Πριν από δεκαεπτά χρόνια, εκείνη τη μαύρη νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου του 2008, ο 15χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος έπεφτε νεκρός από το όπλο του αστυνομικού φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα. Η σφαίρα που δολοφόνησε τον Αλέξανδρο δεν σταμάτησε ποτέ να πάλλεται μέσα στις ψυχές μιας ολόκληρης γενιάς που στο πρόσωπο του Γρηγορόπουλου αντίκρισε το δικό της πρόσωπο, στις ψυχές μιας νεολαίας που αναγκάστηκε να ενηλικιωθεί απότομα μέσα σε ένα βράδυ. Ήμασταν οι νέοι που διεκδικήσαμε έστω και για λίγο την έφοδο στον ουρανό και για έναν μήνα τα καταφέραμε. «Τους πήραμε την Αθήνα» -σε μια παράφραση του λαϊκού άσματος των Δεκεμβριανών του ’44- και τις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας μπορεί «μονάχα για έναν μήνα» αλλά εκείνος ο μήνας δεν ξεχάστηκε ποτέ, ούτε και τελείωσε ποτέ. Παραμένει βαθιά χαραγμένος στη συλλογική μνήμη όσων τον βιώσαμε, καθορίζοντας μέχρι και σήμερα, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, την πολιτική μας ύπαρξη.
Και να που φτάσαμε εδώ, να βαραίνουν τις πλάτες μας «17 Δεκέμβρηδες», πολλοί από εμάς τους τότε νεολαίους να έχουμε πάρει τη βόλτα προς τα σαράντα, με το μεγαλύτερο μέρος της νεότητάς μας να έχει φαγωθεί από μια ατελείωτη οικονομική κρίση, από τη συντριβή της (σοσιαλδημοκρατικής) αριστεράς, την υποχώρηση του κινήματος και τη ραγδαία άνοδο της ακροδεξιάς, την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος ΤΙΝΑ, από την πανδημία και από μια λίστα νεκρών που ακολούθησαν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Ο Παύλος Φύσσας, ο Σαχζάτ Λουκμάν, το Ζακ/Ζάκι Κωστόπουλος, ο Βασίλης Μάγγος, οι νεκροί των Τεμπών, οι εκατοντάδες άγνωστοι αυτόχειρες της κρίσης αποτελούν μια λίστα δολοφονημένων από τα πολλαπλά μακριά χέρια του ίδιου κράτους, του ίδιου συστήματος. Και όμως, θέλαμε, παλέψαμε γι’αυτό και για λίγο το πιστέψαμε πως ο Αλέξης θα ήταν ο τελευταίος νεκρός μας.
Ο Δεκέμβρης του 2008, όπως πολύ σωστά ανέπτυξε στο βιβλίο του «Ο Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης» ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, «δεν είχε αιτήματα, ιεραρχία, εκπροσώπους». Ήταν η οργισμένη απάντηση μιας νεολαίας και μιας κοινωνίας που ένιωθε μίσος και σιχασιά για το σύστημα. Μίσος και σιχασιά για τη δεύτερη τετραετία διακυβέρνησης της δεξιάς που τότε, όπως και τώρα, είχε μετατρέψει τη χώρα σε μια ατελείωτη χωματερή και τη γέμιζε με τα σκουπίδια του κράτους και του παρακράτους. Σκουπίδια στην τηλεόραση, σκουπίδια στις δουλειές και τους μισθούς, σκουπίδια στην τέχνη με τα μπουζούκια και την κουλτούρα της ατελείωτης διασκέδασης, του star system και των μαϊντανών της σόου μπίζνες που έκοβαν βόλτες στις μεσημεριανές εκπομπές, του κρετίνικου ανταγωνισμού για ψευδαισθητικά success stories και εύκολο πλουτισμό, μιας κουλτούρας κομμένης και ραμμένης στα μέτρα του συστήματος. Κομμένης και ραμμένης στα μέτρα του καπιταλισμού που, όπως φάνηκε, δολοφονούσε με ευκολία εκείνα τα παιδιά που επειδή «δεν ήταν κανονικά» μάλλον δεν τους άξιζε να πεθάνουν και «κανονικά», όπως τραγουδούσαν οι Τρύπες.
