Μόνο σαμπάνιες δεν άνοιξε ο χρηματοπιστωτικός τομέας το περασμένο Σαββατοκύριακο, λίγες ώρες μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για την απασχόληση στις ΗΠΑ.
Η Wall Street κατέγραψε άνοδο μεγαλύτερη του 2%, ενώ τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, επιτυγχάνοντας κέρδη υψηλότερα του 1%, κατέγραψαν την καλύτερη εβδομάδα τους από τον περασμένο Νοέμβριο. Αυτό που αγαλλίασε τις ψυχές επενδυτών, «αλογομούρηδων» και λοιπών δυνάμεων της αγοράς δεν ήταν ούτε η πτώση του ποσοστού της ανεργίας -στο 3,5% τον Δεκέμβριο από 3,6% τον Νοέμβριο- ούτε οι 223.00 νέες θέσεις εργασίας που δημιούργησε η αμερικανική οικονομία, αλλά η επιβράδυνση που σημείωσαν τόσο οι τελευταίες όσο και η αύξηση των μισθών.
Κάποιοι κονδυλοφόροι -που από τη θέση τους ως εργαζόμενοι μάλλον θα έπρεπε να ανησυχούν- δεν έκρυβαν τη χαρά τους γι’ αυτήν την πτώση. «Πρόκειται για μια καταπληκτική έκθεση όσον αφορά τις θέσεις εργασίας», έγραψε ο επικεφαλής οικονομικός συντάκτης της ιστοσελίδας Axios, Νιλ Εργουιν, προσθέτοντας ότι η αύξηση των θέσεων εργασίας προσγειώνεται ομαλά και η ανάπτυξη επιβραδύνεται σταθερά. «Δείχνει προς τη σωστή κατεύθυνση», έγραψε από την πλευρά της η οικονομική συντάκτρια των New York Times, Τζίνα Σμάιλεκ, υποδεικνύοντας τη σταθερή μείωση που καταγράφουν οι νέες θέσεις εργασίας τους τελευταίους μήνες στις ΗΠΑ (από τις 713.000 τον Φεβρουάριο και τις πάνω από 500.000 τον Ιούλιο), επισημαίνοντας όμως παράλληλα ότι «η επιβράδυνση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θέλει η Fed».
Πίσω από τον ενθουσιασμό των παραπάνω για τις λιγότερες νέες θέσεις εργασίας υπάρχει ως γνωστόν το κυρίαρχο αφήγημα που θέλει την οικονομική ανάπτυξη και την αγορά εργασίας να θυσιάζονται προκειμένου να υποχωρήσει ο υψηλός πληθωρισμός.
Είναι το αφήγημα της Fed και των άλλων κεντρικών τραπεζών που αύξησαν κάθετα τα επιτόκιά τους στη διάρκεια του 2022, θεωρώντας ότι με το ακριβότερο κόστος δανεισμού, την επιβράδυνση της οικονομίας και την αύξηση της ανεργίας θα αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό. Μια θέαση η οποία παραμερίζει το γεγονός ότι η οικονομική επιβράδυνση και η άνοδος της ανεργίας σημαίνει για εκατομμύρια νοικοκυριά και επιχειρήσεις πόνο και δυστυχία. Πρόκειται για επιπτώσεις τις οποίες με απίστευτη ωμότητα ο πρόεδρος της Federal Reserve, Τζερόμ Πάουελ, δικαιολόγησε τον περασμένο Αύγουστο ως «ατυχές κόστος της μείωσης του πληθωρισμού». Τη θέαση αυτή ενισχύουν με παρεμβάσεις τους γνωστοί οικονομολόγοι, όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Μπιλ Κλίντον, Λόρενς Σάμερς, που ισχυρίστηκε νωρίτερα ότι η ανεργία πρέπει να φτάσει το 10% για ένα χρόνο προκειμένου να υποχωρήσουν οι τιμές.
