Το ρεκόρ του πληθωρισμού στην ευρωζώνη τον Σεπτέμβριο, η επάνοδος του βρετανικού δείκτη τιμών καταναλωτή σε διψήφιο νούμερο, η επιμονή του αντίστοιχου στις ΗΠΑ πάνω από το 8% υποδεικνύουν ότι οι μεγάλες αυξήσεις των επιτοκίων στις οποίες προέβησαν τους τελευταίους μήνες οι κεντρικές τράπεζες έχουν μέχρις στιγμής αποτύχει παντελώς στον στόχο τους.
Τα χθεσινά στοιχεία της Eurostat έδειξαν ότι o ετήσιος πληθωρισμός της ευρωζώνης αυξήθηκε τον Σεπτέμβριο στο 9,9% από 9,1% τον Αύγουστο. Αν και ελαφρά χαμηλότερο σε σχέση με την αρχική εκτίμηση της Eurostat (10%), το επίπεδο αυτό αποτελεί νέο ρεκόρ για τις χώρες του ευρώ. Είναι περίπου τρεις φορές υψηλότερος σε σχέση με έναν χρόνο πριν, πενταπλάσιος του στόχου που έχει για τον πληθωρισμό η ΕΚΤ. Η τελευταία αύξησε ήδη δύο φορές τα επιτόκιά της από τον περασμένο Ιούλιο (κατά 0,5% και 0,75%) και ετοιμάζεται για ακόμη δύο αυξήσεις ώς το τέλος του έτους. Το Δ.Σ. της ΕΚΤ συνεδριάζει την επόμενη Πέμπτη και οι εκτιμήσεις της αγοράς είναι ότι θα προχωρήσει σε ακόμη μια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων της κατά 0,75%. Αυτό τουλάχιστον πιστεύει η συντριπτική πλειοψηφία 60 και πλέον οικονομολόγων που συμμετείχαν σε σχετική δημοσκόπηση του πρακτορείου Reuters και βλέπει το επιτόκιο των καταθέσεων να ανεβαίνει στο 1,50% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 2%.
Σε ανάλογα μεγάλη αύξηση των επιτοκίων της ετοιμάζεται να προχωρήσει στις 3 Νοεμβρίου και η Τράπεζα της Αγγλίας. Η βρετανική κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκιά της συνολικά επτά φορές από τον περασμένο Δεκέμβριο. Η τελευταία ήταν τον Σεπτέμβριο κατά 0,5% στο 2,25%. Τα χθεσινά στοιχεία έδειξαν όμως ότι η σύσφιγξη αυτή δεν φέρνει αποτέλεσμα. Από 9,9% τον Αύγουστο ο πληθωρισμός αυξήθηκε ξανά τον Σεπτέμβριο στο 10,1%, επίπεδο στο οποίο βρισκόταν τον Ιούλιο και αποτελεί το υψηλότερο των τελευταίων 40 ετών.
Ανάλογη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων της ετοιμάζει όμως στις 2 Νοεμβρίου και η αμερικανική Fed, που σε κάθε μία από τις τρεις τελευταίες συνεδριάσεις είχε προχωρήσει σε αύξησή τους κατά 0,75%. Και εδώ όμως οι μεγάλες αυξήσεις δεν έχουν φέρει αποτέλεσμα. Ο ετήσιος πληθωρισμός υποχώρησε ανεπαίσθητα τον Σεπτέμβριο, στο 8,2% από 8,3% τον Αύγουστο, ενώ σε μηνιαία βάση αυξήθηκε κατά 0,1% τον Αύγουστο και κατά 0,4% τον Σεπτέμβριο.
Η κραυγαλέα αποτυχία των κεντρικών τραπεζιτών να φέρουν με τις επιλογές τους κάποιο αποτέλεσμα στο μέτωπο του πληθωρισμού εντείνει τις φωνές κάποιων οικονομολόγων που τονίζουν ότι η αύξηση των επιτοκίων είναι αναποτελεσματική και προειδοποιούν ότι οι υπερβολικά επιθετικές κινήσεις των τραπεζιτών βυθίζουν τις οικονομίες στο χείλος μιας καταστροφικής ύφεσης. Επισημαίνουν ότι βασικοί υπαίτιοι της τρέχουσας ανόδου των τιμών είναι τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, η αστάθεια στην αγορά ενέργειας και η αχαλίνωτη κερδοσκοπία των εταιρειών και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με νέες αυξήσεις των επιτοκίων.
