Τι χαρακτηρίζει πραγματικά ένα «δίκαιο» φορολογικό σύστημα; Η ικανότητά του να αναδιανέμει τον πλούτο, να μειώνει τις κοινωνικές ανισότητες και να στηρίζει όσους σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της ακρίβειας και των χαμηλών εισοδημάτων. Ο νέος φορολογικός νόμος της κυβέρνησης απέχει πολύ από αυτή τη λογική. Παρουσιάστηκε ως «μεταρρύθμιση για το δημογραφικό και τη μεσαία τάξη», όμως στην πράξη αναπαράγει το ίδιο συντηρητικό μοντέλο: ελάχιστα ή μηδενικά οφέλη για τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους, σημαντικές ελαφρύνσεις για τα υψηλότερα εισοδήματα και προνομιακή μεταχείριση για μεγάλες επιχειρήσεις και την αμυντική βιομηχανία.
Η κυβέρνηση μειώνει κατά δύο μονάδες τους συντελεστές για εισοδήματα από 10.000 έως 40.000 ευρώ και θεσπίζει νέο κλιμάκιο 39% για τα 40.000-60.000 ευρώ, αντί του 44% που ίσχυε μέχρι σήμερα. Προβλέπει και μικρές μειώσεις για γονείς. Όμως όσοι και όσες ζουν με εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ – σχεδόν οι μισοί φορολογούμενοι – δεν θα δουν καμία διαφορά, ενώ η ακρίβεια πλήττει δυσανάλογα τα βασικά αγαθά και την ενέργεια.
Πιο συγκεκριμένα, εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό θα κερδίσει μόλις 13 € το χρόνο. Συνταξιούχος με 700 € τον μήνα δεν θα έχει καμία μείωση φόρου. Αντίθετα, μισθωτός χωρίς παιδιά με εισόδημα 50.000 € κερδίζει μείωση έως 5%. Εργαζόμενος με δύο παιδιά και 15.000 € θα έχει όφελος 25 € μηνιαίο όφελος, ενώ με 45.000 € φτάνει τα 130 €. Για εργαζόμενο χωρίς παιδιά, 8 € στα 15.000 και 70 € στα 45.000. Πρόκειται για πολιτική που ευνοεί ξεκάθαρα τα υψηλά εισοδήματα.
Αξιοπρόσεκτη είναι και η λεγόμενη «φοροελάφρυνση για τους νέους». Ο φόρος μηδενίζεται έως 20.000 € για κάτω των 25 ετών και μειώνεται στο 9% για 26-30 ετών. Παρά την επικοινωνιακή προβολή της, η ρύθμιση αυτή δεν στηρίζει τους νέους εργαζόμενους αλλά τους εργοδότες τους, μειώνοντας το κόστος εργασίας χωρίς καμία εγγύηση για σταθερές και αξιοπρεπείς θέσεις. Δεν είναι κοινωνική πολιτική να δημιουργείς «φτηνές» ηλικιακές κατηγορίες· είναι συνταγή για διαρκή επισφάλεια και μετανάστευση στο εξωτερικό.
Στο ζήτημα της στέγασης, ο νόμος μειώνει τον φόρο ενοικίων από 35% σε 25% για έσοδα 12.000-24.000 €, αλλά το 92% των ιδιοκτητών -όσοι εισπράττουν κάτω από 12.000 €- δεν ωφελούνται καθόλου. Μια συνταξιούχος που νοικιάζει με 400 € τον μήνα δεν κερδίζει τίποτα, ενώ ιδιοκτήτης με 2.000 € τον μήνα κερδίζει 1.200 € τον χρόνο. Και φυσικά δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για τους ενοικιαστές ή για μια πραγματική πολιτική προσιτής κατοικίας.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η πρόβλεψη για υπερεκπτώσεις δαπανών έως 200% σε επενδύσεις στρατιωτικού χαρακτήρα και στην κατασκευή οχημάτων ή αεροσκαφών, συνοδευόμενες από fast-track αδειοδοτήσεις. Πρόκειται για γενναιόδωρη ενίσχυση μεγάλων ομίλων, όπως η ΕΛΒΟ που πέρασε σε ισραηλινό όμιλο αμυντικής βιομηχανίας. Η κυβέρνηση έχει ήδη δείξει τις προτεραιότητές της: περισσότερα όπλα, λιγότερο κοινωνικό κράτος – μια σαφής ταξική και ιδεολογική επιλογή.
