Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό κοινοβούλιο με 153 ψήφους έναντι 146 κατά και 1 παρών σήμαινε το τέλος μιας δύσκολης συγκρουσιακής διαδρομής, που όμως τελείωσε νικηφόρα. Για την ιστορικότητα της έχουμε μιλήσει πολλές φορές στην «Εποχή», όπως και για το ρόλο της ως καταλύτη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Δεν θα επιμείνουμε σ΄ αυτά, λοιπόν, για μια ακόμη φορά. Αυτό που τώρα επείγει να συζητήσουμε, και να σχεδιάσουμε τη δράση μας σχετικά, είναι τι κάνουμε από την πρώτη κιόλας μέρα για να φανούν οι καρποί της συμφωνίας άμεσα και ταυτόχρονα να αποτρέψουμε την εκμετάλλευση από ακροδεξιές – φασιστικές δυνάμεις της ευρείας αντίθεσης μέρους της ελληνικής κοινωνίας προς τη λύση του Μακεδονικού.
Οι δηλώσεις των δυο πρωταγωνιστών αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της ψηφοφορίας του Αλέξη Τσίπρα και του Ζόραν Ζάεφ, πραγματικά γειτόνων με ταυτότητα αναφορών, δίνουν το θετικό κλίμα που θα κινηθούμε το επόμενο διάστημα. «Η Βόρεια Μακεδονία που σήμερα γεννήθηκε, θα είναι μια φίλη χώρα. Σύμμαχος και συμπαραστάτης της Ελλάδας στις προσπάθειές της για την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τη συνανάπτυξη στην περιοχή».
Πιο ολιγόλογος ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας απευθύνθηκε απ΄ ευθείας στον έλληνα συνάδελφό του: «Συγχαρητήρια, φίλε μου Αλέξη Τσίπρα, μαζί με τους λαούς μας κερδίσαμε μια ιστορική νίκη. Ζήτω η συμφωνία των Πρεσπών! Για μια αιώνια ειρήνη και την πρόοδο των Βαλκανίων και στην Ευρώπη», σημείωσε.
Αντίθετα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκης δεν έδειξε σημάδια αποδοχής ενός αποτελέσματος που ανοίγει ένα νέο διπλωματικό πεδίο για τη χώρα και στο οποίο οφείλουν να εργαστούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Επανέλαβε τις βασικές θέσεις της ΝΔ για «μια ευκαιριακή πλειοψηφία που ψήφισε την επιζήμια συμφωνία των Πρεσπών», κάνοντας και απαράδεκτους υπαινιγμούς. Ο Αλέξης Τσίπρας είπε «ναι» και «τους λόγους τους γνωρίζει μόνο ο ίδιος». Δεν παρέλειψε ακόμη, κάτι που απέφυγε στη Βουλή, να μιλήσει για «εθνική υποχώρηση». Και με ένα εντελώς παιδικό τρόπο υποσχέθηκε ότι: «Το δικαίωμα της Ελλάδας για βέτο στην ένταξη των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται να το απεμπολήσω». Υπόσχεση, ασφαλώς, που δεν πατάει πουθενά, ενώ ταυτόχρονα είναι και επικίνδυνη, πέρα από λάθος με βάση τα εθνικά συμφέροντα.
Σ΄ αυτό το σημείο και κατ΄ αντιπαράθεση αξίζει να συγκρίνουμε αυτές τις δηλώσεις με τις δηλώσεις του προέδρου του Ποταμιού Στ. Θεοδωράκη. Πρόκειται πραγματικά για δύο απολύτως διαφορετικές λογικές. «Η γεωπολιτικά ευαίσθητη γειτονιά μας έχει ανάγκη από εμπιστοσύνη και συνεργασία. Να ενισχύουμε διαρκώς όσα μας ενώνουν και όχι αυτά που μας χωρίζουν. Αυτό ήταν και παραμένει το μεγάλο στοίχημα στα Βαλκάνια. Πρέπει να το κερδίσουμε», τονίζει ο Στ. Θεοδωράκης και προσθέτει: «Σήμερα η Βουλή πήρε μια απόφαση που υπηρετεί τα συμφέροντα των Ελλήνων και ενισχύει την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής. Το Ποτάμι έχοντας οδηγό την εθνική και όχι την κομματική πυξίδα στήριξε τη Συμφωνία των Πρεσπών, που σπάει τη μονοπώληση του ονόματος της “Μακεδονίας” από τη γειτονική μας χώρα. Η ελληνική Μακεδονία δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Αντιθέτως, είναι στο χέρι μας να παραμείνει η πρωτεύουσα δύναμη στην οικονομία, στην παραγωγή, στον πολιτισμό».
Μία αριστερά με ευρύ πνεύμα μπορούσε
Στο τέλος αυτής της τραχιάς διαδρομής πραγματικά μπορούμε, όσοι υπερασπιστήκαμε το «ναι» και στηρίξαμε την κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ να είμαστε υπερήφανοι. Διότι αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν θα υπογραφόταν η συμφωνία, αν δεν ήταν στην κυβέρνηση μια δύναμη της Ανανεωτικής Ριζοσπαστικής και Κινηματικής Αριστεράς. Η οποία όχι μόνο θα έχει υπομονή και σταθερότητα, αλλά και τη γνώση, την πειστικότητα επιχειρημάτων να επικοινωνήσει με άλλα κόμματα και μεμονωμένους βουλευτές, εν τέλει με την κοινωνία.
