Καθώς η πανδημία επεκτείνεται, χωρίς να μπορούμε να προβλέψουμε το τέλος της ούτε, επομένως, τις συνέπειές της, οφείλουμε να στοχαστούμε πιο σοβαρά για τις εξελίξεις. Η χώρα, όντως, βρίσκεται υπό την πίεση τριών κρίσεων, γεωπολιτικής, οικονομικής και υγειονομικής και αυτό συνιστά ένα περιβάλλον πιο σκληρό και από αυτό της μνημονιακής περιόδου, της χρεοκοπίας. Κάθε οργανωμένη δύναμη, κοινωνική ή πολιτική, πρέπει, επομένως, να σχεδιάσει υπεύθυνα τη δράση της. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για μια αριστερή πολιτική δύναμη, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση της ΝΔ εμφανώς, πια, παρουσιάζει σημάδια αποδιοργάνωσης εκτός των εμμονών της σε πολιτικές που οξύνουν την κρίση.
Απ’ αυτή την άποψη, εφόσον δεν υπήρχαν συνθήκες να διεξαχθεί ένα ανοιχτό στην κοινωνία, δημοκρατικό, ζωντανό συνέδριο, που μετά την καμπάνια ανασυγκρότησης και διεύρυνσης θα ολοκλήρωνε τη συζήτηση για τη φυσιογνωμία ενός ανανεωτικού, αριστερού, μαζικού, ριζοσπαστικού κόμματος, ήταν σωστή η απόφαση να μετατεθεί το συνέδριο για αργότερα. Όπως και ότι επειδή η καμπάνια θα συνεχιζόταν, έπρεπε, ταυτόχρονα, να εξασφαλιστούν οι καλύτεροι δυνατοί όροι, με αλλαγές, συμπεριλαμβανομένων και προσώπων.
Στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» αναφέρθηκαν οι απαραίτητοι και καλύτεροι όροι που έπρεπε να εξασφαλισθούν, πριν, γι’ αυτό το έργο: να γίνει απολογισμός, συλλογική αποτίμηση του έως τώρα έργου και συλλογικός, επίσης, σχεδιασμός για τα επόμενα βήματα. Αυτό δεν έγινε. Το κενό, ωστόσο, σε ικανό βαθμό, κάλυψαν οι εργασίες της ίδιας της Κ.Ε. Εκτός από τις ομιλίες των μελών της, εργάστηκε, επιπλέον, πάνω σε τρεις εισηγήσεις, του πρόεδρου Αλέξη Τσίπρα, του απερχόμενου γραμματέα Πάνου Σκουρλέτη και του νέου γραμματέα Δημήτρη Τζανακόπουλου, που συνέθεταν, μαζί, έναν κορμό απολογισμού, ανάλυσης των εξελίξεων και σχεδίου για τα επόμενα καθήκοντα.
Πυκνός πολιτικός χρόνος
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία μπορεί και πάλι να κληθεί από τις δυνάμεις που δέχονται τα πλήγματα της κρίσης και της πολιτικής της Δεξιάς να αναλάβει την ευθύνη, σε χρόνο που δεν μπορεί να προβλεφθεί. “Ο χρόνος είναι πυκνός, οι καταστάσεις θα είναι ακραίες”, επεσήμανε ο Π. Σκουρλέτης και πρόσθεσε: “Δεν επιτρέπεται από το δικό μας πολιτικό χώρο, τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να αφήσουμε ούτε μία μέρα που να μην βρεθούμε δίπλα σε όλους όσους θα μας έχουν ανάγκη”. Το κόμμα “οφείλει να σταθεί δίπλα και να αποτρέψει όσο μπορεί τα χειρότερα”, σημείωσε ο Α. Τσίπρας. “Δεν αρκεί, όμως, για ένα κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που θέλει να δώσει εναλλακτική οπτική στον τόπο (…) απλά να προβλέπει τις δυσμενείς εξελίξεις (…) Οφείλουμε, συντεταγμένα, μαχητικά, με αποφασιστικότητα και ήθος, με ενωτική διάθεση και ξεκάθαρες θέσεις, να σταθούμε στο ύψος των δύσκολων περιστάσεων, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας, να σταθούμε στο πλευρό της κοινωνικής πλειοψηφίας. Να πείσουμε για την ανάγκη αντίστασης, αλλά και για τη δυνατότητα και τον ρεαλισμό μιας εναλλακτικής προοδευτικής κυβερνητικής λύσης”.