Από τις πρώτες ώρες της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου, τα τηλεοπτικά κανάλια είχαν ήδη αρχίσει να υφαίνουν τον ιστό της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης. Ειπώθηκαν αδιανόητα πράγματα εκείνες τις ημέρες, πως ο Αλέξανδρος ήταν ένας αναρχικός που είχε ξεκινήσει φασαρίες στα Εξάρχεια και επιτέθηκε στην αστυνομία, ενώ εγκεκριμένοι δημοσιογράφοι έψαχναν να βρουν αν είχε μολότοφ στα χέρια του, πέτρες ή ακόμα και όπλο. Εμφανώς παραποιημένα βίντεο και ηχητικά έκαναν τον γύρο του θριάμβου σε όλα τα δελτία ειδήσεων προσφέροντας απλόχερα σωρεία από fake news στο κοινό που είχαν οι ίδιοι τρομοκρατήσει, υποδεικνύοντας σε μια κοινωνία μια σειρά από τρόπους απανθρωπισμού της.
Λίγες ημέρες αργότερα ο δικηγόρος του Επαμεινώνδα Κορκονέα, ο μακαρίτης Αλέξης Κούγιας, είχε πει δημόσια το ασύλληπτο, ότι η σφαίρα που χτύπησε τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο εξοστρακίστηκε. Το αντιεξερσιακό αφήγημα κατασκευάζονταν περίτεχνα κομμάτι-κομμάτι και είχε ως σκοπό να ξεπλύνει τόσο την αστυνομία όσο και το μονοπώλιο της βίας που τους είχε παραχωρήσει το κράτος. Να πείσει την ελληνική κοινωνία πως ένα δεκαπεντάχρονο παιδί άξιζε να δολοφονηθεί από έναν αρματωμένο μέχρι τα δόντια ενήλικα φρουρό του κράτους. Η ανθρώπινη ζωή μετατρέπονταν σε ασημαντότητα μπροστά στο τείχος του κράτους, της ευαγγελιζόμενης ασφάλειας και ευημερίας.
Οι εικόνες από τις συγκρούσεις που ακολούθησαν αμέσως μετά την είδηση της δολοφονίας, από τη μεγαλειώδη πορεία της επόμενης ημέρας, το καθεστώς βίας και τρομοκρατίας που προσπάθησε να επιβάλλει η δεξιά κυβέρνηση, η λοιδορία και λασπολογία μιας νεολαίας που είδε έναν συνομήλικό της να ξεψυχάει στα Εξάρχεια και της ζητούσαν και τα ρέστα από πάνω, υπήρξαν τα καύσιμα της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008. Όλος ο θυμός, η αγωνία, η απόγνωση, το πένθος που νιώθαμε μετατράπηκε σε άσβεστη οργή, σε ανάγκη να βρεθούμε στους δρόμους ο ένας πλάι στον άλλον, να ανασάνουμε για λίγο ελεύθερα παρά τα δακρυγόνα.
Είχε έρθει η ώρα για τις δικές μας ημέρες. Για τις ημέρες του Αλέξη και της γενιάς του. Εκείνη που ποδοπατούσαν συστηματικά, που απέρριπταν σωρηδόν.
