Macro

Michael Löwy: Γιατί οικοσοσιαλισμός; Για ένα κοκκινο-πράσινο μέλλον

Αν και ο οικοσοσιαλισμός είναι ένα αρκετά πρόσφατο φαινόμενο, οι πνευματικές του ρίζες μπορούν να εντοπιστούν στον Μαρξ και τον Ένγκελς. Επειδή τα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν ήταν τόσο σημαντικά στον 19ο αιώνα όσο στη δική μας εποχή της αρχόμενης οικολογικής καταστροφής, αυτές οι ανησυχίες δεν έπαιζαν κεντρικό ρόλο στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς. Παρ’ όλα αυτά, τα γραπτά τους χρησιμοποιούν επιχειρήματα και έννοιες ζωτικής σημασίας για τη σύνδεση καπιταλιστικής δυναμικής και καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και για την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής και οικολογικής λύσης εναλλακτικής στο κυρίαρχο σύστημα.

Ορισμένα χωρία στους Μαρξ και Ένγκελς (και σίγουρα στα κυρίαρχα μαρξιστικά ρεύματα που ακολούθησαν) υιοθετούν μια άκριτη στάση απέναντι στις παραγωγικές δυνάμεις που δημιουργούνται από το κεφάλαιο, αντιμετωπίζοντας την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» ως τον κύριο παράγοντα στην ανθρώπινη πρόοδο. […] Σε μια κοινωνία χωρίς έντονες ταξικές διαιρέσεις, το «είναι» θα υπερισχύει του «έχειν». Ωστόσο, ο Μαρξ ήταν ριζικά αντίθετος σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «παραγωγισμό» – την καπιταλιστική λογική με την οποία η συσσώρευση κεφαλαίου, πλούτου και εμπορευμάτων γίνεται αυτοσκοπός. […]
Ενώ οι περισσότεροι σύγχρονοι οικοσοσιαλιστές εμπνέονται από τις ιδέες του Μαρξ, η οικολογία έχει γίνει πολύ πιο κεντρική στην ανάλυση και τη δράση τους. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ένας οικολογικός σοσιαλισμός άρχισε να διαμορφώνεται. Manuel Sacristan, ένας Ισπανός αντιφρονούντας κομμουνιστής φιλόσοφος, ίδρυσε το οικοσοσιαλιστικό και φεμινιστικό περιοδικό Mientras Tanto το 1979, εισάγοντας τη διαλεκτική έννοια των «καταστροφικών-παραγωγικών δυνάμεων». Ο Raymond Williams, βρετανός σοσιαλιστής και θεμελιωτής των σύγχρονων πολιτισμικών σπουδών, έγινε ένας από τους πρώτους στην Ευρώπη που έκανε έκκληση για έναν «οικολογικά ενσυνείδητο σοσιαλισμό» και του αποδίδεται συχνά η επινόηση του ίδιου του όρου «οικοσοσιαλισμός». Ο André Gorz, Γάλλος φιλόσοφος και δημοσιογράφος, υποστήριξε ότι η πολιτική οικολογία πρέπει να περιέχει μια κριτική της οικονομικής σκέψης και πρότεινε έναν οικολογικό και ανθρωπιστικό μετασχηματισμό της εργασίας. Ο Barry Commoner, ένας Αμερικανός βιολόγος, υποστήριξε ότι το καπιταλιστικό σύστημα και η τεχνολογία του -και όχι η αύξηση του πληθυσμού- ήταν υπεύθυνο για την καταστροφή του περιβάλλοντος, γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι «κάποιου είδους σοσιαλισμός» ήταν η ρεαλιστική εναλλακτική λύση.
Στη δεκαετία του 1980, ο James O’Connor ίδρυσε το έγκυρο περιοδικό Capitalism, Nature and Socialism, το οποίο ήταν εμπνευσμένο από την ιδέα του για τη «δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού». Σε αυτή τη διατύπωση, η πρώτη αντίφαση είναι η μαρξιστική μεταξύ των δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής∙ η δεύτερη αντίφαση βρίσκεται μεταξύ του τρόπου παραγωγής και των «συνθηκών παραγωγής», ιδιαίτερα, της κατάστασης του περιβάλλοντος.