Τα δυο νέα πρόσωπα
Το έργο, λοιπόν, που καλούνται να επιτελέσουν οργανώνοντας τη δράση του κόμματος, καταρχάς, ο νέος γραμματέας, θέση εξ ορισμού νευραλγική σ’ ένα αριστερό κόμμα, Δημήτρης Τζανακόπουλος, αλλά και ο Νάσος Ηλιόπουλος, διότι αναλαμβάνει έναν τομέα που είναι σημαντικός -αλλά πολλοί στο κόμμα θεωρούν σπουδαίο για λάθος λόγους- θα είναι δύσκολο, αλλά καθοριστικό. Ιστορικής σημασίας από μια άποψη. Παραλαμβάνουν ύστερα από μία επίπονη εργασία δύο χρόνων, που έγιναν ουσιαστικά βήματα. Το επόμενο διάστημα θα πρέπει ν΄ αποδείξουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε πλειοψηφική δύναμη στις λαϊκές τάξεις και κυβερνητική, κατά συνέπεια, σε μια, απλώς, ευνοϊκή συγκυρία. Έγινε διότι υπήρξαν βαθύτεροι και μονιμότεροι λόγοι. Αυτούς τώρα οφείλουμε να αναδείξουμε, επικαιροποιήσουμε, να τους κάνουμε δική μας ιδεολογική και πολιτική ύλη.
Και τα δυο αυτά στελέχη είναι γνωστά στον κόσμο του κόμματος από την έως τώρα κομματική και κυβερνητική τους δράση. Δημιουργούν μια βάσιμη αισιοδοξία, όχι μόνο γιατί είναι δυναμικά και νέα σε ηλικία με μαρξιστική παιδεία, πλούσια μόρφωση και πλούσια οργανωτική και πολιτική εμπειρία. Γνωρίζουμε τα εμπόδια που θα ορθωθούν, από τον αντίπαλο, τις δυσκολίες που θα συναντήσουν ίσως και μέσα από το κόμμα. Όμως και τότε δεν πρέπει να μην ξεχάσουν ότι είναι βασικά πρόσωπα μιας νέας και ελπιδοφόρας αριστεράς, το κόμμα και αυτό πρέπει να το υπερασπίσουν, υπερασπιζόμενοι στην πράξη τις απόψεις τους και τη δημοκρατική και συλλογική λειτουργία των οργάνων και των οργανώσεων.
Μετά την ομιλία του στην Κ.Ε., ο Δημήτρης Τζανακόπουλος με τη βαθιά ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση διατύπωνε την άποψή του για τους στόχους του κόμματος. Το πώς να κερδίσουμε την κυβέρνηση με την εναλλακτική μας πρόταση, κρατώντας ανοικτούς τους διαύλους προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Στη συνέντευξή του «στο Κόκκινο», με τον Νίκο Ξυδάκη, του δόθηκε η ευκαιρία να παρουσιάσει τα κατά τη γνώμη του κρίσιμα κενά στο κόμμα. Υπενθυμίζοντας τους όρους της απότομης ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο του 2012 “όταν ρευστοποιήθηκε όλο το πολιτικό σκηνικό και έγινε όλη αυτή η κοσμοϊστορική πολιτική ανατροπή”. Αυτό, σημείωσε, είχε ως συνέπεια “η πολιτική επιρροή να μην αντιστοιχεί με την κοινωνική πραγματικότητα του ΣΥΡΙΖΑ εντός κοινωνίας”. “Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα της διεύρυνσης και αυτής της στρατηγικής σύλληψης που έχουμε κάνει συλλογικά τον τελευταίο χρόνο”. Αυτή την κοινωνική επιρροή πρέπει να την επιδιώξουμε, θα υποστηρίξει, όχι μόνο στους κλασικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς -αυτοδιοίκηση, κινήσεις πολιτών, συνδικάτα, συνεταιρισμούς, φοιτητικούς συλλόγους κ.ά.- αλλά και στα κινήματα που ξεκινούν “από τα κάτω”, όπως των “αγανακτισμένων”. Ανέφερε ενδεικτικά: “αντιστάσεις, άτυποι θεσμοί, κινήσεις, προσδοκίες, ροές ανθρώπων, ημιοργανωμένες καταστάσεις που δεν κατοικοεδρεύουν στους οργανωμένους θεσμούς”. Μίλησε, επίσης, για την άποψή του για τα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ – Πρ. Συμμαχία ως κόμματος βαθιά ριζοσπαστικού, εργατικού, λαϊκού, μαζικού, ως μια απαίτηση της ιστορίας, αλλά και δικής μας βούλησης. Στην ομιλία του στην Κ.Ε. και στο Κόκκινο θα επαναλάβει ότι “δεν είμαστε κόμμα κανονικής εναλλαγής, αλλά κοινωνικού μετασχηματισμού”, “βαθιά ριζοσπαστικό που δεν θέλει απλώς να διαχειριστεί το υπάρχον σύστημα”.
