Macro

Μπάμπης Μιχάλης: Σύγκρουση για τη ρήτρα που σκλαβώνει τους εργαζόμενους

Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπάθησε να καταργήσει τη ρήτρα «μη άσκησης ανταγωνισμού» που περιορίζει την ελευθερία μετακίνησης των εργαζομένων, όμως η πρωτοβουλία της μπλοκαρίστηκε από ομοσπονδιακή δικαστίνα του Τέξας, διορισμένη από τον Τραμπ, ύστερα από προσφυγή του μεγαλύτερου επιχειρηματικού λόμπι των ΗΠΑ.
 
Για να εφαρμόσει ανεμπόδιστα μια κυβέρνηση το πρόγραμμά της δεν φτάνουν η βούληση και η στήριξη των πολιτών που την εξέλεξαν με την ψήφο τους. Θα χρειαστεί να ξεπεράσει σειρά από σκοπέλους μεταξύ των οποίων αρκετές φορές είναι και η εχθρική απέναντί της δικαστική εξουσία.
 
Του λόγου το αληθές, η προχθεσινή απόφαση ομοσπονδιακής δικαστίνας του Τέξας που μπλοκάρει μια σημαντική παρέμβαση της κυβέρνησης Μπάιντεν στην αμερικανική αγορά εργασίας για την υπεράσπιση του θεμελιώδους δικαιώματος των εργαζομένων να αλλάζουν ελεύθερα θέσεις εργασίας. Πατώντας στους τύπους αντί της ουσίας, η διορισμένη από τον Ντόναλντ Τραμπ ομοσπονδιακή δικαστίνα Αντα Μπράουν ακύρωσε συγκεκριμένα την εφαρμογή κανόνα της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου (FTC) των ΗΠΑ ο οποίος θα απαγόρευε τις συμφωνίες «μη άσκησης ανταγωνισμού» – ρήτρες που συνήθως υποχρεώνονται από τους εργοδότες να υπογράφουν οι εργαζόμενοι και οι οποίες απαγορεύουν την απασχόλησή τους από ανταγωνιστές για κάποια χρονική περίοδο μετά τη λήξη της σύμβασής τους ή να ξεκινούν ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
 
H Μπράουν έκρινε συγκεκριμένα ότι η FTC, που είναι αρμόδια για την επιβολή αντιμονοπωλιακών νόμων στις ΗΠΑ, δεν έχει την εξουσία να απαγορεύει πρακτικές που θεωρεί αθέμιτες μεθόδους ανταγωνισμού, υιοθετώντας ευρύτερους κανόνες. Ο εν λόγω κανόνας που επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ στις 4 Σεπτεμβρίου θα οδηγούσε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της FTC, σε αύξηση της σύστασης νέων επιχειρήσεων κατά 2,7% ετησίως στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα τη δημιουργία περισσότερων από 8.500 επιπλέον νέων επιχειρήσεων κάθε χρόνο.
 
Προβλεπόταν επίσης ότι θα οδηγούσε σε υψηλότερες αποδοχές για τους εργαζομένους, με τις εκτιμώμενες αποδοχές ενός μέσου εργαζομένου να αυξάνονται κατά επιπλέον 524 δολάρια ετησίως, ενώ θα μείωνε το κόστος υγειονομικής περίθαλψης έως και 194 δισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία. Ο κανόνας θα συνέβαλλε επίσης στην προώθηση της καινοτομίας, οδηγώντας σε εκτιμώμενη μέση αύξηση 17.000 έως 29.000 περισσότερων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ετησίως στα επόμενα 10 χρόνια.
 
Ο κανόνας, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε την μήνιν των μεγάλων επιχειρήσεων και των ισχυρών τους λόμπι που έσπευσαν να τον «σκοτώσουν» πριν προλάβει να τεθεί σε ισχύ. Μπροστάρης της εκστρατείας που εξαπέλυσαν ήταν το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ, το μεγαλύτερο επιχειρηματικό λόμπι της χώρας, που μαζί με την εταιρεία φορολογικών υπηρεσιών Ryan προσέφυγαν δικαστικά απαιτώντας την κατάργησή του εντελώς. Στην απόφασή της η Μπράουν ανέφερε ότι ακόμη και αν η FTC είχε την εξουσία να υιοθετήσει τον κανόνα, δεν δικαιολόγησε στη διαδικασία επαρκώς την απόφαση να απαγορεύσει σχεδόν όλες τις συμφωνίες μη ανταγωνισμού.
 
Η FTC, που πρόκειται να εφεσιβάλει την απόφαση της Μπράουν, τονίζει από την πλευρά της ότι ρήτρες μη ανταγωνισμού αποτελούν αθέμιτο περιορισμό του ανταγωνισμού, παραβιάζουν την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία των ΗΠΑ και καταστέλλουν μισθούς και κινητικότητα των εργαζομένων.
 
Υπογραμμίζει ότι η ρήτρα αποτελεί συχνά πρακτική εκμετάλλευσης των εργαζομένων που τους αναγκάζει είτε να παραμείνουν σε μια θέση εργασίας που θέλουν να εγκαταλείψουν είτε να υποστούν άλλες σημαντικές απώλειες και κόστη, όπως ο εξαναγκασμός τους να στραφούν σε τομείς χαμηλότερων αποδοχών, να μετεγκατασταθούν σε άλλες Πολιτείες, να εγκαταλείψουν εντελώς το εργατικό δυναμικό ή να αμυνθούν έναντι δαπανηρών δικαστικών διαδικασιών. Εκτιμάται ότι 30 εκατομμύρια εργαζόμενοι -σχεδόν ένας στους πέντε Αμερικανούς- είναι σήμερα δέσμιοι αυτών των συμφωνιών.
 
Απέναντι στις αιτιάσεις των εργοδοτών για τις πιθανές ζημιές που αυτοί θα εισέπρατταν αν δεν ίσχυαν οι εν λόγω ρήτρες, η FTC αντιτείνει ότι διαθέτουν πληθώρα εναλλακτικών λύσεων που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις τους να προστατεύουν την επένδυσή τους.
 
Οι νόμοι περί εμπορικών μυστικών και οι συμφωνίες εμπιστευτικότητας (NDA) που καλύπτουν το 95% των εργαζομένων, για παράδειγμα, παρέχουν στους εργοδότες τα επαρκή μέσα για την προστασία ιδιοκτησιακών και άλλων ευαίσθητων πληροφοριών. Κατά συνέπεια «αντί να χρησιμοποιούν τις συμφωνίες μη άσκησης ανταγωνισμού για τον εγκλωβισμό των εργαζομένων, οι εργοδότες που επιθυμούν να διατηρήσουν τους εργαζομένους τους θα μπορούσαν να ανταγωνίζονται αξιοκρατικά για τις υπηρεσίες εργασίας που αυτοί τους προσφέρουν βελτιώνοντας μισθούς και συνθήκες εργασίας». Αλλά κάτι τέτοιο δεν συνάδει με την ακραία εταιρική απληστία της εποχής, στην οποία αυτοί έχουν (καλο)μάθει.
 
Μπάμπης Μιχάλης