Μια νέα γενιά οικομαρξιστών εμφανίστηκε τη δεκαετία του 2000, όπως ο John Bellamy Foster και άλλοι γύρω από το περιοδικό Monthly Review, οι οποίοι ανέπτυξαν περαιτέρω τη μαρξιστική έννοια του μεταβολικού ρήγματος μεταξύ των ανθρώπινων κοινωνιών και του περιβάλλοντος. Το 2001, ο Joel Kovel και ο υπογράφων εξέδωσαν το «Ένα οικοσοσιαλιστικό μανιφέστο», το οποίο αναπτύχθηκε περαιτέρω από τους ίδιους συγγραφείς, μαζί με τον Ian Angus, στο Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο του Belem, το οποίο υπογράφηκε από εκατοντάδες ανθρώπους από σαράντα χώρες και διανεμήθηκε στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του 2009. Έκτοτε έχει γίνει ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για τους οικοσοσιαλιστές σε όλο τον κόσμο.
Το ελάττωμα του πράσινου καπιταλισμού
Όπως έχουν δείξει αυτοί και άλλοι συγγραφείς, ο καπιταλισμός είναι ασύμβατος με ένα βιώσιμο μέλλον. Το καπιταλιστικό σύστημα, μια μηχανή οικονομικής ανάπτυξης που προωθείται από ορυκτά καύσιμα από τη Βιομηχανική Επανάσταση, είναι ο κύριος ένοχος για την κλιματική αλλαγή και την ευρύτερη οικολογική κρίσης στη Γη. Η παράλογη λογική της ατελείωτης επέκτασης και συσσώρευσης, της σπατάλης των πόρων, της επιδεικτικής κατανάλωσης, της προγραμματισμένης απαξίωσης και της επιδίωξης του κέρδους με κάθε κόστος οδηγεί τον πλανήτη στο χείλος της αβύσσου.
Ο «πράσινος καπιταλισμός», η στρατηγική της μείωσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με ταυτόχρονη διατήρηση των κυρίαρχων οικονομικών θεσμών, προσφέρει μια λύση; Η αναξιοπιστία ενός τέτοιου σεναρίου πολιτικής μεταρρύθμισης φαίνεται πιο έντονα στην αποτυχία ενός τετάρτου αιώνα διεθνών διασκέψεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι πολιτικές δυνάμεις που είναι δεσμευμένες στην καπιταλιστική «οικονομία της αγοράς» και δημιούργησαν το πρόβλημα δεν μπορούν να είναι η πηγή της λύσης.
Για παράδειγμα, στη διάσκεψη του Παρισιού για το κλίμα το 2015, πολλές χώρες αποφάσισαν να κάνουν σοβαρές προσπάθειες για να διατηρήσουν τη μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 2ο C (ιδανικά, συμφώνησαν, κάτω από 1,5ο C). Αντίστοιχα, προθυμοποιήθηκαν να εφαρμόσουν μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, δεν έθεσαν μηχανισμούς επιβολής ούτε συνέπειες για τη μη συμμόρφωση, άρα καμία εγγύηση ότι οποιαδήποτε χώρα θα τηρήσει το λόγο της. Οι ΗΠΑ, ο δεύτερος μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο, διοικείται τώρα από έναν αρνητή του κλίματος που έβγαλε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία. Ακόμη και αν όλες οι χώρες τηρούσαν τις δεσμεύσεις τους, η παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξανόταν κατά 3ο C ή περισσότερο, με μεγάλο κίνδυνο τρομερής, μη αναστρέψιμης κλιματικής αλλαγής.
