαν να τ’ ακούσουν όλα. Πάνω σ’ αυτό έχουν ειπωθεί πολλά – και πάλι όχι αρκετά. Εδώ θέλω μονάχα να τονίσω πως το «γράφω σε κάποιον» έγινε «γράφω». Την αλήθεια όμως δεν μπορεί κανείς να τη «γράψει»· πρέπει να τη γράψει σε κάποιον που να ’χει κάτι να την κάνει. Η γνώση της αλήθειας είναι μια διαδικασία κοινή σ’ αυτούς που γράφουν και αυτούς που διαβάζουν. Για να γράψει κανείς σωστά πράγματα πρέπει να ξέρει ν’ ακούει και πρέπει ν’ ακούει σωστά πράγματα. Η αλήθεια πρέπει να λέγεται με περίσκεψη και ν’ ακούγεται με περίσκεψη. Και για μας που γράφουμε, έχει σημασία σε ποιον τη λέμε και ποιος μας τη λέει.

Την αλήθεια για τις κακές συνθήκες πρέπει να τη λέμε σ’ εκείνους που τις αντιμετωπίζουν στη χειρότερή τους όψη κι απ’ αυτούς πρέπει να τις πληροφορούμαστε. Δεν πρέπει να μιλάει κανείς μονάχα σ’ ανθρώπους ορισμένων πεποιθήσεων, παρά σ’ εκείνους που θα τους ταίριαζαν αυτές οι πεποιθήσεις εξαιτίας της κατάστασής τους. Κι οι ακροατές σας αλλάζουν αδιάκοπα! Ακόμα κι οι δήμιοι μπορεί ν’ ακούσουν, όταν κοπούν οι πληρωμές για το κρέμασμα ή όταν ο κίνδυνος μεγαλώσει πολύ. Οι αγρότες της Βαυαρίας ήταν αντίπαλοι κάθε ανατροπής· όταν τέλειωσε όμως ο πόλεμος κι όταν οι γιοι τους γύριζαν σπίτι και δεν έβρισκαν πια τόπο στα χωράφια, τότε μπορούσε κανείς να τους κερδίσει για την επανάσταση.

Γι’ αυτούς που γράφουν, έχει σημασία να πετύχουν τον σωστό τόνο της αλήθειας. Τις πιο πολλές φορές ακούει κανείς έναν πολύ μαλακό, πονεμένο τόνο, φωνή ανθρώπων που δεν μπορούν να βλάψουν ούτε μύγα. Οποιος ακούει αυτόν τον τόνο και ζει μέσα στην εξαθλίωση βουλιάζει ακόμα βαθύτερα μέσα σ’ αυτήν. Ετσι μιλάνε οι άνθρωποι που δεν είναι ίσως εχθροί, ποτέ όμως και συναγωνιστές. Η αλήθεια είναι κάτι το μαχητικό, πολεμάει όχι απλά και μόνο την ψευτιά, αλλά και ορισμένους ανθρώπους, που τη διαδίδουν.

Ε. Η πονηριά να διαδίδει κανείς σε πολλούς την αλήθεια

Πολλοί, όντας περήφανοι που έχουν το θάρρος να λένε την αλήθεια, ευτυχισμένοι που τη βρήκαν, κουρασμένοι ίσως από τη δουλειά που χρειάζεται για να γίνει ευκολομεταχείριστη, μες στην ανυπόμονη αναμονή της παρέμβασης εκείνων που τα δικά τους συμφέροντα υπερασπίζονται, δεν νομίζουν απαραίτητο να χρησιμοποιήσουν τώρα πονηριά για τη διάδοση της αλήθειας. Ετσι, πολλές φορές, η δουλειά τους χάνει κάθε αποτέλεσμα. Σ’ όλες τις εποχές, όταν η αλήθεια καταπνιγόταν και κρυβόταν, χρησιμοποιούσαν πονηριά για τη διάδοσή της. Ο Κομφούκιος παραχάραξε ένα παλιό, πατριωτικό ιστορικό χρονικό. Αλλαξε μονάχα ορισμένες λέξεις. Εκεί που έλεγε: «Ο κυρίαρχος της Κουν έβαλε να θανατώσουν τον φιλόσοφο Βαν γιατί είχε πει αυτό κι εκείνο», ο Κομφούκιος έβαλε αντί «θανατώσουν» – «δολοφονήσουν». Εκεί που έλεγε, ο τύραννος τάδε σκοτώθηκε σε μια απόπειρα εναντίον του, ο Κομφούκιος έβαζε «εκτελέστηκε». Ετσι, άνοιξε ο Κομφούκιος το δρόμο για μια καινούργια εκτίμηση της ιστορίας.