Ενδιαφέρουσα ήταν και η συνέντευξη στο Κόκκινο του Νάσου Ηλιόπουλου στην Ευγενία Λουπάκη. Θεμελιώδης προσέγγισή του, σημείωσε, ότι το προέχον στην επικοινωνία είναι το περιεχόμενο, το προγραμματικό. “Η επικοινωνία είναι μια βαθιά πολιτική πρακτική, η οποία όταν μένει κενή ουσίας γρήγορα καταρρέει. Και το λέω αυτό, διότι μάθαμε ότι ακόμη και σε πολύ δύσκολες στιγμές η επικοινωνία δεν αντέχει. Δυο παραδείγματα. Δεν ήταν ανίκητη η επικοινωνία το 2015 όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, κόντρα σε θεούς και δαίμονες, έγινε κυβέρνηση. Το ίδιο και στις πρώτες μέρες της πανδημίας, όταν μέσα από ένα κίνημα από τα κάτω, νέων επιστημόνων, καταφέραμε να αποδομήσουμε εντελώς εκείνη την άθλια τηλεκατάρτιση”.
“Όσο καλά και να έχεις οργανώσει την επικοινωνία, αν χάσεις την αδιαμεσολάβητη, την άμεση επαφή του δικού σου προγράμματος με τους ανθρώπους μέσα στην κοινωνία δεν μπορεί να σε σώσει το καλύτερο επικοινωνιακό επιτελείο”, σχολίασε.
Πολλοί τομεάρχες
Η ανακοίνωση των τομεαρχών στην κοινοβουλευτική δουλειά του κόμματος αναμενόταν ως μια ουσιώδης συμπλήρωση στις αλλαγές στην κομματική ηγεσία. Μια πρώτη ανάγνωση, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνει τις προσδοκίες. Είναι θετικό, καταρχάς, ότι επιλέχθηκε να δοκιμασθούν νέοι, σε ηλικία, βουλευτές. Παρόλ’ αυτά, οι αναθέσεις σε κάποιες περιπτώσεις δεν φαίνεται να έγινε με βάση τη γνώση της ύλης. Δεν έγιναν εξάλλου ως πρόταση του προεδρείου της Κ.Ο. Υπάρχουν, επίσης, και απομακρύνσεις ή μετακινήσεις που δεν δικαιολογούνται με βάση το έως τώρα έργο τους. Ανεξήγητο ζήτημα επίσης ήταν η πρόθεση να αλλάξουν επιτυχημένοι τομεάρχες, που, ευτυχώς, δεν εισακούστηκε. Τέλος, αλλά πολύ σημαντικό, σχολιάστηκε ευρέως η μετακίνηση του Ευκλείδη Τσακαλώτου από τον τομέα Οικονομικών στη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου, αφού πρώτα μάλιστα του προτάθηκε άλλος τομέας, όχι οικονομικής ύλης. Καμιά ευθύνη, βεβαίως, δεν είναι υποδεέστερη, υπό τον όρο όμως ότι δεν θα υποκρύπτει η ανάθεσή της κάτι άλλο. Ακόμα και λάθος χειρισμοί στελεχών, όπως του Νίκου Παππά, δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται με ανάθεση ευθύνης που θα εμπεριέχει δυσαρέσκεια, εφόσον συζητήθηκαν στα όργανα και δημόσια.
Παύλος Κλαυδιανός