«Η πτώση των τιμών δεν έρχεται επειδή η κινητήρια δύναμη του σημερινού πληθωρισμού δεν είναι ούτε η ζήτηση, ούτε η εργασία. Για τον υψηλό πληθωρισμό δεν φταίνε οι εργαζόμενοι, η Fed κάνει πόλεμο εναντίον τους» τονίζει η Claudia Sahm, μια πρώην οικονομολόγος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας. Κάποιοι άλλοι υπογραμμίζουν ότι μία από τις βασικές αιτίες της τρέχουσας ανόδου του πληθωρισμού είναι η τεράστια τιμολογιακή ισχύς που απέκτησαν οι εταιρείες μετά την πανδημία και η οποία τους επιτρέπει όχι μόνο να μεταβιβάζουν εξ ολόκληρο το υψηλότερο κόστος των εισροών τους στους καταναλωτές αλλά και να μεγεθύνουν τα περιθώρια του κέρδους τους κατά το δοκούν.
Ανάλυση του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής έδειξε ότι πάνω από το 50% της αύξησης των τιμών την περίοδο ανάκαμψης από την πανδημία οφειλόταν στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους των εταιρειών, ενώ αντίθετα μόλις το 8% οφειλόταν στο υψηλότερο κόστος της εργασίας και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Το αποτέλεσμα είναι, ενώ το κόστος των εισροών μειώνεται πλέον περισσότερο από τις τιμές καταναλωτή, οι εταιρείες να μην αποδίδουν τη διαφορά στον καταναλωτή. Πρόκειται για αισχροκέρδεια η οποία όπως φαίνεται θα συνεχιστεί για καιρό ακόμη αφού τα στελέχη των εταιρειών διαβεβαιώνουν τους μετόχους τους ότι σκοπεύουν να διατηρήσουν τις τιμές υψηλά για όσο διάστημα οι πελάτες τις απορροφούν. «Δεν πρόκειται να δείτε πολλές εταιρείες να κυνηγούν μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων μειώνοντας τις τιμές τους» δήλωνε χαρακτηριστικά ένας εξ αυτών τον περασμένο Ιούλιο.
Nestlé, ο «άρχων της μετα-κύλισης»
Παράδειγμα της ισχυρής τιμολογιακής δύναμης που απολαμβάνουν σήμερα οι μεγάλες εταιρείες της υφηλίου αποτελεί η Nestlé. Ο κολοσσός ανακοίνωσε χθες ότι στους πρώτους 9 μήνες του 2022 κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση σε έσοδα από πωλήσεις της εδώ και 14 χρόνια.
Η άνοδος αυτή ήταν κυρίως αποτέλεσμα της ικανότητας μετακύλισης των αυξήσεων στις τιμές των εισροών της στους καταναλωτές. Η μεγαλύτερη εταιρεία καταναλωτικών αγαθών στον κόσμο, ιδιοκτήτρια εμπορικών σημάτων όπως τα Nescafé, Purina, Cheerios, Nespresso, Maggi και Quality Street, ανακοίνωσε συγκεκριμένα οργανική αύξηση των πωλήσεών της (από την οποία αφαιρούνται οι συναλλαγματικές διακυμάνσεις και ο αντίκτυπος νεοαποκτηθέντων εταιρειών) κατά 8,5%, στα 69,1 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα. Πρόκειται για τον υψηλότερο ρυθμό οργανικής ανάπτυξης από το 2008. Η Nestlé παραδέχτηκε ότι η έκρηξη των εσόδων ήταν κυρίως αποτέλεσμα της μετακύλισης των τιμών στον καταναλωτή. Συγκεκριμένα οι 7,5 ποσοστιαίες μονάδες (ή το 88%) από την ύψους 8,5% οργανική ανάπτυξη που κατέγραψε στο εννιάμηνο προήλθαν από τις αυξήσεις των τιμών.
Μπάμπης Μιχάλης