Οποιος στις μέρες μας λέει «πληθυσμός» αντί για «λαός» και «γαιοκτησία» αντί για «γη», σταμάτησε κιόλας να υποστηρίζει πολλά από τα ψέματα. Βγάζει από τις λέξεις τον σάπιο τους μυστικισμό. Η λέξη «λαός» υπονοεί μια κάποια ενότητα και κοινά συμφέροντα και θα έπρεπε επομένως να λέγεται μονάχα όπου πρόκειται για πολλούς λαούς, μια και μονάχα εκεί, το πολύ-πολύ, μπορεί κανείς να φανταστεί κοινά συμφέροντα. Ο πληθυσμός μιας χώρας έχει ποικίλα και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, κι αυτό είναι μια αλήθεια που την καταπνίγουν. Ομοια, όποιος λέει «γη» και δίνει χαρά στην όσφρηση και στα μάτια μιλώντας για τη μυρωδιά της και για το χρώμα, αυτός υποστηρίζει τα ψέματα των εξουσιαστών γιατί το πρόβλημα δεν είναι η καρπερότητα της γης, ούτε η αγάπη του ανθρώπου για τη γη, ούτε η εργατικότητά του, παρά βασικά η τιμή του σταριού κι η αξία της δουλειάς. Εκείνοι που βγάζουν τα κέρδη από τη γη δεν είναι αυτοί που βγάζουν το στάρι, κι η μυρωδιά που ’χει το χώμα είναι άγνωστη στα χρηματιστήρια. Αυτά έχουν άλλες μυρωδιές. Αντίθετα, η λέξη γαιοκτησία είναι η σωστή· με αυτή δεν μπορεί κανείς να κοροϊδέψει τους άλλους τόσο εύκολα. Για τη λέξη «πειθαρχία» θα έπρεπε κανείς, όπου κυριαρχεί η καταπίεση, να διαλέξει τη λέξη «υπακοή», γιατί η πειθαρχία μπορεί να υπάρχει και χωρίς τύραννο, κι έτσι έχει πάνω της κάτι το πιο ευγενικό απ’ ό,τι η υπακοή. Και πιο καλό από τη λέξη «τιμή» είναι το: «ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Μ’ αυτή τη λέξη το άτομο δεν εξαφανίζεται τόσο εύκολα. Ξέρουμε δα τι σκυλολόι αγωνίζεται για να καταφέρει να «υπερασπίσει την τιμή» ενός λαού! Και πόσο σπάταλα μοιράζουν οι χορτάτοι τιμές σ’ αυτούς που τους χορταίνουν, πεινώντας οι ίδιοι. Η πονηριά του Κομφούκιου μπορεί και σήμερα να χρησιμοποιηθεί. Ο Κομφούκιος έβαζε στη θέση των αδικαιολόγητων κρίσεων πάνω σε εθνικά περιστατικά τις σωστές κρίσεις. Ο Αγγλος Τόμας Μουρ περιέγραψε στην «Ουτοπία» του μια χώρα όπου επικρατούσαν δίκαιες συνθήκες – ήταν μια χώρα πολύ διαφορετική απ’ τη χώρα που ζούσε, της έμοιαζε όμως πολύ, εκτός απ’ το καθεστώς!

Ο Λένιν, κάτω από την απειλή της τσαρικής αστυνομίας, ήθελε να περιγράψει την εκμετάλλευση και την καταπίεση του νησιού Σαχαλίνη από τη ρωσική μπουρζουαζία. Εβαλε Ιαπωνία αντί Ρωσία και Κορέα αντί για Σαχαλίνη. Οι μέθοδοι της γιαπωνέζικης μπουρζουαζίας θύμιζαν σ’ όλους τους αναγνώστες τις μεθόδους της ρώσικης στη Σαχαλίνη, αλλά η μπροσούρα δεν απαγορεύτηκε, μια κι η Ιαπωνία ήταν εχθρός της Ρωσίας.

Πολλά που δεν μπορούν να ειπωθούν στη Γερμανία για τη Γερμανία μπορούν να ειπωθούν για την Αυστρία.

Υπάρχουν πολλές πονηριές για να ξεγελάσει κανείς το καχύποπτο κράτος.

Ο Βολταίρος πολέμησε την πίστη στα θαύματα που καλλιεργούσε η Εκκλησία με ένα λαμπρό ποίημα για την παρθένα της Ορλεάνης. Περιέγραψε τα θαύματα που θα έπρεπε σίγουρα να ’χαν συμβεί για να μείνει η Ιωάννα παρθένα σ’ έναν στρατό, σε μιαν Αυλή και ανάμεσα σε καλογέρους.

Με την κομψότητα του ύφους του και με το να περιγράφει ερωτικές περιπέτειες απ’ τη γεμάτη πολυτέλεια ζωή των κυρίαρχων τάξεων, τις παρέσυρε να απομονώσουν μια θρησκεία που τους έδινε τα μέσα γι’ αυτή τη χαλαρή ζωή. Και μάλιστα, δημιούργησε έτσι τη δυνατότητα να φτάσουν τα έργα του, από παράνομους δρόμους, σ’ εκείνους που απευθύνονταν. Οι ισχυροί από τους αναγνώστες του προωθούσαν ή ανέχονταν τη διάδοσή τους. Απομόνωναν έτσι την αστυνομία, που τους υπεράσπιζε τις απολαύσεις. Κι ο μεγάλος Λουκρήτιος τόνιζε ρητά πως για τη διάδοση του επικούρειου αθεϊσμού πολλά περιμένει από την ομορφιά των στίχων του. […]

Ο Τζόναθαν Σουίφτ πρότεινε σε μια μπροσούρα, για να οδηγηθεί η χώρα στην ευημερία, να παστώσουν τα παιδιά των φτωχών και να τα πουλήσουν για κρέας. Παρουσίασε ακριβείς υπολογισμούς που αποδείκνυαν πως κανείς μπορεί να εξοικονομήσει πολλά αν δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα.

Ο Σουίφτ παρίστανε τον κουτό. Υπεράσπισε ένα ορισμένο, μισητό του τρόπο σκέψης με πολλή φλόγα κι ευσυνειδησία, σ’ ένα θέμα όπου ολόκληρη η προστυχιά του ερχόταν στο φως, ορατή στον καθένα. Ο καθένας θα μπορούσε να ’ναι πιο έξυπνος απ’ τον Σουίφτ, ή τουλάχιστον πιο ανθρώπινος, ιδιαίτερα εκείνος που μέχρι τότε δεν είχε ερευνήσει ορισμένες απόψεις τι συνέπειες έχουν.

Η προπαγάνδα για τη σκέψη, σ’ όποιον τομέα και να γίνεται, είναι χρήσιμη για την υπόθεση των καταπιεσμένων. Μια τέτοια προπαγάνδα είναι απόλυτα απαραίτητη. Κάτω από κυβερνήσεις που υπηρετούν την εκμετάλλευση, η σκέψη περνάει για ταπεινή ασχολία.

