Macro

Μίκα Αγραφιώτου: Το κόκκινο τρένο

Σήμερα σιγοπαίζει κάπου στην άκρη του μυαλού μου το “Εμβατήριο της Σιωπής” του Λουκιανού Κηλαηδόνη, ένα τραγούδι που γράφτηκε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης.

Φυσικά πρόκειται για ένα τραγούδι βυθισμένο στην αριστερή μελαγχολία και την πολιτική υποχώρηση, χαρακτηριστικά μιας αριστεράς που είχε αρχίσει να τα ενστερνίζεται ήδη από τη δεκαετία του 1980 και τις εμφανείς αποτυχημένες προσπάθειες του Γκορμπατζόφ για την περιβόητη “ανασυγκρότηση” αλλά και το πολιτικό αδιέξοδο των άλλων δρόμων, των “δεύτερων” και “τρίτων” δρόμων προς το σοσιαλισμό.

Σε κάθε περίπτωση, η δική μου γενιά αναγκάστηκε να ζήσει χωρίς εκείνη τη “Γη της Επαγγελίας”, χωρίς τη σοσιαλιστική πατρίδα που αποτελούσε τον κυματοθραύστη του καπιταλιστικού ρεαλισμού όχι μόνο στην πολιτική αλλά σε κάθε διάσταση του κοινωνικού. Από ένα σημείο και μετά, μάθαμε στην ωμότητα της δεοντολογίας πως “όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται”, καθώς όλα έχουν μια τιμή και ιδίως η ίδια η ανθρωπότητα. Και παρά τα δεκάδες στραβά της, καμία ΕΣΣΔ δεν θα ερχόταν πια να μας σώσει από την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η ιστορία είχε τελειώσει και ξεκινούσε χωρίς κανένα εμπόδιο, πια, το νεοφιλελεύθερο πάρτι.

Είδαμε τους μετανάστες της ΕΣΣΔ να φτάνουν στα πέρατα του κόσμου μέσα σε κρύα ψυγεία φορτηγών, παλιές δασκάλες και καθηγήτριες να γίνονται στην καλύτερη καθαρίστριες και σερβιτόρες στη χειρότερη θύματα trafficking, όσες επέζησαν από τα χέρια των διακινητών τους.

Είδαμε παλιούς απόφοιτους του Πολυτεχνείου της Μόσχας να γίνονται εργάτες γης, μπετατζήδες, οδοκαθαριστές για λίγες δραχμές και μερικά μεταχειρισμένα ρούχα. Και μια στις τόσες, σε κάποιο διάλειμμα από την εργασία τους, να ψελλίζουν σε κάποιο ευήκοο αυτί κάποιον στίχο του Πούσκιν ή του Μαγιακόφσκι.

Είδαμε τα παράσημα και τις στολές εκείνων που κάποτε ισοπέδωσαν το Τρίτο Ράιχ και τον φασισμό, να πουλιούνται στις μαύρες αγορές του κόσμου για λίγα ρούβλια, η ιστορία του μεγαλύτερου αγώνα της ανθρωπότητας να δίνεται όσο-όσο για ένα καρβέλι ψωμί και λίγα μακαρόνια.
Αλλά κάποτε, σε εκείνο το βαθύ “κάποτε” του χρόνου, υπήρξαν και εκείνοι που αναφέρει ο Κηλαηδόνης στο σιωπηλό “Εμβατήριο” του, όχι ως ήρωες αλλά ως τα δρώντα υποκείμενα που τόλμησαν να ονειρευτούν έναν άλλον κόσμο, έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος δεν εκμεταλλεύεται τον άλλον άνθρωπο, όπου η χειραφέτηση αποτελούσε ένα ανοιχτό πεδίο ακαθόριστων και διαρκών επιλογών και δεν χωρούσε μέσα σε ορολογίες και σε καπιταλιστικές βολικές ταμπέλες, όπου εκείνο το κόκκινο τρένο χάραζε καινούριες πορείες, καινούριες αξίες και καινούριους στοχασμούς στο μπόι των ανθρώπων.

Έναν κόσμο όπου πολύ απλά, η εργατική τάξη μπορούσε να ζήσει και να πεθάνει αξιοπρεπώς, μνημονεύοντας ενίοτε τους στίχους του Πούσκιν ή του Μαγιακόφσκι που τους έμαθε σε μια δημόσια παιδεία που ήταν για όλους. Μια εργατική τάξη που δεν θα ήταν πια το προλεταριάτο της διαρκούς εκμετάλλευσης και υφαρπαγής της υπεραξίας της, αλλά ο κεντρικός μοχλός που κινεί την ιστορία της ανθρωπότητας για την ίδια την ανθρωπότητα, όπως πάντα ήταν έτσι και αλλιώς.

Εκατομμύρια άνθρωποι έκλαψαν πικρά εκείνη την ημέρα του 1991, ακόμα και ορισμένοι που είχαν διαχωρίσει δεκαετίες νωρίτερα τις πολιτικές τους γραμμές από το ΚΚΣΕ. Εκατομμύρια καρδιές βούλιαξαν στην αριστερή μελαγχολία εκείνη τη βραδιά, μια κατάρα που δεν λέει να φύγει από πάνω μας τριανταπέντε χρόνια.

Ήταν το τέλος μια μεγάλης εποχής, μιας γενναίας εποχής όπου το κόκκινο τρένο έκανε μια αόριστη παύση στην πορεία του μέχρι να ξαναμπεί με φόρα στις καρδιές και στις συνειδήσεις των ανθρώπων που θα θελήσουν να σπάσουν μόνοι τους τις αλυσίδες που τους βαραίνουν.

Αυτό το κόκκινο το τρένο, μάνα διαλέξαμε και εμείς, με το όνειρο μας φορτωμένο, που στις καρδιές βάζει φωτιά.

Αυτό το κόκκινο το τρένο, μάνα διαλέξαμε και εμείς, γιατί είναι από τη λευτεριά σταλμένο για το ταξίδι της ζωής.

Αυτό το κόκκινο το τρένο είναι για εμάς τίτλος τιμής.