Αυτό που συνέβη και για το οποίο σήμερα η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, ελαφρά τη καρδία, απαξιώνουν και σπιλώνουν βουλευτές που ψήφισαν «ναι», είναι μια όσμωση δυνάμεων που από διαφορετικές αφετηρίες καταλήγουν σε κοινή θέση. Είναι σημαντικό σήμερα ότι δυνάμεις ενός ευρέως φάσματος, που έχουν αντιπαρατεθεί σκληρά σε άλλα πολιτικά θέματα, συνέπεσαν και ψήφισαν τη συμφωνία όπως ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγοι Πράσινοι, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ και ανεξάρτητοι βουλευτές είτε της κεντροαριστεράς, είτε της κεντροδεξιάς. Αντίθετα, ακόμη και οι πλέον μετριοπαθείς της ΝΔ, όπως ο κ. Κ. Καραμανλής, αν και σε σαφώς ηπιότερους τόνους, εντούτοις μίλησε για «αδικαιολόγητη βιασύνη» και μη αποκρύπτοντας την αντίληψη επιβολής του ισχυρότερου, παρατηρούσε, με ορατή μυωπία , ότι «άλλοι είναι εκείνοι που επείγονται για τη διευθέτηση του θέματος, οπωσδήποτε όμως όχι η Ελλάδα».
Ο ακροδεξιός κίνδυνος
Ωστόσο, σήμερα βρισκόμαστε σε ένα διαμορφωμένο δυσμενές περιβάλλον, που αν συντρέξουν ορισμένοι λόγοι μπορεί να αποδειχθεί τροφός ενός επιθετικού ακροδεξιού ακόμη και νεοφασιστικού κόμματος. Οι ευθύνες της ΝΔ, του ΚΙΝΑΛ και του ΚΚΕ που το διαμόρφωσαν, είναι ιστορικές. Δεν αρκεί μια απλή αναφορά του Κ. Μητσοτάκη ότι οι πολίτες «πρέπει να μείνουν ενωμένοι και να επιδείξουν δημοκρατική ωριμότητα, μακριά από ακρότητες». Ιδιαίτερα του ΚΚΕ, που απομακρυσμένο, επικίνδυνο για τη φυσιογνωμία του, από το ιστορικό ΚΚΕ, έφτασε στο σημείο να μιλήσει για «αλυτρωτισμούς», αντί για το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού κάθε λαού και κάθε πολίτη. Εφόσον υπογράφτηκε μια συμφωνία που καλλιεργεί τον αλυτρωτισμό, είναι εθνική υποχώρηση έως και προδοσία, εφόσον η κυβέρνηση είναι κυβέρνηση μειοδοσίας, όπως είπε ο κ. Βορίδης και άλλα πολλά, τότε δεν έχουν πλήρως νομιμοποιηθεί οι ακροδεξιοί και φασίστες να «πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους» και να τρομοκρατούν τον κόσμο; Προσώρας, πήγαν έξω από τα σπίτια των βουλευτών να τους τρομοκρατήσουν. Αύριο; Ο Κ. Μητσοτάκης δεν είδε τίποτα παρ΄ όλα αυτά. Ούτε την επίθεση εναντίον του κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατίας.
Χρειάζεται σύνεση και συνεργασία
Χρειάζεται σύνεση και σοβαρή μελέτη στο πώς θα παρέμβουμε να μαζέψουμε τους πικρούς καρπούς που γέννησε η αντιπαράθεση και η μισαλλοδοξία. Όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις πρέπει να συμπορευθούν για να αποκρουστεί αυτός ο μείζον κίνδυνος για τη δημοκρατία στη χώρα μας. Η ΝΔ, το είδαμε όλοι αυτό, δεν είναι μια, είναι τουλάχιστον τρεις. Πρέπει κι αυτές οι δυνάμεις της να κληθούν σ΄ αυτό τον αγώνα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, όλοι όσοι στήριξαν και ψήφισαν «ναι» στη συμφωνία, με ανοιχτό πνεύμα και χωρίς αποκλεισμούς, πρέπει να οργανώσουν αυτό το κίνημα διαλόγου και συζήτησης για τη σημασία της. Να αρχίσουν αμέσως η συνεργασία και οι επαφές μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, των επιστημονικών και πολιτιστικών δυνάμεων, των συνδικάτων, των κινημάτων πολιτών των δύο χωρών.
Οι δυο κυβερνήσεις να πάρουν αμέσως κοινές πρωτοβουλίες στα Βαλκάνια για την ειρήνη, τη συνεργασία και την συνανάπτυξη. Όσοι στάθηκαν στο «όχι», ως συνέπεια μιας σύνθετης και δύσκολης διαδικασίας δεκαετιών, που καλλιεργούσε το φόβο, την επιθετικότητα και τον εθνικισμό, πρέπει γρήγορα να δουν τους θετικούς καρπούς της συμφωνίας.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Η Εποχή