Ταπεινή ασχολία περνιέται αυτή που είναι χρήσιμη σ’ αυτούς που τους κρατάνε ταπεινούς. Ταπεινή λογίζεται η αδιάκοπη έγνοια για το φαγητό, η περιφρόνηση των διακρίσεων που κρεμάνε στους υπερασπιστές μιας χώρας όπου οι ίδιοι πεινούν, η αμφιβολία για τους ηγέτες που οδηγούν στην καταστροφή· η απέχθεια στη δουλειά που δεν δίνει ψωμί· η εναντίωση στον εξαναγκασμό σε παράλογες πράξεις· η αδιαφορία απέναντι στην οικογένεια που το ενδιαφέρον δεν της έκανε τίποτα πια. Τους πεινασμένους τους βρίζουν έκλυτους που δεν έχουν τίποτα να υπερασπίσουν, δειλούς που αμφιβάλλουν για τους καταπιεστές τους, τους βρίζουν πως δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, πως θέλουν πληρωμή για τη δουλειά τους, τους λένε αρχιτεμπέληδες και τα παρόμοια. Κάτω από τέτοιες κυβερνήσεις η σκέψη γενικά λογίζεται ταπεινό πράγμα και πέφτει σε κατατρεγμό. Πουθενά πια δεν διδάσκουν, κι όπου βλέπουν κάτι τέτοιο το καταδιώκουν. […]

Οι εξουσιαστές έχουν ισχυρή αποστροφή στις μεγάλες αλλαγές, θα ήθελαν όλα να μείνουν όπως είναι, τουλάχιστον για χίλια χρόνια. Το καλύτερο θα ’ταν το φεγγάρι να έμενε ακίνητο κι ο ήλιος να μην προχωρούσε πια! Τότε κανέναν δεν θα τον έπιανε πείνα και δεν θα γύρευε να φάει για βράδυ. Οταν πυροβολήσουν, θέλουν ο αντίπαλος να μην μπορεί πια να ρίξει, θέλουν ο δικός τους πυροβολισμός να ’ναι ο τελευταίος. Ενας τρόπος παρατήρησης που τονίζει ιδιαίτερα το παροδικό, είναι καλό μέσο για να δώσει κανείς κουράγιο στους καταπιεσμένους. Ακόμα, το ότι σε κάθε πράγμα και σε κάθε κατάσταση παρουσιάζεται κι αναπτύσσεται μια αντίφαση, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει ν’ αντιπαραταχθεί στους νικητές. Ενας τέτοιος τρόπος παρατήρησης (όπως η διαλεκτική, η διαδικασία για τη ροή των πραγμάτων) μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην έρευνα αντικειμένων που για ένα διάστημα ξεφεύγουν απ’ την προσοχή των εξουσιαστών. Μπορεί να τον εφαρμόσει κανείς στη βιολογία ή στη χημεία. Μπορεί όμως κανείς να τον εξασκήσει και περιγράφοντας την τύχη μιας οικογένειας, χωρίς να προκαλέσει πολύ την προσοχή.

Η εξάρτηση κάθε πράγματος από πολλά άλλα, που αδιάκοπα αλλάζουν, είναι μια σκέψη επικίνδυνη για δικτατορίες, και μπορεί να εμφανιστεί με διάφορους τρόπους χωρίς να δώσει λαβή στην αστυνομία.

Μια ολοκληρωμένη περιγραφή όλων των καταστάσεων και διαδικασιών που συναντά ένας άνθρωπος που ανοίγει ένα καπνοπωλείο μπορεί ν’ αποτελέσει σκληρό χτύπημα στη δικτατορία. Ο καθένας που σκέφτεται λίγο θα βρει το γιατί. Οι κυβερνήσεις που οδηγούν τις μάζες των ανθρώπων στην εξαθλίωση πρέπει ν’ αποφύγουν το να σκέφτονται οι εξαθλιωμένοι την κυβέρνηση. Μιλάνε πολύ για μοίρα. Αυτή, κι όχι οι ίδιοι, φταίει τάχα για την ανέχεια. Οποιος ερευνά την αιτία της ανέχειας τον συλλαμβάνουν, προτού φτάσει στην κυβέρνηση. Είναι όμως δυνατό ν’ αντιμετωπίσει κανείς γενικά τις φλυαρίες για τη μοίρα· μπορεί κανείς να δείξει πως τη μοίρα του ανθρώπου τη φτιάχνουν άνθρωποι.