Ο Δεκέμβρης δεν υπήρξε, όμως, μονάχα η εξέγερση της ανυπότακτης νεολαίας. Σίγουρα είχε τις ρίζες του στη νικηφόρα μάχη του φοιτητικού/μαθητικού κινήματος της προηγούμενης διετίας εναντίον της αναθεώρησης του Άρθρου 16 από την τότε υπουργό Παιδείας, Μαριέττα Γιαννάκου, του «Μάη/Ιούνη 2006-2007» όπως έμεινε στη μνήμη της κινηματικής γλώσσας. Στην κοινωνική βάση της νεολαίας υπήρχε ήδη η μαγιά της οργάνωσης και της συλλογικής διεκδίκησης, η συμμετοχή σε μαζικές συνελεύσεις και σε συντονιστικά κατάληψης που δεν έπεφτε καρφίτσα. Ο Δεκέμβρης υπήρξε, όμως, κάτι πολύ μεγαλύτερο από το προηγούμενο φοιτητικό κίνημα. Οι καταλήψεις στις σχολές αρκετά γρήγορα εξαπλώθηκαν παντού: κατάληψη στο κτίριο της ΓΣΕΕ, στο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης, σε κινηματογράφους και θέατρα, λαϊκές συνελεύσεις παντού, στα κέντρα των πόλεων αλλά και σε γειτονιές. Πλήθος κόσμου πολλαπλών ηλικιών και τάξεων, καταγωγών και επαγγελμάτων συμμετείχαν στον Δεκέμβρη, ύψωσαν οδοφράγματα μαζί με τους πιτσιρικάδες, πάλεψαν σώμα με σώμα με την αστυνομία. Ο κόσμος μιλούσε για τον Δεκέμβρη, προσπαθούσε να τον κατανοήσει, να γίνει με κάποιον τρόπο οργανικό κομμάτι του.
Ήταν ο Δεκέμβρης της γης των κολασμένων, των πολλαπλών ταυτοτήτων του προλεταριάτου, της νεολαίας, της γενιάς των 700 ευρώ, των αναρχικών, των καλλιτεχνών, των μεταναστών, των τσιγγάνων, των οπαδών, των ανέργων, των φτωχών και καταφρονημένων. Ήταν ο Δεκέμβρης όλων εκείνων που δεν χωρούσαν πουθενά μέσα στον νεοφιλελευθερισμό, σε καμιά ιλουστρασιόν βιτρίνα του αδηφάγου συστήματος και ακριβώς αυτό έκανε, έσπασε αυτή τη βιτρίνα με πρωτοφανή ορμή διεκδικώντας για λίγο την ορατότητα, αφήνοντας άφωνη την αστική τάξη και τον περίγυρό της που ένιωθαν μέχρι τότε άτρωτοι και ανίκητοι. Ο φόβος είχε αλλάξει πλευρά και αυτό το κατόρθωσε η εξέγερση του Δεκέμβρη, αφήνοντας παρακαταθήκες αγώνα για τα επόμενα χρόνια της οικονομικής κρίσης που ακολούθησαν, εστίες οργάνωσης και αυτοοργάνωσης, αλλάζοντας ριζικά τις πολιτικές συνειδήσεις όσων τον βίωσαν από την πρώτη στιγμή.
Το αστικό κράτος χρειάστηκε ένα οργανωμένο σχέδιο καταστολής και την επαναχρησιμοποίηση του παρακράτους και της ακροδεξιάς από τα σκοτάδια της ιστορίας ώστε να τσακίσει όλα τα ενδεχόμενα που άφησε ανοιχτά ο Δεκέμβρης του 2008 στην ελληνική κοινωνία. Γιατί ακριβώς αυτό υπήρξε ο Δεκέμβρης, όπως έλεγε και ένα σύνθημα που γράφτηκε στους τοίχους εκείνες τις ημέρες, ήταν «η ερώτηση και όχι η απάντηση». Αναμετρήθηκε με τα όρια της ανοχής, του κρετινισμού, της απανθρωπιάς, της ταξικής εκμετάλλευσης, του κάθε είδους ρατσισμού μας, σκιαγραφώντας άψογα τις απαρχές της κοινωνίας της επερχόμενης οικονομικής κρίσης, των πολιτικών στρατοπέδων που έκαναν σταδιακά την εμφάνισή τους, των ηγεμονικών ανταγωνισμών και των αντιφάσεών της. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα ακόμα ψάχνουμε να εντοπίσουμε και να μελετήσουμε όλα τα ερωτήματα που τέθηκαν σε μια εξέγερση που δεν είχε ούτε σαφή αιτήματα, ούτε ξεκάθαρους σκοπούς.
Και αν κάτι πετύχαμε, ακόμα και αν δεν υπήρξε ποτέ ως κεντρικό αίτημα σε εκείνες τις διαδηλώσεις, ήταν η διασφάλιση κάποιων βαθμίδων δικαιοσύνης. Ο Επαμεινώνδας Κορκονέας, ο δολοφόνος του Αλέξανδρου, δεν γλύτωσε απλά με μια ΕΔΕ και μια απόλυση από το αστυνομικό σώμα. Δικάστηκε, καταδικάστηκε και εξέτισε την ποινή του στη φυλακή, από τις ελάχιστες περιπτώσεις -ίσως και η μοναδική- που αστυνομικός εκτίει την ποινή του πίσω από τα σίδερα. Αντίστοιχα, παρά την ασύδοτη και αδιανόητη κρατική καταστολή που βιώσαμε τόσο τον Δεκέμβριο του 2008 όσο και τα επόμενα χρόνια, δεν έλαβε χώρα καμία δολοφονία άοπλου ανθρώπου από την αστυνομία. Για παραπάνω από μια δεκαετία και μέχρι να λύσει ξανά τα χέρια των αστυνομικών φρουρών η ακραία αυταρχική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η αστυνομία συγκρατούνταν από το να γεμίσει με σφαίρες όποιον δεν της καθόταν καλά στο μάτι, κάτι που δεν συνέβαινε πριν από τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Την παραπάνω διαπίστωση επισημαίνει και η καθηγήτρια εγκληματολογίας Νατάσα Τσουκαλά σε μια πρόσφατη ανάρτησή της στο facebook:
«Από το 2000 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2008, είχαν σκοτωθεί από αστυνομικά πυρά έξι άοπλοι, κυρίως κατά τη διάρκεια ελέγχου στοιχείων (δεν περιλαμβάνω θανάτους σε συνοριακές ζώνες). Ο επόμενος άοπλος νεκρός από αστυνομικά πυρά μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου ήταν ο Νίκος Σαμπάνης, το 2021. Την επόμενη χρονιά, σκοτώθηκε ο Κώστας Φραγκούλης. Συνεπώς, ο καταλυτικός φόβος που προκλήθηκε από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 δεν οδήγησε μόνο στη μοναδική μέχρι τώρα καταδίκη σε εκτιτέα ποινή εγκλεισμού για αστυνομική βία. Μούδιασε επί δεκατρία χρόνια τα χέρια των συναδέλφων του Κορκονέα.».
Όπως και εμείς, ούτε και το αστικό κράτος λησμόνησε ποτέ τον Δεκέμβρη του 2008. Μας εκδικείται ακόμα για εκείνη τη στραπατσαρισμένη έφοδο στον ουρανό, καταργώντας το πανεπιστημιακό άσυλο, καταστρέφοντας το φοιτητικό και εργατικό κίνημα, χώνοντας σε βαθιά μπουντρούμια τον Νίκο Ρωμανό, τον φίλο του Αλέξανδρου που τον είδε να ξεψυχάει στα χέρια του, όπως και άλλους αγωνιστές χωρίς κανένα στοιχείο εις βάρος τους.
Δεν θα αργήσει η ώρα που η ιστορία θα επαναληφθεί ως ακόμα μια τραγωδία, όπως συμβαίνει κάθε φορά που τα χέρια του κράτους και του παρακράτους είναι εντελώς λυμένα, όπως συμβαίνει κάθε φορά που το μονοπώλιο της βίας βρίσκεται αποκλειστικά στους ένστολους φρουρούς που η κυβέρνηση φρόντισε να προσλάβει χωρίς ιδιαίτερα κριτήρια. Σε μια ελληνική κοινωνία που εκφασίζεται μέρα με τη μέρα, θεωρώντας πως οι θάνατοι μερικών Ρομά ή μεταναστών δεν αποτελούν άξιες αναφορές λόγου, δεν θα αργήσει εκείνη η ώρα που ένας νέος Αλέξης θα βρεθεί στο διάβα ενός άλλου Κορκονέα.
Αν ο Δεκέμβρης του 2008 ήταν η ερώτηση, τότε συνεχίζει μέχρι και σήμερα να περιμένει μια απάντηση. Μια απάντηση στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων, στο μπόι μιας άλλης κοινωνίας που δεν χρειάζεται Δεκέμβρηδες και ανοιχτούς κύκλους αίματος για να σηκωθεί λίγο ψηλότερα.