Την ίδια στιγμή, προβλέπονται αυξήσεις και επιδόματα για τα Σώματα Ασφαλείας και το Υπουργείο Εξωτερικών – ακόμα και κάλυψη διδάκτρων ιδιωτικών σχολείων για τα παιδιά υπαλλήλων για παιδιά υπαλλήλων του ΥΠΕΞ. Για το υπόλοιπο Δημόσιο δεν υπάρχει καμία εισοδηματική ενίσχυση. Πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται ετησίως κάτω από τον κατώτατο μισθό του ιδιωτικού τομέα· ένα θεσμικό παράδοξο το ίδιο το κράτος να παραβιάζει στην πράξη το όριο που επιβάλλει στους ιδιώτες εργοδότες.
Πέρα από τις επιμέρους ρυθμίσεις, το πρόβλημα είναι βαθύτερο και στρατηγικό. Τα μέτρα έχουν ελάχιστο όφελος για τα χαμηλά εισοδήματα και δυσανάλογο κέρδος για τα υψηλά. Σύμφωνα με το προσχέδιο προϋπολογισμού 2026, το διαθέσιμο εισόδημα κατανέμεται ακόμη πιο άνισα, ενώ το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα μειώνεται σταθερά. Το 2025 ο μέσος πραγματικός μισθός αυξάνεται μόλις 0,5%, όταν η παραγωγικότητα 1,5%, και το 2026 η ψαλίδα μεγαλώνει. Η οικονομία «μεγαλώνει», αλλά οι εργαζόμενοι μένουν πίσω.
Η εικόνα συμπληρώνεται από τις πρόσφατες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας: 13ωρο, ελαστικές σχέσεις, αποδυνάμωση συλλογικών συμβάσεων. Όλα αυτά οδηγούν σε χαμηλότερους μισθούς, ανασφάλεια και υπερκόπωση. Η σταθερή εργασία μετατρέπεται σε «προνόμιο» και η φυγή των νέων στο εξωτερικό συνεχίζεται, αναζητώντας αξιοπρεπείς όρους ζωής και αμοιβής.
Τί χρειαζόμαστε; Ένα πραγματικά προοδευτικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, με σαφή κοινωνικό προσανατολισμό και αναδιανεμητική λειτουργία.
Ενίσχυση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων
Αύξηση του αφορολόγητου για τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους, στοχευμένες εκπτώσεις φόρου για έξοδα στέγασης, ενέργειας και παιδικής φροντίδας, καθώς και μόνιμη μείωση ΦΠΑ σε βασικά αγαθά διατροφής και υπηρεσίες πρώτης ανάγκης.
Δίκαιη πολιτική για τη στέγαση
Αντικίνητρα στη βραχυχρόνια μίσθωση σε κορεσμένες ζώνες, φορολογικά οφέλη μόνο για μακροχρόνιες μισθώσεις με ανώτατα όρια αυξήσεων, πρόγραμμα εκτεταμένων ανακαινίσεων με κοινωνικό αντάλλαγμα και δημόσια πολιτική κατοικίας που θα δίνει λύσεις σε νέους και οικογένειες.
Έμφαση στην εργασία και τη δικαιοσύνη
Αποκατάσταση 13ου-14ου μισθού στο Δημόσιο, ξεκινώντας από τα χαμηλότερα κλιμάκια, αυστηρή τήρηση του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων, φορολογικά κίνητρα για επιχειρήσεις που μοιράζονται δίκαια τα κέρδη με τους εργαζόμενους και επενδύουν σε ποιότητα και καινοτομία, αντί για συμπίεση μισθών.
Τέλος, ας είμαστε ειλικρινείς: η επιλογή υπερενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας με γενναίες φορολογικές υπερεκπτώσεις δεν είναι ουδέτερη. Κάθε ευρώ που κατευθύνεται εκεί, είναι ένα ευρώ λιγότερο για τα σχολεία, τα νοσοκομεία, την κοινωνική κατοικία, για την ίδια την κοινωνική συνοχή. Ως κοινωνία οφείλουμε να αποφασίσουμε αν θα συνεχίσουμε στον δρόμο των ειδικών προνομίων και της διεύρυνσης των ανισοτήτων ή αν θα επενδύσουμε σε ένα κράτος που μειώνει την ανασφάλεια και μοιράζει δίκαια τα βάρη και τα οφέλη της ανάπτυξης.
Η Νέα Αριστερά επιλέγει ξεκάθαρα τον δρόμο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Υπερασπίζεται ένα φορολογικό σύστημα με κοινωνικό πρόσημο, που θα στηρίζει τον χαμηλόμισθο, τον συνταξιούχο, τον ενοικιαστή, τον νέο και τη νέα που θέλουν να ζήσουν και να δημιουργήσουν εδώ, σε μια χώρα δίκαιη, δημοκρατική και αλληλέγγυα. Μόνο έτσι η Ελλάδα μπορεί να γίνει πραγματικά πιο ανθεκτική και ανθρώπινη για τις χιλιάδες οικογένειες που δοκιμάζονται καθημερινά.