Αυτό πάλι μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους. Μπορεί, για παράδειγμα, να διηγηθεί κανείς την ιστορία ενός υποστατικού στην Ισλανδία – ολόκληρο το χωριό μιλάει για μια κατάρα εκεί. Μια αγρότισσα ρίχτηκε στο πηγάδι, ένας αγρότης κρεμάστηκε. Μια μέρα γίνεται ένας γάμος, ο γιος του αγρότη παντρεύεται με μια κοπέλα που φέρνει μερικά χωράφια προίκα. Η κατάρα εξαφανίζεται. Το χωριό δεν έχει ομόφωνη γνώμη για την αιτία αυτής της αλλαγής προς το καλύτερο. Αλλοι την αποδίδουν στη χαρούμενη φύση του νεαρού αγρότη, άλλοι στα χωράφια που έφερε μαζί της η νεαρή αγρότισσα και που κάνουν το υποστατικό για πρώτη φορά βιώσιμο. Αλλά και σ’ ένα ποίημα ακόμα που περιγράφει ένα τοπίο μπορεί κανείς κάτι να πετύχει, αν δηλαδή στη φύση ενσωματωθούν τα πράγματα τα καμωμένα από τον άνθρωπο. Χρειάζεται πονηριά για να διαδοθεί η αλήθεια. […]

Ανακεφαλαίωση

Η μεγάλη αλήθεια της εποχής μας (που δεν υπηρετεί κανείς με το να τη βρει μονάχα, που όμως χωρίς αυτή καμιά άλλη σημαντική αλήθεια δεν μπορεί να βρεθεί) είναι ότι η ήπειρός μας βουλιάζει στη βαρβαρότητα επειδή προσπαθούν να διατηρήσουν με τη βία τις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Τι ωφελεί να γράψει κανείς κάτι θαρραλέο απ’ όπου να βγαίνει πως η κατάσταση που βρισκόμαστε είναι βάρβαρη (που είναι αλήθεια) αν δεν φαίνεται ξεκάθαρα για ποιο λόγο φτάσαμε σ’ αυτή την κατάσταση; Πρέπει να πούμε ότι τα βασανιστήρια γίνονται γιατί πρέπει να διατηρηθούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας. Φυσικά, λέγοντάς το αυτό χάνουμε πολλούς φίλους που είναι αντίθετοι στα βασανιστήρια γιατί πιστεύουν πως οι σχέσεις ιδιοκτησίας θα μπορούσαν να διατηρηθούν και χωρίς αυτά (που δεν είναι αλήθεια).

Πρέπει να πούμε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες στη χώρα μας για να μπορέσει να γίνει αυτό που θα τις εξαφανίσει, δηλαδή αυτό που θ’ αλλάξει τις σχέσεις ιδιοκτησίας.

Πρέπει ακόμα να το πούμε σ’ εκείνους που υποφέρουν πιο πολύ απ’ όλους κάτω απ’ τις σημερινές σχέσεις ιδιοκτησίας, που έχουν το πιο δυνατό συμφέρον για την αλλαγή τους, στους εργάτες, και σ’ εκείνους που μπορούμε να οδηγήσουμε στους εργάτες σαν συμμάχους, γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουν ούτε κι εκείνοι ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όσο κι αν παίρνουν μερίδιο απ’ τα κέρδη.

Και πρέπει, πέμπτο, να βαδίσουμε με πονηριά.

Κι όλες αυτές τις πέντε δυσκολίες πρέπει να τις ξεπερνάμε ταυτόχρονα, γιατί δεν μπορούμε να ερευνάμε την αλήθεια για τις βάρβαρες συνθήκες χωρίς να σκεφτόμαστε εκείνους που υποφέρουν κάτω απ’ αυτές και καθώς διώχνοντας κάθε πειρασμό δειλίας, γυρεύουμε τις αληθινές αιτίες με τη σκέψη μας στραμμένη σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους, πρέπει ταυτόχρονα να σκεφτόμαστε και το πώς θα τους δώσουμε την αλήθεια με τρόπο που να ’ναι στα χέρια τους όπλο και με τόση πονηριά, που η μετάδοση αυτή να μην μπορεί ν’ ανακαλυφθεί και να εμποδιστεί από τον εχθρό.

Τέτοιες είναι λοιπόν οι απαιτήσεις μας, όταν ζητάμε από τους συγγραφείς να γράφουν την αλήθεια.

1935, Παρίσι, «Συνέδριο για την υπεράσπιση της κουλτούρας»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