Τελικά, το μοιραίο ελάττωμα του πράσινου καπιταλισμού έγκειται στη σύγκρουση μεταξύ του μικρο-ορθολογικότητας της καπιταλιστικής αγοράς, με τον κοντόφθαλμο υπολογισμό κέρδους και ζημίας, και του μακρο-ορθολογικότητας της συλλογικής δράσης για το κοινό καλό. Η τυφλή λογική της αγοράς αντιστέκεται σε έναν γρήγορο ενεργειακό μετασχηματισμό μακριά από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα σε εγγενή αντίφαση με την οικολογική ορθολογικότητα. Το θέμα δεν είναι να κατηγορήσουμε τους «κακούς» οικοκτόνους καπιταλιστές, σε αντίθεση με τους «καλούς» πράσινους καπιταλιστές∙ το σφάλμα έγκειται σε ένα σύστημα που έχει τις ρίζες του στον ανελέητο ανταγωνισμό και στον αγώνα για βραχυπρόθεσμο κέρδος που καταστρέφει την ισορροπία της φύσης. Η περιβαλλοντική πρόκληση, η οικοδόμηση ενός εναλλακτικού συστήματος που αντανακλά το κοινό καλό στο θεσμικό του DNA, συνδέεται άρρηκτα με τη σοσιαλιστική πρόκληση.
Γιατί οι οικολόγοι πρέπει να είναι σοσιαλιστές
Αυτή η πρόκληση απαιτεί την οικοδόμηση αυτού που ο E. P. Thompson ονόμασε «ηθική οικονομία», που βασίζεται σε μη νομισματικές και εξωοικονομικές, κοινωνικο-οικολογικές αρχές και διέπεται από δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Πολύ περισσότερο από σταδιακή μεταρρύθμιση, αυτό που απαιτείται είναι η ανάδυση ενός κοινωνικού και οικολογικού πολιτισμού που θα αναδείξει μια νέα ενεργειακή δομή και ένα μετακαταναλωτικό σύνολο αξιών και τρόπου ζωής. Η υλοποίηση αυτού του οράματος δεν είναι δυνατή χωρίς δημόσιο σχεδιασμό και έλεγχο των «μέσων παραγωγής», των φυσικών εισροών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή οικονομικής αξίας, όπως εγκαταστάσεις, μηχανήματα και υποδομές.
Μια οικολογική πολιτική που λειτουργεί εντός των κυρίαρχων θεσμών και κανόνων της «οικονομίας της αγοράς» δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις βαθιές περιβαλλοντικές προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Οι οικολόγοι που δεν αναγνωρίζουν πώς ο «παραγωγισμός» απορρέει από τη λογική του κέρδους είναι προορισμένοι να αποτύχουν ή, ακόμη χειρότερα, να απορροφηθούν από το σύστημα. Τα παραδείγματα αφθονούν. Η έλλειψη μιας συνεκτικής αντικαπιταλιστικής στάσης οδήγησε τα περισσότερα ευρωπαϊκά Πράσινα κόμματα – κυρίως στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και το Βέλγιο – να γίνουν απλά «οικο-μεταρρυθμιστές» εταίροι στη σοσιαλφιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού από κεντροαριστερές κυβερνήσεις.
Φυσικά, η φύση δεν τα πήγε καλύτερα υπό τον σοβιετικού τύπου «σοσιαλισμό» από ό,τι υπό τον καπιταλισμό. Πράγματι, αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο οικοσοσιαλισμός φέρει μια πολύ διαφορετικό πρόγραμμα και όραμα από τον λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό» του παρελθόντος. Δεδομένου ότι οι ρίζες του οικολογικού προβλήματος είναι συστημικές, ο περιβαλλοντισμός χρειάζεται να αμφισβητήσει το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τη σύνθεση του 21ου αιώνα μεταξύ οικολογίας και σοσιαλισμού – του οικοσοσιαλισμού.
Μετάφραση: Δημήτρης Παπανικολόπουλος
* Απόσπασμα από το δημοσιευμένο τον Δεκέμβρη του 2018 κείμενο του Michael Löwy, Why Ecosocialism: For a Red-Green Future.

Michael Löwy

Η ΕΠΟΧΗ