Για πρώτη φορά ύστερα από 8 χρόνια προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής γυρνάμε σελίδα. Η καθαρή και οριστική λήξη του προγράμματος δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο, με περισσότερους και ουσιαστικούς βαθμούς ελευθερίας για τις εκλεγμένες κυβερνήσεις.
Το πεδίο που όρισε κυρίαρχα τα αποτελέσματα των μνημονιακών καταναγκασμών και ταυτόχρονα οριοθετεί τα ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια για την επόμενη μέρα είναι το ζήτημα της εργασίας.
Από την πρώτη στιγμή μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 είχαμε δεσμευτεί ότι θα δώσουμε σκληρή μάχη για την υλοποίηση ουσιαστικών μέτρων υπέρ του κόσμου της εργασίας. Μία μάχη που θα προχωρούσε παράλληλα με την προσπάθεια απεμπλοκής από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, παρά τους ασφυκτικούς περιορισμούς που μας επιβλήθηκαν.
Η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων με το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 αποτελεί κρίσιμη τομή που θέτει τέλος στη βασική νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση στα εργασιακά.
Γνωρίζουμε, όμως, ότι στο ζήτημα της εργασίας δεν αρκεί η έννοια της επαναφοράς. Γιατί ακόμα και προ κρίσης το σύστημα είχε μια σειρά από τυφλά σημεία και «αόρατους» εργαζόμενους.
Ακριβώς γι’ αυτό δώσαμε τεράστια σημασία στη δημιουργία νέων νομοθετικών εργαλείων και στην αναβάθμιση των ελεγκτικών μηχανισμών.
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας που συζητείται αυτές τις μέρες φωτίζει ακριβώς αυτή την κατεύθυνση, πιάνοντας το νήμα από τον Νόμο 4488/17 που ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2017, ο οποίος έφερε ήδη μια σειρά από νομοθετικά εργαλεία για την καταπολέμηση της αδήλωτης, υποδηλωμένης και απλήρωτης εργασίας.
Κομβικό σημείο στη μάχη με την αδήλωτη εργασία αποτελεί η νέα αρχιτεκτονική του προστίμου που προβλέπει το σημερινό νομοσχέδιο.
Η νέα λογική συνδυάζει την αποτρεπτική ισχύ με την απόδοση δικαιοσύνης στον εργαζόμενο. Η πρόβλεψη τρίμηνης αναδρομικής ασφαλιστικής κάλυψης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα έκπτωσης του προστίμου σε περίπτωση πρόσληψης του αδήλωτου εργαζόμενου, δίνει για πρώτη φορά ουσιαστικό κίνητρο στον εργαζόμενο να προχωρήσει σε καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας.
Το γεγονός, δε, ότι επιχείρηση με αδήλωτη εργασία θα επανελέγχεται υποχρεωτικά και σε περίπτωση υποτροπής το πρόστιμο μπορεί να φτάσει και τις 30.000 ευρώ, θωρακίζει και αυστηροποιεί το νέο πλαίσιο.
Παράλληλα, βάζουμε φρένο στις εργολαβικές και υπεργολαβικές αυθαιρεσίες, θεσμοθετώντας για πρώτη φορά ένα ολοκληρωμένο σύστημα κανόνων αναφορικά με την ευθύνη όλων των συμμετεχόντων στην αλυσίδα ανάθεσης απέναντι στους εργαζόμενους, σχετικά με την καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών, των αποζημιώσεων απόλυσης, των ασφαλιστικών εισφορών και την τήρηση των κανόνων υγείας και ασφάλειας.
Δεν μας προκαλεί καμία εντύπωση ότι αξιωματική αντιπολίτευση και ΣΕΒ έχουν δημιουργήσει κοινό μέτωπο, ειδικά για τη συγκεκριμένη διάταξη, ακριβώς όπως έκαναν και στις διατάξεις που αυστηροποιούν τον έλεγχο του χρόνου εργασίας.
Η υποδηλωμένη εργασία, οι απλήρωτες υπερωρίες και η πρακτική εργολάβων που δεν πληρώνουν μισθούς και εισφορές αποτελούν απ’ ό,τι φαίνεται την «καινοτομία» πάνω στην οποία κάποιοι επιθυμούν την οργάνωση της εργασίας στη χώρα μας.
Σε κάθε ευκαιρία, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν ξεχνά να τονίσει το δικό της σχέδιο για την εργασία. Με κάθε τους παρέμβαση κάνουν κατανοητό ότι το πρόγραμμά τους για την εργασία έχει προνομιακό πλαίσιο αναφοράς την ύπαρξη των μνημονιακών καταναγκασμών.
Η επεκτασιμότητα των κλαδικών συμβάσεων, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής των εργαζομένων στη διαιτησία, αποτελούν για αυτούς «αγκυλώσεις που κρατούσαν καθηλωμένη την αγορά».
Το 8ωρο χαρακτηρίζεται ξεπερασμένο και η περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων αναπτυξιακή πρόταση.
Μία πρόταση που οι σύμμαχοι της Ν.Δ. στην Αυστρία προσπαθούν να την υλοποιήσουν μέσω της μετατροπής του 8ωρου σε 12ωρο.
Στην πραγματικότητα, δείχνουν ότι στο ζήτημα της εργασίας δεν υπήρξε επιβολή αλλά ουσιαστική ταύτιση του δικού τους σχεδίου με το μνημονιακό πλαίσιο. Το πρόγραμμα της Ν.Δ. για την εργασία θα μπορούσε να χωρέσει στη φράση: «αν δεν υπήρχε το μνημόνιο, θα έπρεπε να το εφεύρουμε».
Η δημοκρατία προϋποθέτει την ύπαρξη διαφορετικών επιλογών. Σήμερα, λοιπόν, υπάρχει η επιλογή ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικά σχέδια. Ενα σχέδιο που στηρίζει τις συλλογικές συμβάσεις και ένα σχέδιο που τις θεωρεί εμπόδιο στην ανάπτυξη.
Ενα σχέδιο που στηρίζει τον δημόσιο τομέα και κέρδισε τη μετάβαση στον κανόνα «μία πρόσληψη για κάθε μία αποχώρηση» και ένα σχέδιο που επιθυμεί το outsourcing και την επαναφορά του κανόνα στο 1/5.
Επιλογή, τέλος, ανάμεσα σε ένα σχέδιο που υπερασπίζεται τις ατομικές ελευθερίες και τα κοινωνικά δικαιώματα και σε ένα σχέδιο που ανέχεται και φλερτάρει με την άκρα Δεξιά.
Ο Νάσος Ηλιόπουλος είναι υφυπουργός Εργασίας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών