Ήταν παράτολμο και δύσκολο του εγχείρημα του ποιητή Μιχάλη Γκανά να παρουσιάσει και πάλι την Ομήρου Οδύσσεια (εκδ.Μεταίχμιο) σε μια σύγχρονη έκφραση. Ο ίδιος λέει ότι αφού διάβασε τις κατά καιρούς μεταφράσεις αποφάσισε να κάνει το μεγάλο άλμα. «Η Οδύσσεια συγκινεί ακόμα, αυτή είναι η αίσθησή μου, γι αυτό και μπήκα σε αυτόν τον κόπο και νομίζω αποζημιώθηκα»
Είναι άραγε ο Όμηρος σήμερα προσπελάσιμος; Ο Μιχάλης Γκανάς θυμάται ότι ο Κωστής Παπαγιώργης του έλεγε ότι αν μάθεις 300-400 αρχαίες λέξεις από τον Όμηρο οι υπόλοιπες ζουν και σήμερα και μπορείς ακόμα και το αρχαίο κείμενο να το ευχαριστηθείς.
Πώς το αντιμετώπισε ως έργο και ποιες ήταν οι δυσκολίες; «Τα έργα αυτά ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο. Εμπεριέχουν όμως συμπεριφορές και ήθη που είναι εντελώς σημερινά. Οι παλιές έμμετρες μεταφράσεις κτίζουν έναν τοίχο, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με αυτές ο σημερινός αναγνώστης. Χρησιμοποιούν παλιομοδίτικα επίθετα όπως «κρουσταλλοβραχιονάτη» κ.ά που δεν λειτουργούν σήμερα. Επίσης στα έπη υπάρχουν πολλά αφηγηματικά κλισέ που δυσκολεύουν π.χ. μια παρομοίωση που κρατά δύο σελίδες». Τον ρωτώ ποια είναι η λύση. « Πρέπει να έχουμε μεταφράσεις από ποιητές. Καλοί και άξιοι οι φιλόλογοι αλλά χρειάζεται κι αυτός ο «διάολος», ο εγκέφαλος του ποιητή. Δυστυχώς κανένας μεγάλος έλληνας ποιητής δεν ασχολήθηκε με αυτή την υπόθεση. Ο Σεφέρης που είχε μελετήσει τον Όμηρο εντούτοις δεν τον μετάφρασε. Κάτι μας λείπει. Αν εξαιρέσεις τους πρώτους δημοτικιστές , που ήταν μαχητές της γλώσσας, άλλοι δεν ασχολήθηκαν με την Οδύσσεια».
Στο έργο του Μιχάλη Γκανά είναι ενσωματωμένα πολλά ποιήματα και στίχοι τραγουδιών σύγχρονων δημιουργών: Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσου αλλά και Μανόλη Ρασούλη, Νίκου Γκάτσου και Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τον ρωτάω αν αυτό ήταν μια απόφαση συνειδητή εξ αρχής. «Ξεκινώντας την πρώτη ραψωδία όταν φάγανε τα βόδια του Ήλιου οι σύντροφοι του Οδυσσέα μου ήρθε στο νου ένα στίχος του Σεφέρη, ότι πήγανε «ανίδεοι και χορτάτοι». Μου άρεσε και κόλλησε. Ή όταν αναφέρομαι στους πολλούς θανάτους στον ελληνο – τρωικό πόλεμο μου ήρθε αυθόρμητα ο άλλος στίχος του Σεφέρη ότι ο πόλεμος έγινε «για ένα πουκάμισο αδειανό». Υπάρχει μια ωραία περιγραφή στο καράβι με το οποίο έρχεται ο Τηλέμαχος και αυθόρμητα μου ήρθε στο νου ο στίχος του Καββαδία «το κύμα έσκιζε οργιά με την οργιά». Τελικά, λέει ο ποιητής «φαντάστηκα την Οδύσσεια σα μια κιβωτό που περικλείει πανάρχαιες συνήθειες και συνεχίζει το ταξίδι μέχρι σήμερα διασώζοντας ποιητές και στιχουργούς που λειτούργησαν κι αυτοί με την ίδια γλώσσα και τις ίδιες συνήθειες μέχρι σήμερα».
Αλλού είναι παρεμβατικός, πειράζει το κείμενο όταν βάζει την Καλυψώ να λέει κάπου «δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από την αθανασία». Επίσης ο στίχος που λέει η Αθηνά στον Δία «δεν είναι ντροπή να είσαι θνητός» ,προέρχεται από ένα στίχο του Simon Armitage που έκανε την Οδύσσεια θεατρικό. Ή όταν μιλάει για τους πρόσφυγες: “Ο Οδυσσέας έφτασε στο κτήμα του Λαέρτη/ εκεί που ο πατέρας του ζούσε με λίγους δούλους/ και μια σεβάσμια κυρά από τη Σικελία/ που είχε τη φροντίδα του και τον γηροκομούσε/ (Πρόσφυγας θα ‘τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες/ που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες». «Μου ήρθε αυτόματα», θα πει. «Ήθελα να μπω λίγο ανάλαφρα και στο σημερινό κόσμο, το ίδιο είχα κάνει εξάλλου με το Άσμα Ασμάτων».
Και οι σημερινοί νέοι, έχετε κάποιες πρώτες αντιδράσεις», τον ρωτάω. «Όσοι το διάβασαν, παιδιά φίλων και άλλοι είναι ενθουσιασμένοι. Με έχουν καλέσει πολλοί εκπαιδευτικοί να το παρουσιάσω στα σχολεία τους. Πιστεύω ότι και μόνο του ένα παιδί μπορεί να το απολαύσει ακόμα κι αν κάποια σημεία του φανούν λίγο δύσκολα. Μερικές φορές υποτιμούμε τα παιδιά νομίζουμε ότι καταλαβαίνουν λιγότερα από όσα πραγματικά καταλαβαίνουν. Όταν έχεις να κάνεις με παιδιά πρέπει εσύ να κάνεις το πρώτο βήμα. Εγώ έκανα το πρώτο γλωσσικό βήμα για να μπορέσουν να με προσλάβουν. Να τσιμπήσουν, να ενδιαφερθούν και να πάνε παρακάτω. Η Οδύσσεια είναι ζωή, είναι καθημερινή και ωραία».
Ο Μιχάλης Γκανάς αντιμετωπίζει το βιβλίο αυτό σα μια πρόταση. «Το αντιμετωπίζω σαν ένα δικό μου ποιητικό βιβλίο. Καιρός να αφηγηθούμε ιστορίες δικές μας που να αφορούν και άλλους. Ακόμα και μέσα στην κρίση και με ότι δυνάμεις έχει ο καθένας πρέπει να προσφέρει. Να φύγουμε από τον πάτο, αν όχι οικονομικά τουλάχιστον πολιτισμικά. Να ξεπεράσουμε τη σοβαροφάνεια και την ομφαλοσκόπηση. Οι ποιητές να μιλήσουν για κάτι γενικότερο. Δεν χρειάζεται να πάρουν την ντουντούκα, υπάρχουν ποιητικοί τρόποι».
Και ο χώρος του βιβλίου. «Απογοητευτικός, κλείσανε 300-400 βιβλιοπωλεία ακούω. Οι ποιητές επιβιώνουν μέσω της ποίησης τους, όμως ο εκδοτικός χώρος, οι βιβλιοπώλες και όλοι οι άλλοι γύρω από το βιβλίο βρίσκονται σε πάρα πολύ δύσκολη κατάσταση». Τον απασχολεί η σημερινή κατάσταση; « Ζούμε μια μεγάλη κρίση. Δες την περίπτωση Ομπάμα. Ο Ομπάμα είναι η πλήρης αποτυχία του συστήματος. Ο καλύτερος πρόεδρος που εκλέχτηκε τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ κατάφερε ελάχιστα πράγματα και αμέσως μετά ήρθε ο Τραμπ. Οι τάσεις είναι παγκόσμιες, εξαπλώνεται σα γάγγραινα ο λαϊκισμός.
Απόσπασμα
Θυµήθηκε ολοκάθαρα εκείνη την ηµέρα
που διάβηκε στερνή φορά την όµορφη καµάρα
να πάει στα καράβια του, έτοιµα να σαλπάρουν
για την Αυλίδα τη µικρή και τη µεγάλη Τροία.
Με τον λαό τριγύρω του, την Πηνελόπη πλάι
και τον Τηλέµαχο µωρό να κλαίει και να χτυπιέται
σαν να ’ταν Κάλχας κι έβλεπε το τι τους περιµένει:
αυτόν και τη φαµίλια του, τους Έλληνες, τους Τρώες,
τον Αγαµέµνονα σφαχτό, τον Έκτορα γδαρµένο,
την Κλυταιµνήστρα φόνισσα και θύµα του παιδιού της,
τον Αστυάνακτα αλοιφή —αχ, γκρεµοτσακισµένο—,
τη Χρυσηίδα κόκκινη, στο αίµα της πνιγµένη,
τον Αχιλλέα άψυχο, άσπρο σαν κιµωλία
και τ’ άλογά του αθάνατα να κλαιν τ’ αφεντικό τους,
δροµέα, και πολεµιστή, και µέγα αλογατάρη,
που ’χε κορµί αθάνατο απ’ την κορφή ως τα νύχια
και µοναχά στο πόδι του τ’ αδύνατο σηµείο,
ολίγη σάρκα και θνητή σαν φέτα πορτοκάλι.
Αχίλλειος η φτέρνα του και πέρασµα θανάτου
κι εκεί βρήκε να καρφωθεί το βέλος του φονιά του.
Μόνο η Ελένη έµεινε Ωραία και µοιραία
του Μενελάου φυσικά και του ωραίου Πάρη.
Της Σπάρτης η βασίλισσα και όλεθρος της Τροίας
ή αδειανό πουκάµισο, στην Αίγυπτο χαµένη
ανάµεσα σε φοινικιές, και µύγες, και χουρµάδες
σαν έπαθλο για βασιλείς που γίναν κερατάδες.
συνέντευξη στον Γ.Ν.Μπασκόζο