Ωστόσο δεν συμφωνούν όλοι ότι η εξαθλίωση του κόσμου της εργασίας αποτελεί το φάρμακο κατά του πληθωρισμού. Αρκετοί οικονομολόγοι αντιτείνουν εδώ και καιρό ότι η αύξηση των επιτοκίων και το υψηλό κόστος που καλείται να πληρώσει ο κόσμος της εργασίας (με υψηλότερη ανεργία και χαμηλότερους μισθούς) είναι χειρότερα από την ασθένεια του πληθωρισμού.
Αλλοι πάλι διαμηνύουν ότι οι βασικές αιτίες του σημερινού πληθωρισμού, δηλαδή η πανδημία, η κρίση της εφοδιαστικής αλυσίδας, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η μονοπωλιακή τιμολογιακή ισχύς και εκτεταμένη κερδοσκοπία των επιχειρήσεων, η κλιματική κρίση που επιβαρύνει τη γεωργία, δεν αντιμετωπίζονται με αυστηρότερη νομισματική πολιτική. «Ο πληθωρισμός θα μπορούσε να υποχωρήσει με άλλα μέτρα, όπως η υιοθέτηση επιθετικών αντιμονοπωλιακών πολιτικών που θα χτυπήσουν την κερδοσκοπική διαμόρφωση των τιμών από τις επιχειρήσεις, η επιδότηση της φροντίδας των παιδιών που θα φέρει περισσοτέρους γονείς στην αγορά εργασίας, η ενίσχυση των αλυσίδων προσφοράς με τον τερματισμό των φοροελαφρύνσεων για τις εταιρείες που παράγουν στο εξωτερικό, η μείωση των τιμών των φαρμάκων με την παροχή του δικαιώματος διαπραγμάτευσης στο κρατικό πρόγραμμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης Medicare», τονίζει για παράδειγμα η γερουσιαστής του Δημοκρατικού Κόμματος Ελίζαμπεθ Γουόρεν.
Υφεση
Απηχώντας μελέτη της ίδιας της Fed, η οποία συμπέραινε ότι στο παρελθόν οι αλλεπάλληλες επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων είχαν οδηγήσει στην ύφεση της δεκαετία του 1930, η γερουσιαστής της πολιτείας της Μασαχουσέτης προειδοποίησε για τον κίνδυνο οι αυξήσεις των επιτοκίων να οδηγήσουν σε καταστροφική συρρίκνωση της οικονομίας.
Σε ανάλογη προειδοποίηση για παγκόσμια ύφεση έχει προχωρήσει και ο ΟΗΕ, ζητώντας από τη Fed να σταματήσει τις αυξήσεις των επιτοκίων της, ενώ καμπανάκι έχουν χτυπήσει τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Σε αυτό το πλαίσιο, αίσθηση προκαλούν οι προβλέψεις της μεγαλύτερης εταιρείας επενδύσεων του πλανήτη BlackRock για το 2023.
Ο πλέον κερδοφόρος πυλώνας του συγχρόνου καπιταλισμού –διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία αξίας μεγαλύτερης των 10 τρισ. δολαρίων παγκοσμίως– υποστηρίζει ότι έπειτα από μια περίοδο 4 δεκαετιών σταθερής σχετικά οικονομικής δραστηριότητας και σταθερού πληθωρισμού ο κόσμος εισέρχεται σε μια περίοδο αυξημένων κίνδυνων και αβεβαιότητας, η οποία καθορίζεται από την αναπόφευκτη ύφεση, που θα προκαλέσουν οι κεντρικές τράπεζες, και ενός τελικά πολύ υψηλότερου πληθωρισμού. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του νέου καθεστώτος θα είναι περιορισμοί στην παραγωγή που θα συντελέσουν στη διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού επί χρόνια, λέει ο κολοσσός. Η εκτίμηση αυτή υποδεικνύει σε περαιτέρω πτώση του βιοτικού επιπέδου των πολλών από τη μια πλευρά και κέρδη βεβαίως για τους λίγους.
Μπάμπης Μιχάλης